Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΠΑΛΟΥΚΑΡΗΣ ΚΑΙ Η ΦΟΥΡΜΕΛΑ
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΤΩΧΗΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ
Τα τρόφιμα στη Σαντορίνη ήταν πάντα σπάνια, ενώ το κρέας ήταν προνόμιο μόνο των εύπορων, καθώς τα οικόσιτα ζώα στο νησί ήταν ελάχιστα. Όπως αναφέρει η «Γενική Στατιστική Θήρας» που εκπόνησε το 1838 (εκδόθηκε το 1850) ο ιατροφιλόσοφος Ιωσήφ Δε Κιγάλας, η παραγωγή κρέατος –άρα πρωτεΐνης υψηλής βιολογικής αξίας- ήταν ελάχιστη κατά το 19ο αιώνα. «Ενταύθα ανήκει να σημειώσωμεν ότι από 28 Απριλίου του 1840, μέχρι της 28 του αυτού μηνός επομένου έτους, εσφάγησαν εις το εν Φηροίς σφαγείον, τα εξής ζώα: Βόες 170, Μόσχοι 208, Αιγοπρόβατα 839, το όλον 1217, ων το κρέας ανέβη εις 32.000 οκάδες, ως έγγιστα», γράφει και μαζί με αυτά υπολογίζει «650-700 χοίρους, 600 και επέκεινα χοιρίδια, 400- 500 ερίφους και 100-150 αρνία», που το είχαν οι κάτοικοι στα σπίτια τους.
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ
Ο πληθυσμός του νησιού ήταν –σύμφωνα πάντα με τον Δε Κιγάλα 13.072 κι έτσι αντιστοιχούσαν 3,1 κιλά (1 οκά είναι 1,282 κιλά) κρέατος ετησίως και ακόμα κι αν προστεθεί η χωρική κατανάλωση (τα οικόσιτα ζώα) δεν ξεπερνούσε τις 7 οκάδες κατ’ άτομο. Όλα αυτά χωρίς να συνυπολογιστούν οι ταξικές διακρίσεις που επέτρεπαν στους πλούσιους εμπόρους, κτηματίες, εφοπλιστές και τους εύπορους τεχνίτες να καταναλώνουν περισσότερη ζωική πρωτεΐνη.
Τι γινόταν με τους υπόλοιπους όμως;. Τους ενδεείς, τους σκληρά εργαζόμενους αγρότες, τους μικροκτηματίες, τους γεωργούς ή τους εργάτες;. Την απάντηση δίνει πάλι ο Δεκιγάλας που είναι και το σπουδαιότερο τέκνο της Σαντορίνης: «Ένεκα της ελλείψεως κρεάτων και λαχάνων ο της νήσου ταύτης λαός αναγκάζεται να τρέφηται εξ ιχθύων και ως επί το πλείστων ταριχευτών (σ.σ παστών), έτι εξ οσπρίων και προπάντων εξ αληλεσμένης ωχράδος, κοινώς φάβα καλουμένης, συνήθως δε μεταχειρίζεται και κρίθινον κλιβανωτόν άρτον «σκίζα» λεγόμενον».
Εύγλωττος μάρτυρας της πλήρους ένδειας της Σαντορίνης είναι και ο Joseph Pitton de Tournefort (1656-1708) που από το 1700 έως το 1702, περιόδευσε στα ελληνικά νησιά, στη Μικρά Ασία και την Καθ’ υμάς Ανατολή. « Η σπανιότητα της ξυλείας είναι και η αιτία που δεν τρώνε σχεδόν ποτέ φρέσκο ψωμί στη Σαντορίνη. Συνήθως φτιάχνουν μόνο κριθαρένιο, τρεις τέσσερις- φορές το χρόνο. Πρόκειται για ένα άθλιο παξιμάδι», γράφει στο μνημειώδες βιβλίο του «Relation d’un voyage du Levant» και συμπληρώνει: « Σφάζουν βόδια μόνον μια φορά το χρόνο. Αφού τα τεμαχίσουν και αφαιρέσουν τα κόκκαλα, βουτούν το κρέας σε ξύδι, όπου έχουν λειώσει αλάτι. Όταν το κρέας εκτίθεται στον ήλιο για 7-8 μήνες, γίνεται σκληρό σαν ξύλο. Μερικοί το τρώνε εντελώς στεγνό, όπως τρώγεται το στεγνό ψάρι στην Ολλανδία, ενώ άλλοι το βράζουν». («Ταξίδι στην Κρήτη και τις νήσους του Αρχιπελάγους», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, μετάφραση Μάκης και Μυρτώ Απέργη).
