ΑΓΑΠΗΜΕΝΕΣ ΜΟΥ ΣΑΝΤΟΡΙΝΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΜΙΑ ΑΫΛΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΑΘΕΙ
Τις αγαπημένες Σαντορινιές λέξεις, τις έχω ταυτίσει με κάποια ιστορία. Δεν γράφω λεξικό, ούτε έχω αυτή τη δυνατότητα. Επίσης, μπορεί οι ετυμολογήσεις να είναι πρόχειρες ή αυθαίρετες. Όποιος λοιπόν, έχει μια καλύτερη και πιο εμπερίστατη ερμηνεία, είναι ευπρόσδεκτη η συνεισφορά του. Απλά, αυτές τις μέρες της σκόλης, «ξεβαριέμαι» κάνοντας αυτή την μικρή αναδίφηση στις γλωσσικές μου αναμνήσεις.
Συφερτής ή συφερτί. Την άκουσα για πρώτη φορά από την κυρία Γεωργία. Έμενε στη Μέσα Γωνιά. Τώρα, μετακόμισε στο Καμάρι. Κάθε Παρασκευή, τελείωνα νωρίς τη δουλειά και πήγαινα να δω τον Κωστάκη (χάθηκε πρόωρα) και φίλους στο «Χατήρι». Εκεί και η κυρία Γεωργία. Μια Παρασκευή, την ακούω να λέει πως πρέπει να πάει στο Καμάρι για φάρμακα και ψώνια, αλλά δεν «νταγιαντά» (αντέχει) να περπατήσει. « Έλα πάμε» λέω. «Μααα… κύριε Δημήτρη» (ποτέ δεν μου έχει μιλήσει στον ενικό, παρ’ ότι την έχω παρακαλέσει). «Πάμε, πριν κλείσει το φαρμακείο»
Πήγαμε, πήρε τα φάρμακα, ψώνισε κι από το Ζώρζο και επιστρέψαμε (το πολύ 2+2 χιλιόμετρα η διαδρομή). Βάζει μετά στο χέρι της 2 ευρώ. «Για τη βενζίνη» μου λέει. Την κοίταξα αυστηρά. «Ούτε να το σκέφτεσαι». Της έδωσα και το τηλέφωνο μου. «Αν είμαι εδώ γύρω, θα έρχομαι και θα σε πηγαίνω για τα ψώνια σου, εντάξει;». Με πήρε 2-3 φορές, αλλά ντρεπόταν. Εφάρμοσα άλλο κόλπο. Τις Παρασκευές, μόλις την έβλεπα στο μαγαζί του Κωστάκη, καθόμουν και σε λίγο χτύπαγα το κούτελό μου. «Ωωωχ ξέχασα να πάρω κάτι και θα κλείσουν τα μαγαζιά. Πάω στο Καμάρι κι έρχομαι. Μήπως θέλεις να έρθεις κυρία Γεωργία;».
Σιγά μην μπορούσα να την κοροϊδέψω. Ερχόταν, ψώνιζε κι εγώ το πολύ να αγόραζα ένα πακέτο μακαρόνια. Στο γυρισμό-μια φορά- λοιπόν, μου ρίχνει, τη «γλυκειά» απειλή της. «Έννοια σου και θα στο φέρω εγώ το συφερτή σου». Δεν ήξερα τι εννοούσε και δεν έδωσα σημασία. Μια Παρασκευή, λοιπόν, είναι στημένη εκεί. Έχει μαζί της μια σακούλα με ολόφρεσκες πλυμένες Καρδαμίδες (πικρό, πεντανόστιμο χόρτο, που φυτρώνει δίπλα στη θάλασσα) και ένα τάπερ, με αγκινάρες. Ήξερε πως μου άρεσαν και τα δύο.
«Τι είναι αυτά;».
«Σου είπα, το συφερτί σου».
