Ο “ΜΑΓΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ” ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ
ΟΤΑΝ Η ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΤΑΙ ΣΕ ΕΝΑ ΜΑΚΟΝΤΟ ΓΕΜΑΤΟ ΤΑΜΠΕΛΑΚΙΑ
Προειδοποίηση: Το άρθρο που ακολουθεί είναι θολοκουλτουριάρικο, ψευτοκουλτουριάρικο, εξυπνακίστικο και εμπαθές. Γι αυτό, ή απομακρυνθείτε έγκαιρα, ή “καταναλώστε υπεύθυνα”.
Στα υπέροχα “Εκατό χρόνια μοναξιά” (ή μοναξιάς, σε άλλες εκδόσεις)του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, οι κάτοικοι του Μακόντο, ζουν μια παρατεταμένη περίοδο αϋπνίας. Κατά περίεργο τρόπο, αυτή συνοδεύεται και από λήθη.
“ Ο Αουρελιάνο ήταν εκείνος που σκέφτηκε τον τρόπο με τον οποίο θα τους προστάτευε απ’ τις διαλείψεις της μνήμης γι’ αρκετούς μήνες. Τον ανακάλυψε τυχαία. Έμπειρος άυπνος, μια και ήταν απ’ τους πρώτους, είχε μάθει τέλεια την τέχνη της αργυροχοΐας. Μια μέρα έψαχνε για το μικρό αμόνι που χρησιμοποιούσε για να σφυρηλατεί τα μέταλλα και δεν μπορούσε να θυμηθεί τ’ όνομά του. Ο πατέρας του, του το είπε: «Ακμόνιον». Ο Αουρελιάνο έγραψε τ’ όνομα σ’ ένα χαρτί και το κόλλησε με κόλλα πάνω στο μικρό αμόνι: ακμόνιον. Έτσι, ήταν βέβαιος πως δεν θα το ξεχνούσε στο μέλλον.
Δεν του πέρασε η ιδέα πως αυτή ήταν η πρώτη εκδήλωση της απώλειας της μνήμης του. Μερικές μέρες αργότερα ανακάλυψε πως δυσκολευότανε να θυμηθεί σχεδόν όλα τ’ αντικείμενα μες στο εργαστήρι. Σημείωσε τότε το καθένα με τ’ όνομά του· έτσι, έφτασε να διαβάζει την επιγραφή για να τ’ αναγνωρίζει”. Όταν του μίλησε ο πατέρας του μ’ ανησυχία, γιατί είχε ξεχάσει μέχρι και τα πιο εντυπωσιακά γεγονότα της παιδικής του ηλικίας, ο Αουρελιάνο του εξήγησε τη μέθοδό του κι ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουένδια την έβαλε σ’ εφαρμογή σ’ όλο το σπίτι κι αργότερα την επέβαλε σ’ ολόκληρο το χωριό. Μ’ ένα πινέλο βουτηγμένο στο μελάνι έγραψε πάνω στα πράγματα τ’ όνομά τους: τραπέζι, καρέκλα, ρολόι, πόρτα, τοίχος, κρεβάτι, κατσαρόλα. Πήγε στο μαντρί και σημείωσε τα ονόματα ζώων και φυτών: αγελάδα, κατσίκα, γουρούνι, κότα, γιούκα, μαλάγκα, μπανάνα”.
Προς τι αυτή η θηριώδης λογοκλοπή, από το κορυφαίο έργο του μαιτρ του “μαγικού ρεαλισμού;”. Μα το Μακόντο, βρίσκεται ήδη στη Σαντορίνη. Βλέπετε λακκούβες, κατεστραμμένους δρόμους, διαλυμένα λιμάνια, βρώμικες αλέες, σπασμένα παγκάκια, τσακισμένες πέργκολες, επικίνδυνες στροφές, αλλοπρόσαλλα οδοσήματα και ένα νησί σαν μισοερειπωμένη Ντίσνευλαντ;. Δεν φταίτε εσείς. Η λήθη που σας έχει καταβάλει, φταίει. Και ο Δήμαρχος, ως άλλος Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, φρόντισε να βάλει ταμπελάκια σε όλα.