ΑΛΗΛΕΣΜΕΝΗ ΩΧΡΑ, ΚΡΙΘΗ ΚΑΙ ΤΟΜΑΤΑΚΙ
Αλλά και ο Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής, στα περίφημα «Ελληνικά» (Αθήνα 1854), διεκτραγωδεί τη ζωή των τότε Θηραίων, σημειώνοντας πως το μόνο άξιο λόγου προϊόν, ήταν το κρασί. « Εκ τούτου προέρχεται η μεγάλη εισαγωγή εις ταύτην την νήσον ήτις εκτός του οίνου ουδέν προάγει σχεδόν ουσιώδες συστατικόν της υπάρξεως των κατοίκων. Η ολίγη αυτής κριθή, μόλις επαρκεί επί τρεις μήνας και πάντα τα υπόλοιπα αγοράζονται έξωθεν». Πρωταγωνιστής λοιπόν μόνο το κρασί το οποίο σύμφωνα πάντα με τον Ραγκαβή «μετά μεγάλης εγκρατείας και μετριότητος, μεταχειρίζονται οι Θηραίοι». Από τα υπόλοιπα προϊόντα, μόνο το κριθάρι –ήταν εκλεκτής ποιότητας και το χρησιμοποιούσαν οι παλιές ελληνικές ζυθοποιίες- και η φάβα ή «αληλεσμένη ωχρά» σύμφωνα με τον Δε Κιγάλα.
Όπως αναφέρει ο Μάρκος Καφούρος γεωπόνος και Πρόεδρος της Eνωσης Συνεταιρισμών Θηραϊκών Προϊόντων από τα χρόνια της Στατιστικής του Δε Κιγάλα (1838-1850) μέχρι το 1949 καλλιεργούνταν περίπου 800 στρέμματα στρεμματα φάβας (lathyrus Clymenum) με την παραγωγή να κυμαίνεται γύρο στις 100.000 οκάδες (130 τόνοι), ποσότητα και πάλι ανεπαρκής για τη διατροφή των κατοίκων ( Ιωάννης Δανέζης, «Σαντορίνη, Θήρα, Θηρασιά, Ασπρονήσι, Ηφαίστεια» Συλλογικός τόμος, Επιμέλεια Ε.Α. Λιγνός, Εκδόσεις Αδάμ, Αθήνα 2001). Η παραγωγή κριθαριού, σύμφωνα με την ίδια πηγή κυμαινόταν μεταξύ 700.000 και 960.000 οκάδων και το χρησιμποιούσαν κυρίως για παξιμάδι που κάποιοι αβροδίαιτοι αβάδες περιηγητές, το έβρισκαν μαύρο σαν κάρβουνο και κατάλληλο μόνο για σκύλους.
Αργότερα βέβαια (από το 1875 και μετά), ήρθε και η καλλιέργεια τομάτας που συνεισέφερε σημαντικά στην οικονομική ζωή της Σαντορίνης (περισσότερα : ΤΟ ΣΑΝΤΟΡΙΝΙΟ ΤΟΜΑΤΑΚΙ ΚΑΙ ΟΙ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΟΙ : http://www.santonews.com/to-santorinio-tomataki-kai-oi-bolseviki.santonews).
ΤΟ ΜΑΝΝΑ ΕΞ ΟΥΡΑΝΟΥ
Λίγο κρέας, κατάξερο κρίθινο παξιμάδι, κάμποσα λαχανικά, «αληλεσμένη ωχρά», ψάρια και ελάχιστα φρούτα (κυρίως σύκα) ήταν λοιπόν το σύνηθες διαιτολόγιο των Θηραίων, για πολλούς αιώνες. Θα ήταν ανεπαρκές, μέχρις πλήρους ασιτίας, αν δεν υπήρχε το «μάννα εξ ουρανού».
Ποιο ήταν αυτό;. Μα τα αποδημητικά πουλιά που κάθε φθινόπωρο εγκατέλειπαν την ψυχρή Ευρώπη για να ξεχειμωνιάσουν στη ζέστη της Αφρικής. Η Σαντορίνη, είναι προνομιακό πέρασμα, καθώς βρίσκεται καταμεσής του πελάγους, μακριά από οποιαδήποτε άλλη στεριά. Έτσι, τα εξουθενωμένα από τις πολύωρες πτήσεις πουλιά, έπρεπε να βρουν κάποιο σημείο για να κατέβουν, να τραφούν, να ξεδιψάσουν και να ξαποστάσουν μέχρι να συνεχίσουν το ταξίδι τους για τη Μαύρη Ήπειρο.
