“Παραμερίστε-προσπεράστε τη Σαντορίνη”, μια άποψη που μετατρέπεται σε τάση
Για όποιον θεωρεί πως η Ελλάδα δεν είναι ο ομφαλός του κόσμου και παρακολουθεί έστω ελάχιστα τα διεθνή Μέσα Ενημέρωσης και Κοινωνικής Δικτύωσης, το φαινόμενο ούτε απροσδόκητο, ούτε πρόσφατο είναι. Ειδικά, όσοι σχετίζονται με τον τουρισμό θα έπρεπε να έχουν τις κεραίες τους συνεχώς στραμμένες, στον ειδικό ξένο τύπο, αλλά και στις μεγάλες εφημερίδες ή ειδησεογραφικές πύλες που διαμορφώνουν σε σημαντικό βαθμό τις προτιμήσεις των οιονεί επισκεπτών.
Η αρχή, έγινε αρκετά χρόνια πριν με “εναλλακτικά” δημοσιεύματα του τύπου “ hidden gems of Greece”, όπου οι συντάκτες δεν περιορίζονταν στην ανακάλυψη-υπόδειξη σχετικά ανέγγιχτων προορισμών. Χρησιμοποιούσαν και την επαγωγή: “Σε αντίθεση με τη Σαντορίνη και τη Μύκονο…”. Απευθύνονταν σε μια διακριτή κατηγορία και διαμόρφωναν μια μικρή αρχικά τάση για “βιώσιμο” “πράσινο” ή “εναλλακτικό” τουρισμό. Στη συνέχεια, η υπόθεση εμπλουτίστηκε με εμφατική παράθεση αρνητικών χαρακτηριστικών όπως “overcrowded- υπερσυνωστισμένοι”, “overtourism-υπερτουρισμός”, που σε συνδυασμό με τη συγκριτική αξιολόγηση τιμών, οδηγούσαν μερίδα των δυνητικών επισκεπτών, να επιλέξουν άλλα σημεία διακοπών.
Ώσπου, ήρθε η ώρα για τη νέα, πιο δυναμική και περισσότερο εύληπτη και πειστική τάση του “Dupe Destination”. Εκεί, κάθε δημοφιλής προορισμός, έχει και το πιο προσιτό αντίστοιχο-αντίγραφο. Η κλιμάκωση, δεν ήρθε τυχαία. Η τουριστική αγορά ούτε στατική είναι, ούτε έχει έλλειψη επαρκών δεδομένων. Τουναντίον. Και μάλιστα, η αστραπιαία διάδοση της πληροφορίας και η ύπαρξη μιας κολοσσιαίας βιβλιοθήκης ειδήσεων, αναρτήσεων και ψηφιακών στοιχείων, είναι άμεσα διαθέσιμη και πανεύκολα προσβάσιμη. Οπότε η όποια τάση, αυτοτροφοδοτεί τη δυναμική της. Κάποτε ίσως την εξαντλεί, αλλά μέχρι τότε, κάποιοι μετρούν κέρδη και πολλοί ζημίες.
Ειδικά για τη Σαντορίνη, οι απαρχές της εξέλιξης είχαν φανεί μερικά χρόνια πριν. Παγιωμένη στις λίστες των ρομαντικών, γαμήλιων, όμορφων, ξεχωριστών, γραφικών και τελευταία των προορισμών πολυτέλειας, έδειχνε να μην ανησυχεί. Το Brand Name, έμοιαζε ακαταμάχητο. Οι ρωγμές όμως υπήρχαν, για όσους ήξεραν να κοιτάξουν. Ο τουριστικός αυτοματισμός, ενίσχυε μια αισιοδοξία που άγγιξε τα όρια της αυτάρεσκης ματαιοδοξίας.
Εμφανείς ρωγμές-υπαρκτές διαρροές
Τώρα πια, οι ρωγμές είναι όχι μόνο εμφανείς αλλά και οι διαρροές σημαντικές. Η σχετικά λελογισμένη πτώση του 2023, συνοδεύεται από περισσότερο δυσοίωνα στοιχεία για την επερχόμενη τουριστική περίοδο. Οι κρατήσεις, έχουν διψήφια μείωση συγκριτικά με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Φυσικά, πολύ μακριά από το 2019. Και το ζήτημα, δε μοιάζει να είναι συγκυριακό.
Ας βγουν κάποια συμπεράσματα, από την καταιγιστική σειρά δημοσιευμάτων που προκρίνουν την Πάρο, ως εναλλακτική- αντίγραφο-προσιτή απομίμηση της Σαντορίνης. Το ποιο ανησυχητικό και ταυτόχρονα περισσότερο επιδραστικό δημοσίευμα (σίγουρα θα ακολουθήσουν και άλλα) βρίσκεται στο Forbes. Γράφει “Step Aside, Santorini: Crete’s The Next Island Hot Spot In Greece”, σε ελεύθερη απόδοση “Παραμερίστε τη Σαντορίνη, η Κρήτη είναι ο νέος καυτός νησιωτικός προορισμός της Ελλάδας”. Όχι, δεν είναι ίδιο με την τάση Dupe στο TikTok ή σε ευρείας κυκλοφορίας λαϊκές εφημερίδες. Το Forbes απευθύνεται στην διεθνή οικονομική ελίτ, ή σε όποιους φιλοδοξούν να γίνουν μέλη της ή έχουν την ψευδαίσθηση πως ανήκουν σε αυτήν. Το δημοσίευμα, και πολλά παρόμοια, δεν κάνουν λόγο για σύγκριση τιμών. Παράθεση πλεονεκτημάτων της Κρήτης κάνουν.
Δεν επιχειρούν να βαφτίσουν το κρέας, ψάρι, όπως οι “Destination Dupes”. Ούτε τη φάβα, χαβιάρι. Αντιθέτως, θεωρούν τη φάβα, “χαβιάρι των οσπρίων”, όπως την αποκαλούσε ο πατριάρχης των σεφ Γιώργος Χατζηγιαννάκης. Υποστηρίζουν πως η απόλαυση δεν έχει ίσως εναλλακτική, αλλά σίγουρα έχει ποικιλία.
Και έτσι, πέρα από την εναλλακτική των “Hidden gems”, τα ανάτυπα των “Dupes” και τη λογική του Overrated (υπερεκτιμημένη), Overcrowded (υπερσυνωστισμένη) & Overpriced (υπερτιμημένη-ακριβή), έρχεται το εμφατικό “step Aside” (παραμερίστε την-προσπεράστε την). Ως ένα αναμενόμενο κομμάτι της εξέλιξης. Που αν δεν επιχειρηθεί η έγκαιρη αναστροφή της, τότε θα ξανάρθουν οι μέρες της -διαδικτυακής αυτή τη φορά- άγρας πελατών, του πολέμου τιμών και της ανίσχυρης ποιοτικής υποβάθμισης.