Και ο Κύριος Δήμαρχος, σε κάθε του δημόσια εμφάνιση και ομιλία, φροντίζει να το επαναλαμβάνει:
Όλα τα λεφτά, έχουν ονοματεπώνυμο έργου.
Το νησί είναι πρώτο σε απορρόφηση για έργα.
Το νησί, είναι πρώτο σε δημοπρατήσεις για έργα.
Το νησί είναι πρώτο σε σχεδιασμό για έργα.
Απλά οι πολίτες, καταλαμβάνονται από την ανυπόφορη αϋπνία, που τους επιφέρει απέραντη λήθη. Τα έργα, υπάρχουν, αρκεί να διαβάσετε τα ταμπελάκια. Όλα έχουν ονοματεπώνυμο. Ακόμα και τα αγέννητα παιδιά. Ένας αμοιβαίος οργασμός λείπει, για να αποκτήσουν υπόσταση.
Και τι άλλο, μπορεί να είναι ένα φλερτ, πέρα από μια υπόσχεση οργασμού και άρα τεκνοποιίας;. Και ναι, ο Δήμος φλερτάρει έργα. Όπως το κάθε μπακούρι, φλερτάρει ασύστολα, όποια ομορφούλα περάσει από μπρος του. Που δεν τη λογαριάζει σαν ον, αλλά σαν δυνητική μητέρα των παιδιών του. Άσχετα αν αυτή τον προσπερνάει αδιάφορη. Όχι γιατί δεν της άρεσε, αλλά επειδή το εύπορο μπακούρι, είχε κλείσει τα φιμέ τζάμια της απαστράπτουσας Τζάγκουαρ. Με αποτέλεσμα να βλέπει μόνο αυτό την ομορφούλα, ενώ η πιθανή μητέρα των παιδιών του, αντικρίζει μόνο το είδωλό της, στο αδιαφανές παρμπρίζ.
Έργα υπάρχουν!. Μόνο ο δημότης δεν τα βλέπει. Έχουν ονοματεπώνυμα, κωδικούς, δημοπρατήσεις, ταμπελάκια, μηδενικά στην τράπεζα και πομπώδεις τίτλους. Αρκεί βέβαια, ο Δήμαρχος και οι συν αυτώ (δηλαδή μόνο αυτός, γιατί οι συνεργάτες του, είναι ανύπαρκτοι ή κοιτάνε το πολιτικό τους μέλλον, αν δεν τον υποσκάπτουν κιόλας!) να μην ξεχάσει το άλλο τρικ του Χοσέ Αρκάδιο:
“Λίγο λίγο, μελετώντας τις άπειρες δυνατότητες της αμνησίας, κατάλαβε πως θα μπορούσε να ‘ρθει η μέρα που θα αναγνώριζαν τα πράγματα απ’ τ’ όνομά τους, αλλά κανείς δεν θα θυμόταν τη χρησιμότητά τους. Έτσι, έγινε πιο επεξηγηματικός. Η επιγραφή που κρέμασε από το λαιμό της αγελάδας ήταν ένα παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο οι κάτοικοι του Μακόντο θα καταπολεμούσαν την αμνησία: Αυτή η αγελάδα πρέπει ν’ αρμέγεται κάθε πρωί για να βγάζει γάλα και το γάλα πρέπει να βράζεται για να ανακατεύεται με τον καφέ και να γίνεται καφές με γάλα. Έτσι, συνέχισαν να ζουν σε μια πραγματικότητα που ξεγλιστρούσε, την οποία προσωρινά αιχμαλώτιζαν με τις λέξεις, αλλά η οποία θα τους ξέφευγε οριστικά όταν θα ξέχναγαν τις αξίες των γραμμένων ψηφίων».
Καλώς ήλθατε στη Σαντορίνη, του μαγικού ρεαλισμού.