Ερώτηση Μ. Καφούρου που επιχειρεί να άρει μια κοινωνική αδικία

Αφορά συνταξιούχους που συνεχίζουν να εργάζονται και καλούνται να επιστρέψουν  χρήματα στο Δημόσιο

 

 

 

 

 

 

 

Λίγες μέρες πριν, ο Βουλευτής Κυκλάδων της ΝΔ κ. Μάρκος Καφούρος, κατέθεσε ερώτηση  «σχετικά με την επιστροφή αποδοχών εργαζομένων συνταξιούχων». Πρόκειται για ζήτημα που αφορά, μια μεγάλη δυσλειτουργία του κράτους και οδηγεί σε κατάφωρη αδικία εις βάρος μεγάλου αριθμού εργαζομένων-συνταξιούχων.

Εν συνόψει το θέμα. Σύμφωνα με το Νόμο, όποιος υπάλληλος έχει θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, δικαιούται να καταθέσει τα απαραίτητα δικαιολογητικά και είτε να αποσυρθεί οριστικά από την εργασία, είτε να συνταξιοδοτηθεί συνεχίζοντας όμως να εργάζεται. Στη δεύτερη περίπτωση, ειδοποιείται από τον ασφαλιστικό του φορέα ότι θα εισπράττει μόνο ένα κλάσμα της σύνταξής του, δηλαδή το 30%. Μέχρις αυτό το σημείο, η διευθέτηση αν και δεν είναι απόλυτα δίκαιη, είναι λογικοφανής. Ωφελεί μάλιστα και τα δύο μέρη. Και τον εργαζόμενο οποίος λαμβάνει τον μισθό του και το μικρό ποσοστό της σύνταξης, αλλά και το Δημόσιο Ταμείο εν γένει, καθώς ο εργαζόμενος στην ουσία χρηματοδοτεί ο ίδιος το ποσοστό της σύνταξης που εισπράττει, μέσω των ασφαλιστικών εισφορών που συνεχίζει να καταβάλει επ ονόματί του, η υπηρεσία-εργοδότης του. Παράπλευρη ωφέλεια και το γεγονός, πως παραμένουν στις θέσεις τους υπάλληλοι έμπειροι και ειδικευμένοι.

Πρόσφατα όμως, το Δημόσιο ανακάλυψε(!) ένα μνημονιακό νόμο, που με την λογική της τρόικας για οριζόντια συμπίεση του ύψους μισθών, προβλέπει πως από το 2015, όσοι συνταξιούχοι, συνεχίζουν να προσφέρουν την εργασία τους, μετά την ημερομηνία της τυπικής συνταξιοδότησής τους, πρέπει να θεωρηθούν ως νεοπροσληφθέντες.  Έτσι, οποιοδήποτε βαθμολογικό ή μισθολογικό καθεστώς λογίζεται από τον βαθμό νεοεισερχομένου. Εμπεριέχει κι αυτό μια αδικία, αλλά έχει επίσης μια λογική. Όχι απόλυτη, δηλαδή. Διότι αν κάτι τέτοιο ίσχυε στο στρατό επί παραδείγματι, τότε κάποιος που αποστρατεύεται με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη, θα έπρεπε για να συνεχίσει να εργάζεται, να δεχτεί βαθμό και μισθό… Λοχία.

 

Το παράλογο της υπόθεσης είναι, πως ενώ το ΙΚΑ, με την κατάθεση των αποδεικτικών συνταξιοδότησης απαιτεί να πληροφορηθεί -με την προσκόμιση σχετικών εγγράφων- αν ο υπάλληλος γίνεται πλήρως συνταξιούχος ή αν  θα συνεχίσει να εργάζεται στον φορέα του, προκειμένου να καθορίσει αν εν τέλει δικαιούται πλήρη σύνταξη ή κλάσμα αυτής. Η υπηρεσία-εργοδότης όμως, δεν έθετε στον αποχωρούντα υπάλληλο το ερώτημα της επιλογής. Δηλαδή οριστική παύση εργασιακής σχέσης ή συνέχιση της υπό τους νέους όρους;. Οι μισθοί καταβάλλονταν κανονικά, όπως και οι ασφαλιστικές εισφορές, που συναρτώνται κιόλας με το ύψος τους.

