ΜΙΑ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ
ΜΟΝΟ ΤΗΣ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑ… ΤΟ ΟΤΙ ΑΠΕΧΕΙ 300 ΧΜ ΑΠΟ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Το Ναντζίνγκ, είναι μια πόλη στην Κίνα που ανήκει σε ένα μητροπολτικό κέντρο ενιάμισι εκατομυρίων κατοίκων, και βρίσκεται ανάμεσα στις 100 ταχλυτερα αναπτυσσόμενες πόλεις του κόσμου. Παρ’ ότι βρίσκεται στον ποταμό Γιανγκτσέ, απέχει 300 χιλιόμετρα από τη Σανγκάη, και άρα από τη θάλασσα. Αυτό όμως δεν την αποτρέπει από το να ονειρεύεται τη Μεσόγειο και ειδικά τη Σαντορίνη. Γι αυτό και ο στεναγμός ανακούφισης του δημοσιογράφου-κριτικού γεύσης Frank Hossak, στον τίτλο του άρθρου της αγγλόφωνης διαδικτυακής έκδοσης του thenanjinger: “Επιτέλους ένας Μεσογειακός Παράδεισος προσγει΄λωθηκε στο Ναντζίνγκ”.
Ο “Μεσογειακός Παράδεισος”, δεν είναι άλλος από το εστιατόριο “Σαντορίνη” που άνοιξε η ελληνίδα Βανέσσα Γιαννικούρου και προσφέρει ελληνική κουζίνα, στους ντόπιους, αλλά και τους επισκέπτες της πόλης.
“Το τραπέζι του δείπνου μπορεί να περιλαμβάνει “κοροϊδίες”, αλλά σας το λένε συχνά και οι πολύ λίγοι, αναπόφευκτα θαδεχτούν την πρόταση με κάποια σοβαρότητα, γράφει ο συντάκτης, για να προσθέσει:.
“Ένα τέτοιο σενάριο θέτει το σκηνικό για τη Σαντορίνη, το νέο καταφύγιο ελληνικής απόλαυσης που έχει κάνει τη διεθνή κοινότητα της Ναντζίνγκ, να κάνει ό,τι πρέπει. Αξίζει όμως αυτό;
Βρισκόμενο απέναντι από το Nanjing International School, μέσα στο παζάρι των τηγανητών κοτόπουλων, τα κέντρα νυχιών και τα κομμωτήρια, η “Σαντορίνη” έγινε γρήγορα μια σταθερή αγαπημένη για τους δασκάλους και το προσωπικό”.
Φυσικά ο συντάκτης έχει κάποιες αντιρρήσεις με το ντεκόρ. “Ταιριάζει με το φαγητό σίγουρα, αλλά και τη διακόσμηση (λίγο υπερβολικά με το γαλανόλευκο ίσως, αλλά στους Κινέζους αρέσει μια πλήρως καθηλωτική εμπειρία)”.
Όμως παρ’ όλα αυτά ο Hossack: έχει πολλά καλά, να πει για τη Σαντορίνη και τα πιάτα που σερβίρει: “Η Ελληνίδα, προφανώς, η Γιαννικούρου έχει να κάνει με τη σύνδεση των ανθρώπων με την πατρίδα της, μέσω του φαγητού. Έχουμε τη μητέρα της να ευχαριστήσουμε γι’ αυτό, στα πιάτα που έμαθε να μαγειρεύει ο Γιαννικούρου από συνταγές που κληροδοτήθηκαν από την οικογένεια για γενιές.
Εκεί, κάθε τραπέζι είναι πλήρες. Με αλάτι, μύλο μαύρου πιπεριού, έξτρα παρθένο ελαιόλαδο και, την κατά τεκμήριο-αληθινή ελληνική συνήθεια, πάπρικα”.
Όσο για το μενού;. “Κρατώντας την κουζίνα απασχολημένη, το τραπέζι μας (θα ενώναμεδύο μαζί, αλλά σύντομα δεν θα υπήρχε ακόμα αρκετός χώρος) σύντομα γέμιζε με την πολύ κοινή ελληνική πιατέλα μεζέδες (¥48 -το Γιουάν αντιστοιχεί σε 0,14 ευρώ), ελληνική σαλάτα μαρουλιού (42¥), Πατάτες τηγανιτές με φέτα και ρίγανη (¥28), και εκείνους τους παραδοσιακούς ελληνικούς κεφτέδες (¥48). Έπειτα ήταν τα Makaronia Me Kima (μακαρόνια μπολονέζ ουσιαστικά· ¥ 68), οι ψητές πατάτες φούρνου με δεντρολίβανο και λεμόνι, τα ελληνικά παϊδάκια αρνιού στη σχάρα (δύο για 88 ¥) και τα Cuts of Sirloin (φιλέτα μόσχου) σερβιρισμένα με πατάτες (138 ¥).
Ενώ όλα τα προαναφερθέντα σημείωσαν υψηλή βαθμολογία, ειδική μνεία αλλού επιφυλάσσεται για τον Παραδοσιακό Ελληνικό Μουσακά (72 ¥), το Σουβλάκι κοτόπουλου (τόσο σε κεμπάπ όσο και σε πίτα, 42 ¥ και 30 ¥ αντίστοιχα). Με μια λέξη, ξεχωρίζει”
Φυσικά, δεν έχει φάβα ή τοματοκεφτέδες και ο συντάκτης αναφέρεται αρνητικά στον φραπέ: “Στα αρνητικά (για εμάς τουλάχιστον), οι δύο ελληνικοί φραπέ που παραγγείλαμε και ήρθαν με ήδη ανακατεμένη τη ζάχαρη ως προεπιλογή. Προφανώς όμως, έτσι γίνεται στην Ελλάδα, οπότε δεν μπορούμε να επικρίνουμε οποιαδήποτε έλλειψη αυθεντικότητας. Και με τη γλυκύτητά τους, οι φραπέδες της Σαντορίνης θα γίνουν επιτυχία σε πολλούς Κινέζους”.