Αυτή η προνομιακή θέση του νησιού, έδινε όμως και μια ανάσα ζωής για τους παλιούς σαντορινιούς, που έβρισκαν τότε την ευκαιρία να εμπλουτίσουν το φτωχό σιτηρέσιο των οικογενειών τους, εκμεταλλευόμενοι τον φτερωτό πλούτο. Ο Δε Κιγάλας, σημειώνει πως από τις αρχές Αυγούστου, μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου περνούν από το νησί, ορτύκια, ορτυκομάνες (Rallus Grex), τρυγώνια, τσίχλες και Στραβολαίμηδες(jynx torquilla). Σημείωση: Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Yynx- `Ιυγξ είναι γνωστή μία θυγατέρα του θεού Πάνα και της Νύμφης Ηχούς. Αναφέρεται ότι η Ίυγξ έδωσε στον Δία να πιεί το μαγικό φίλτρο του έρωτα, που του προκάλεσε τον ασίγαστο ερωτικό πόθο για την Ιώ. Για τον λόγο αυτό, η ζηλιάρα Ήρα τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο πουλί. Πηγή : http://grevena-fauna.blogspot.gr/2011/10/blog-post_7808.html.
ΞΟΒΕΡΓΕΣ, ΑΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΦΕΝΤΟΝΕΣ
Εκείνη την εποχή, ξεκινούσε και η μεγάλη προσπάθεια των φτωχών αγροτών, αλλά και των νοικοκυρών να πιάσουν μερικά πουλιά για να εμπλουτίσουν το φτωχό γεύμα της οικογένειας. Πρώτος τρόπος ήταν οι ξόβεργες, δηλαδή μικρά κλαδιά που τα άλειφαν με τον κολλώδη χυμό ενός φυτού, τα στερέωναν πάνω σε δέντρα και έπιαναν με αυτά μικροσκοπικά πουλιά όπως οι «Μπαλκανάδες» που εν συνεχεία μαγείρευαν με ρύζι.
Ακολουθούσαν οι σφεντόνες που δεν ήταν καθόλου παιχνίδι για παιδιά. Οι δεξιοτέχνες της σφεντόνας, μάζευαν τα κατάλληλα στρογγυλά βότσαλα από τις παραλίες και κάποιοι από αυτούς ήταν τόσο ικανοί, ώστε δεν έχαναν ριξιά.
Αλλά εκείνοι που είχαν τη μεγαλύτερη επιτυχία ήταν οι «ποχιάρηδες», για τους οποίους ο Δε Κιγάλας, γράφει: « (το κυνήγι) ορτύγων συνήθως δι επί τούτω εργαλείου, εκ δικτύου κατασκευασμένου και πόχη κοινώς καλουμένου». Μερικοί «ποχιάρηδες μάλιστα, ήταν τόσο δεινοί που ο συγγραφέας τους θαυμάζει: « Είναι δε αξιοπερίεργος η επιτηδειότης, δι ης τινές ενεργούσι το κυνήγιον τούτον, είτε ως κοινόν «ποχιάζουν», είς τούτους είναι δυσκολώτατον να διαφύγει ο κυνηγούμενος όρτυξ και οσάκις συμπέσει να υπάρχει άφθονον κυνήγιον οι τοιούτοι δύνανται εντός μιας ημέρας να συλάβωσιν επέκεινα των 150 ορτύγων». Ο τρόπος που έπιαναν τα πουλιά οι «ποχιάρηδες», είναι μεν απλός, αλλά απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα: Τα ορτύκια, φωλιάζουν συνήθως στις «αμπελιές» -τα κλαδεμένα σε καλαθοειδές σχήμα αμπέλια της Σαντορίνης- ο «ποχιάρης» με την τεράστια απόχη του πλησιάζει και με μια κίνηση, καλύπτει όλο το πρέμνο, με αποτέλεσμα τα έντρομα πουλιά να εγκλωβίζονται στο δίχτυ της απόχης.
ΤΟ …ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ
Από τον Οκτώβρη όμως ξεκινούσε το μεγάλο κυνήγι στη Σαντορίνη που ήταν αποδοτικό, φτηνό και μάλλον εύκολο. Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως οι πλέον εύποροι, κυνηγούσαν με πυροβόλα όπλα, αλλά για τους φτωχούς αυτό ήταν ένα δυσβάστακτο και ίσως περιττό έξοδο. Γι αυτούς υπήρχε η Λίμνη. Στην ουσία δεν ήταν παρά μια γούρνα με νερό που κατασκεύαζαν σε ένα χωράφι, κοντά στην πορεία των αποδημητικών. «Κοινώς γούρνα καλουμένου, το οποίο πληρούσιν ύδατος και ενώ ορμώσι τα πτηνά καταφλεγόμενα υπό δίψης δι έλλειψιν υδάτων, ο κεκρυμμένος εις πλησίον καλύβης σύρει δια σχοινίου τα πέριξ δίκτυα και ούτω υποκάτω μένουν τα πτηνά. Ο δε τρόπος ούτος κυνηγίου, κοινώς καλείται Λίμνη», γράφει η «Γενική Στατιστική της Νήσου Θήρας».
Η «λίμνη» είναι όμως ολόκληρη επιστήμη. Πρέπει πρώτα απ’ όλα να βρεθεί το κατάλληλο σημείο (απλάι, κατά το τοπικό ιδιόλεκτο) και για πολλούς «λιμνάρηδες» είναι καλοκρυμένο μυστικό το ακριβές σημείο της λίμνης τους. Εν συνεχεία πρέπει να φτιαχτεί κι ένα μικρό ενδιαίτημα, γιατί ή καλύτερη θήρα γίνεται τα χαράματα, όταν το κρύο είναι τσουχτερό και η παραμονή στο ύπαιθρο αβάσταχτη. Έτσι δημιουργείται η «καλύβα», μια πρόχειρη στέγη από ξερόκλαδα και καλάμια που χρησιμεύει ως καταφύγιο. Αλλά και η «λίμνη» δεν είναι απλά μια λακκούβα με νερό, καθώς οι μερακλήδες λιμνάρηδες στερεώνουν ξερά κλαδιά (τους λεγόμενους «κλάδους») δέντρων γύρω, προκειμένου να δώσουν στα διερχόμενα πουλιά την εικόνα ενός φυσικού τοπίου.
Ο ΠΑΛΟΥΚΑΡΗΣ, ΟΙ ΠΛΑΝΟΙ ΚΑΙ Η ΦΟΥΡΜΕΛΑ
Τα πάντα είναι έτοιμα λοιπόν;. Μάλλον όχι. Η τελευταία πινελιά στο χώρο, είναι ο λεγόμενος «παλουκάρης». Πρόκειται για ένα καλλικέλαδο πουλί –πάντα αρσενικό- που είναι δεμένο σε ένα κλαδί («παλούκι») και με το κελάηδημά του χρησιμεύει ως κράχτης, συνεπικουρούμενο από τα άλλα αιχμαλωτισμένα πουλιά που βρίσκονται μέσα σε κλουβιά κρεμασμένα στα δέντρα και που λέγονται «πλάνοι». Η επιχείρηση παραπλάνησης είναι έτοιμη και πλέον μένει μόνο η παγίδα. Αυτή είναι απλή. Απαρτίζεται από ένα δίχτυ, τη φουρμέλα που είναι απλωμένη γύρω από τη λίμνη και δεμένη με ένα σκοινί τη χειρίζεται ο λιμνάρης ή πουλολόος ή πουλοπιάστης μέσα από την «καλύβα». Οι δύο πλευρές της φουρμέλας ήταν ευθυγραμισμένες σε δύο ξύλα ή καλάμια που λέγονταν μαφλαβάρηδες ή μπακλαβάρηδες (Φλίλιπου Κατσίπη «Απόχες και Λίμνες» Ιωάννη Δανέζη, «Σαντορίνη» Συλλογικός τόμος, Επιμέλεια Ε.Α. Λιγνός, Εκδόσεις Αδάμ, Αθήνα 1971) . Μόλις λοιπόν τα «καταφλεγόμενα υπό δίψης» πουλιά ορμούν να πιούν νερό ή να φάνε τους σπόρους που είναι διασκορπισμένοι τριγύρω, το σκοινί τραβιέται απότομα, οι μαφλαβάρηδες ανορθώνονται σταυρωτά, η φουρμέλα καλύπτει τον τεχνητό παράδεισο της λίμνης και τα κλουβιά γεμίζουν με νέους αιχμαλώτους.
Απολαυστική είναι η περιγραφή του Μανώλη Βαρβαρήγου στην εφημερίδα «Σαντορίνη» που παραθέτει ο Φίλιππος Κατσίπης στη «Σαντορίνη 1971»: « Για να καταλάβετε ήντα δυσκολία είναι να διαλέξη κανείς πλάνοι, σας λέω πως τα φλώρια είναι πολλώ λογιώ. Ολοσέρνικά, μισοσέρνικα, μαυρίτσηδες, γιαβράκια, φυσικές πατέκλες, ρηγωτές και σπαθάτες. Τα ολοσέρνικα τα κρατίζουνε για να κάνουνε «βζι» […] Τα μισοσέρνικα και οι μαυρίτσηδες καμμιά βολά βγαίνουνε καλά και κάνουνε «τζωρ». Τα γιαβράκια είναι μικρά φλώρια, ανήλικα μαθές, που όποιος λάχει και τα ανθρέψη γίνονται οι καλλίτεροι πλάνοι. Οι πατέκλες πάλι είναι για να στριγκλιάζουνε και να φέρνουνε τα πουλιά πιο κοντά. Όντες ακούσετε πατέκλα να αλλάζει τη στριγγλιά τζη, είναι καλό σημάδι, θα πη πως έρχονται φλώρια».
Ο «μπάσης» (ο καλός, ο μερακλής) λιμνάρης όμως πρέπει να είναι διαρκώς σε εγρήγορση. «Όταν φυσά ο αγέρας τα κλουβιά πρέπει να είναι χάμαι, πάνω τσοι αμπελιές για να αγροικούνε καλά οι πλάνοι. Είναι μπονάτσα;. Τα κλουβιά πρέπει νάναι πάνω στα δεντρουλιά. Τα σερνικά τα βάζουνε ανάμεσα στα δεντρά. Τσοι πατέκλες μακριά. Το κοκκινόσκουφο (καρδερίνα) και το γριτζόλι κοντά στο απλάι, ζερβά το ένα, δεξιά το άλλο και το σπίνο και την αρακότσικλα κατάχαμα, κοντά στη φουρμέλα».
ΑΝΑΓΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΛΑΥΣΗ
Με τον τρόπο αυτό οι πενώμενες οικογένειες της Σαντορίνης, είχαν –για κάποιες περιόδους τουλάχιστον- αρκετό κρέας για να εμπλουτίσουν τη διατροφή τους. Αλλά οι πιο επιτήδειοι από τους λιμνάρηδες, έπιαναν τόσα πουλιά που περίσσευαν από το καθημερινό τραπέζι, κι έτσι τα πάστωναν για τις δύσκολες ημέρες του χειμώνα και μαζί με το –επίσης παστό- χοιρινό έκαναν θρεπτικότερο και νοστιμότερο το φαγητό της οικογένειας.
Δεν ήταν όμως μόνο η προμήθεια κρέατος που παρακινούσε τους σαντορινιούς να πηγαίνουν αξημέρωτα στη «λίμνη» και να στήσουν τις φουρμέλες τους. Πολλοί από αυτούς το έκαναν από καθαρά «καλλιτεχνική» διάθεση, καθώς διάλεγαν τα πιο καλλικέλαδα πουλιά και τα έτρεφαν για να απολαμβάνουν το κελάηδημα τους. Όποιοι μάλιστα κατείχαν ένα καλό «Φλώρι» ( είναι η αρσενική καρδερίνα, σε αντίθεση με τη θηλυκή που λέγεται «πατέκλα»), ήταν ιδιαίτερα περήφανοι για το απόκτημά τους. Η πρακτική της «λίμνης» ήταν δε τόσο γερά στερεωμένη που ακόμα και σήμερα πολλοί προγραμματίζουν τις άδειές τους την εποχή της αποδημίας των πουλιών, ενώ κάποιοι ξοδεύουν πολλά λεφτά για να αγοράσουν ένα καλό φλώρι και ακόμα περισσότερα για να συντηρήσουν τα υπόλοιπα που έχουν σε ειδικό χώρο, μέσα σε περίτεχνα και κάποτε πανάκριβα κλουβιά. «Μάλιστα ένας Βοθωνιάτης», γράφει ο Κατσίπης, « για να νοικιάσει ένα καλό χωράφι για να στήνει, πούλησε τα έπιπλα του».
Γενικά η αιχμαλωσία και το εμπόριο πουλιών απαγορεύεται από τη νομοθεσία και από τότε που η Σαντορίνη, σταμάτησε να χρειάζεται αυτή την πολύτιμη προσθήκη στη διατροφή των κατοίκων, η συνήθεια ατόνησε. Δεν σταμάτησε όμως εντελώς και πριν λίγα χρόνια δημιουργήθηκε επισήμως ο παραδοσιακός Σύλλογος Λιμνάρηδων, που έχει δύο βασικές αρχές: Να μη θανατώνεται κανένα πουλί και να μη γίνεται εμπόριο (το οποίο πρέπει να ειπωθεί πως στην Αττική ανθεί).
Οι αυστηροί κανόνες που έχουν τεθεί και ο δρακόντειος έλεγχος από τα ίδια τα μέλη του συλλόγου, σε συνεργασία με τις αρχές, έχουν αποδώσει κι έτσι το «χόμπι» αυτό περιορίζεται σε ένα μικρό αριθμό πουλιών που απλά ευφραίνουν με το κελάηδημα τους, τους «μπάσηδες» πουλολόους.
Ο ΣΑΡΠΑΚΗΣ, ΤΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΛΙΜΝΕΣ
Στη Σαντορίνη, κυκλοφορεί μια ιστορία που ελλείψει χειροπιαστών αποδείξεων μπαίνει στο φάσμα του θρύλου. Ο μέγας εθνικός ευεργέτης Στυλιανός Σαρπάκης δώρισε το 1937 δύο υπερσύγχρονα για την εποχή αεροσκάφη στην πολεμική αεροπορία. Τότε- λέει ο θρύλος- τον παρότρυναν να ζητήσει οτιδήποτε θα ήθελε από την κυβέρνηση κι αυτός ζήτησε να εκδοθεί ειδικό Διάταγμα που να επιτρέπει εσαεί την τεχνική της σύλληψης αποδημητικών πουλιών με «Λίμνες» και φρουμέλες.
Κάποιοι –ανάμεσά τους και εχέφρονες Θηραίοι- διατείνονται πως έχουν δει το επίμαχο διάταγμα, αλλά η μέχρι τώρα έρευνα, δεν έχει αποδώσει καρπούς. Το σίγουρο είναι πάντως πως ο Στυλιανός Σαρπάκης, που έκανε περιουσία στο Κάιρο (μια εκ των απογόνων του ήταν η σπουδαία εικαστικός Όπυ Ζούνη, ενώ γόνος της οικογένειας είναι και η εξαιρετική αρχαιολόγος Παλαιοβοτανολόγος Ανάγια Σαρπάκη) ζήτησε και αποτυπώθηκαν σε δύο γραμματόσημα του 1939 όψεις της Σαντορίνης από ψηλά.
Αλλά η «πατρίς ευγνωμονούσα» για τη σπουδαία δωρεά του, πρότεινε επίσης να αποτυπώσει το πρόσωπό του στα γραμματόσημα κι εκείνος αρνήθηκε. Ζήτησε όμως να νομιμοποιηθεί δια παντός η τέχνη της λίμνης, κάτι που λένε ότι έγινε δεκτό, καθώς εκτός από καθολικό αίτημα των κατοίκων του νησιού, αποτελούσε αγαπημένη συνήθεια για διακεκριμένους πολιτικούς, εφοπλιστές και μεγαλοεπιχειρηματίες, πολλοί από τους οποίους κατέβαιναν στη Σαντορίνη μόνο για το λόγο αυτό.
Αγαπητέ Δημήτρη…
Αρχικά να σου ευχηθώ χρόνια πολλά για την ονομαστικά σου εορτή…
Έπειτα να σε ευχαριστήσω για την δυνατότητα που παρέχεις σε όλους μας να μάθουμε πράγματα για την ιστορία αυτού του τόπου που ίσως να μην τα μαθαίναμε από κανέναν κ ίσως να μην τα αναζητούσαμε από μόνοι μας ποτέ…
Το έργο που παρουσιάζεις είναι πραγματικά θαυμάσιο και φαίνεσαι κ Άνθρωπος που αγαπάει και πονάει τον τόπο του.
Ευχαριστώ για την ιστορική αναδρομή…
Ευχαριστώ!. Κι εγώ μέτοικος είμαι. Εσωτερικός μετανάστης. Ζω εδώ, δρω εδώ. Στον τόπο της επιλογής μου.
Καταπληκτική περιγραφή ! Με καθήλωσε κυριολεκτικά ! Ευχαριστούμε κύριε Πράσσο.