Ωραία τα καλούδια, αλλά το συφερτί ή συφερτής;. Ρωτώντας, πας στην πόλη. Άρχισα να ψάχνω. Πρώτα από κάποιους ντόπιους. Εξήγηση: Είναι το σκεύος που κουβαλούσαν το φαΐ τους οι αγρότες, όταν πήγαιναν στον κάμπο, αχάραγα για δουλειά, ή τους το πήγαινε λίγο πριν σημάνει η Βουβάλα του Προφήτη Ηλία (έχω ξεχωριστό άρθρο γι αυτήν την καμπάνα με την πλούσια ιστορία) στις 12 το μεσημέρι, κάποιο από τα «σερνικάκια» της οικογένειας.
Αλλά «συφερτί»;. Πως προέκυψε η λέξη;. Ψάχνω λοιπόν και βρίσκω πως είναι από το σεφέρι που σημαίνει την εκστρατεία, το ταξίδι ή το στράτευμα. Συνεκδοχικά δηλαδή, η καραβάνα των στρατιωτών που πήγαιναν σε εκστρατεία. Ένα δοχείο, που όμως κούμπωνε κι έκλεινε, για να προστατεύει τα φαγώσιμα. Αργότερα, από το «Δισάκι» του καπετάν Γιώργου Δαρζέντα, είδα πως τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν πολύ.
Δεύτερη απορία. Αφού η Σαντορίνη δεν γνώρισε τουρκική κατοχή, καθώς μόνο ο Καπουδάν Πασάς (ο ναύαρχος φοροεισπράκτορας), περνούσε σε τακτά διαστήματα από το νησί. Πως πέρασε στη ντοπιολαλιά και μάλιστα με τόσο καθημερινή χρήση, αυτή η τούρκικη-αραβική λέξη;. Απάντηση, δεν έχω. Όποιος μπορεί, ας συνεισφέρει.
Κατοικιές ή Καθοικιές. Υπάρχει, μια γλωσσική μεταλλαγή που λέγεται «τσιτακισμός». Περιγράφει, σύμφωνα με τους φιλολόγους, την προφορά το κ ή του γκ, σε τσ σε κάποιες ντοπιολαλιές (κυρίως στην Κρήτη). Στη Σαντορίνη, επικρατεί όμως κάτι, που αυθαίρετα θα ονομάσω «Θητατισμό». Δηλαδή η μεταλλαγή του Ταυ σε Θήτα. «Μάθια μου!», λένε στο Μεγαλοχώρι, τον Πύργο και το Νημπορειό, αντί για «Μάτια μου». Άσε που και το «Μάθια μου», δεν είναι από ερωτική εξομολόγηση, αλλά κυρίως ως εισαγωγικό, μιας φράσης που εκφράζει απόλαυση, ευχαρίστηση. «Μάθια μου…ξεβάρεση!». Αυτά, ως πρόλογος.
Όταν πρωτάκουσα αυτή τη λέξη, μάλλον μου φάνηκε λίγο «βρώμικη».
«Καθοικιές;». Ώσπου είδα στα Φηρά μια ταμπέλα που έγραφε «Κατοικιές». Άρα, Θητατισμός.
Αλλά γιατί «Κατοικιές» και όχι «Κατοικίες»;. Γιατί ο τονισμός έτσι;. Ίσως, μια ακόμα γλωσσική ιδιορρυθμία. Πάλι, ερωτήσεις. Η απάντηση;. (Μάλλον το συμπέρασμα από τις απαντήσεις). «Κατοικιές» ή «Καθοικιές», ήταν τα μικρά αγροτόσπιτα που τα χρησιμοποιούσαν την εποχή των γεωργικών εργασιών (κυρίως στη συγκομιδή) για να μην πηγαινοέρχονται στο σπίτι. Μακριά από τα κύρια χωριά. Πρόχειρα τις περισσότερες φορές και μόνο με τα στοιχειώδη για μια ανεκτή διαβίωση, την καλοκαιρινή περίοδο.
Οπότε, το «σερνικάκι», πήγαινε το «συφερτί», στις «καθοικιές». Για να χορτάσουν οι ξωμάχοι του κάμπου.