Αυτό γινόταν από το 2015 που ψηφίστηκε ο σχετικός νόμος. Μέχρι που κάποια στιγμή, η Διοίκηση ανακάλυψε την «ορθή» ερμηνεία του νόμου και ζήτησε την αναδρομική επιστροφή, των χρημάτων του… αντισυνταγματάρχη που κατά αυτήν την ερμηνεία έπρεπε να θεωρείται λοχίας. Χωρίς ποτέ, να έχει τεθεί το ερώτημα αν με τα συγκεκριμένα οικονομικά και βαθμολογικά δεδομένα της ύστερης ερμηνείας, θα είχε δεχτεί να παραμείνει εργαζόμενος. Το χειρότερο όμως είναι, πως ενώ όλοι (εργαζόμενοι- υπηρεσίες) θεωρούσαν αυτονόητη την καταβολή του προβλεπόμενου για τη θέση και την προϋπηρεσία μισθού, τώρα πάρα πολλοί άνθρωποι, καλούνται να επιστρέψουν δεκάδες χιλιάδες ευρώ ως αχρεωστήτως καταβληθένα.

Κάτι που για τους περισσοτέρους είναι πρακτικά αδύνατον. Αλλά και με βάση την απλούστατη λογική, είναι μάλλον παράδοξο. Ο  εργαζόμενος-συνταξιούχος μάλλον δεν επιβάρυνε το ελληνικό δημόσιο. Στην ουσία δηλαδή, το ΙΚΑ κερδίζει επειδή αντί για το 100% της σύνταξης, καταβάλλει μόνο το 30% (ή όποιο ποσοστό καθοριστεί στη συνέχεια) και συνεχίζει να εισπράττει ασφαλιστικές εισφορές, για έναν που είναι ήδη συνταξιούχος. Άρα λοιπόν, ο δημόσιος συνταξιοδοτικός φορέας, στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, όχι μόνο δεν καταβάλλει χρήματα από το ταμείο του, αλλά ίσως και να εισπράττει περισσότερα από όσα δίνει!.

Επίσης, αντί το Δημόσιο (η υπηρεσία εργοδότης) να απαιτήσει -με βάση την πρωθύστερη ερμηνεία- από το Δημόσιο (ασφαλιστικός-συνταξιοδοτικός φορέας), την επιστροφή της δαπάνης προκειμένου να υπάρξει συμψηφισμός, μπαίνει στη μέγγενη ο συνταξιούχος -εργαζόμενος και του ζητούνται να επιστρέψει ποσά που ούτως ή άλλως  -στην πλειοψηφία των περιπτώσεων- θα έπαιρνε, αν διάλεγε να πάει για ψάρεμα, αντί να συνεχίσει να δουλεύει. Επειδή, ακόμα και το 30% της σύνταξης που είναι ένα είδος μπόνους για τη συνέχιση της εργασίας, στην ουσία το κερδίζει  σε ένα βαθμό το Δημόσιο. Αυτό˙ επειδή αντί να έχει έναν συνταξιούχο που εργάζεται, αποδίδει ασφαλιστική εισφορά και πληρώνεται με μισθό και κλάσμα σύνταξης, θα έχει έναν εργαζόμενο που του πληρώνει και μισθό και εργοδοτικές εισφορές και έναν συνταξιούχο που παίρνει μόνο σύνταξη.  Δηλαδή δύο πληρωμές και μία μόνο, ασφαλιστική εισφορά.

Φυσικά, ο νόμος του 2015 έχει τη λογική της αποτροπής μιας κατηγορίας υπερ-υψηλόβαθμων υπαλλήλων να συνεχίσουν να εισπράττουν υψηλές αμοιβές. Ακόμα και έτσι όμως, -και παρά το γεγονός ότι στη συντριπτική πλειονότητα αφορά χαμηλούς ή μέσους μισθούς- ένα ευνομούμενο κράτος θα έπρεπε να θέτει υποχρεωτικά και εξ αρχής το ρητό δίλημμα: Πλήρης σύνταξη και αποστρατεία ή συνέχιση εργασίας με μειωμένη σύνταξη και μισθό-αξίωμα… λοχία;.

Ήδη, μια ομάδα 20 εργαζομένων της ΔΕΥΑ Ηρακλείου που προσέφυγε στη Δικαιοσύνη, δικαιώθηκε. Δεν μπορεί όμως ένα κράτος, να αναγκάζει τους πολίτες να προσφεύγουν στα Δικαστήρια αιφνιδιασμένοι από τις κατά περίπτωση ερμηνείες. Γι αυτό, η ερώτηση του Μ. Καφούρου, ενδέχεται να αποσαφηνίσει το ζήτημα, αίροντας μια κοινωνική αδικία και σβήνοντας μια εστία έντασης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *