“H ΜΕΓΑΛΗ ΛΑΧΤΑΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΓΙΔΙ”
Η ΜΑΡΙΑ ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ “ΠΛΕΚΕΙ” ΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ
«Η μεγάλη λαχτάρα για …..το βαγίδι».
Μεγάλη λαχτάρα είχα από λοχόνι ακόμα, να βαστώ και εγώ στα χέρια μου ένα μικρό βαγιδάκι την ημέρα των Βαϊων.
Έβλεπα την εκκλησία της Παναγιάς μας, οριόστολη και εγώ ηζήλευα. Όλα ήτανε στην εντέλεια. Μπροστά στην ¨Ωραία Πύλη¨ ήτονε όμορφα στολισμένα τα βαγίδια , όπως και μπροστά στις λαμπάδες άλλα (2) θεόρατα βαγίδια, λες και με γαργαλούσανε και μου φωνάζανε. Ώρες ολόκληρες ηκάθουμου και τα χάζευα και έλεγα μέσα : «Αχ! Να βάστου και εγώ στο χεράκι μου ένα μικρό-μικρό βαγιδάκι».
Αφού ήμαθα λοιπόν ότι ο κατασκευαστής των βαγιδιών ήτονε ο Άγγελος ο Κακάλης, ήφαα τη λαλά μου την Αθηνά τη συγχωρεμένη να με πάει στου Κακάλη να μου δείξει να κάνω και εγώ.
-Μωρή , πας είσαι μάθια μου τρεζή. Αυτός είναι και αποτσιπωμένος, θα μας πει και καμμιά κουβέντα.
Αλλά εγώ που να συμμορφωθώ. Η επιμονή, επιμονή και μάλιστα τώρα με φωνές. ‘Ημουνε , δεν ήμουνε 7-8 χρονών. Αλλά αυτό το πείσμα μου, ήλεε η λαλά μου «σκά ένα γάδαρο».
- Βρε τι ασίζικο θυατέρι είναι τούτο; Έλεγε η λαλά. Ηντα να κάμει η φουκαριάρα η λαλά με πάει στου Κακάλη.
- Κά ω κουμπάρε! μακαριά των γονιών σου, κάμε του θυατεριού ένα βαγιδάκι, γιατί θα με φάει, μου χει πρίξει τα αντεροσύκωτα. Μου ΄ρχεται να το σκοτώσω…
- Μωρέ , θα του το κανα. Άλλά , δεν έχω βάγια. Τα ‘καμα όλα εφέτος. Αλλά του χρόνου πρώτα ο Θεός θα το θυμούμαι και θα του κάμω ένα μικρό.
Έ ! αυτό ήταν . Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Έγινα άγριο θηρίο. Να περιμένω ακόμα ένα χρόνο για να πιάσω και εγώ βαγιδάκι στο χέρι μου, πάει πολύ. Δεν θα το αντέξω. Είχα και μεγάλη μανία και πολλά νεύρα.
-Μωρή, μη κάνεις σα τη δαιμονισμένη. Δεν ήκουσες ήντα ‘πε ο Χριστιανός ; δεν έχει φοίνικα, πώς να το κάμει;
-Ο ψεύτης ο Κακάλαρος! Λέει ψέμματα για να μη μου το κάμει. Άλλά εγώ θα τονε συγυρίσω…
Με κλαθμούς και οδυρμούς, γεμάτη φωνές πάω στο σπίτι μας και με βλέπει ο καλός μου ο πατέρας.
-Μωρή ήντα παθες Μαρία μου; Ποιος σε πείραξε; Του λέω τα καθέκαστα μαζί με τα παράπονα μου και περιμένω ανταπόκριση. Άλλωστε ήξερα ότι μόνο εκείνος με καταλάβαινε και σίγουρα θα μου έβρισκε λύση. Και ω ! του θαύματος.
-Μη σκάς, αύριο θα πάω κάτω στην Αγιά Άννα, που ΄χει μια βάγια (=φοίνικα), να σου κόψω ένα κομμάτι, να το πάμε του Άγγελου, να κάμει το βαγίδι.
-Ε! Φτάνει πιο. Δεν αντέχω άλλο. Να περιμένω μέχρι το πρωί, δεν ήντεχα.
Από τα πολλά αναφιλητά και κλάματα, τι να κάμει ο δόλιος ο πατέρας μου φεύγει και μου φέρνει το φοίνικα για το βαγιδι.
Πράγματι ο Άγγελος ο Κακάλης μου φτιάξε το βαγίδι μου. Δεν ήβλεπα την ώρα το πρωί της Κυριακής των Βαϊων να πάω στη Παναγιά για να πιάσω το βαγιδάκι μου. Ένα μικρό βαγιδάκι, μπιμπελό… Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Καμάρωνα σαν παγώνι, αφού μόνο ο Παπά Λευτέρης, ο Άγγελος και εγώ κρατούσαμε τέτοιο θησαυρό.
Όμως το μαρτύριο τσι λαλάς μου δεν τέλειωσε εδώ. Την ερχόμενη χρονιά, δεν είχα αρκεστεί μόνο στο να μου κάμει ο ΄Αγγελος ο Κακάλης το βάγιο μου, αλλά ήθελα να μάθω να κάνω και εγώ.
-Ε! Αυτό δεν γίνεται… είσαι και αποτσιπωμένη. Μου λέει ο Άγγελος. Να κάνεις υπομονή και άμα δεν μπορώ πιο εγώ να τα κάνω, θα σου μάθω εσένα για να κάνεις τα βαγίδια της Παναγιάς μας… αφού εγώ παιδιά δεν έχω, θα μάθω μόνο εσένα και εσύ να μάθεις με τη σειρά σου μόνο τα παιδιά σου… Αλλά μέχρι τότε μιλιά… και εγώ κάθε χρόνο θα σου κάνω το δικό σου…
Έτσι και έγινε. Σε ηλικία 17-18 χρονών με έμαθε να πλέκω βαγίδια . Δεν θα ξεχάσω την εικόνα του προσώπου του μόλις είδε το πρώτο μου βάγιο : «Εσύ το κάνεις πιο καλό και από μένα. Έχε την ευκή μου. Και μη ξεχνάς ότι το σχέδιο που σου ΄δειξα λέγεται ΠΟΤΑΜΟΣ. Και το νου σου τα βαγίδια της Παναγιάς μας και προπάντων το μικράκι βαγιδάκι που βάζομε στην εικόνα, να γίνεται με πολύ προσευχή και να το πλέκεις αμοναχιά σου γιατί το βαστά στο δεξί της χεράκι η Δοξασμένη μας».
Έτσι γίνεται κάθε χρόνο. Όπως τα ήθελε ο δάσκαλος μου. Η Παναγιά μας είναι όμορφα στολισμένη και εγώ κάθομαι και την καμαρώνω…
Χαίρομαι ιδιαίτερα και νιώθω πολύ υπερήφανη που και οι δυο γιοί έμαθαν την τέχνη αυτή και δεν πρόκειται ποτέ η Παναγιά μας να μην έχει βαγίδια την ημέρα των Βαϊων.
Συγχώριο θέλουν τόσο ΄Αγγελος ο Κακάλης, όσο και η λαλά μου η Αθηνά και βέβαια ο καλός μου πατέρας…
ΜΑΡΙΑ ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΜΕΓΑΛΟΧΩΡΙΟΥ
«ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ».
ΥΓ. Η κ. Πελεκάνου, έχει στείλει παλαιότερα στη σελίδα ένα πολύτιμο γλωσσάρι της ντοπιολαλιάς του Μεγαλοχωρίου.
Τη λέξη Λοχόνι, πρώτη φορά την ακούω, μάλλον -από τα συμφραζόμενα- σημαίνει: νήπιο, μικρό παιδί.
Η λέξη Ασίζικο ή Αρσίζικο, απαντάται σε κάμποσες περιοχές της Ελλάδας -παρ’ ότι σπανίζει η χρήση της- και σημαίνει το ζωηρό, το ατίθασο, το θαλερό, αυτό που φυτρώνει παντού (αναφερόμενοι σε φυτά), αλλά με την ίδια έννοια χρησιμοποιείται και για ανθρώπους ανήσυχους και πολυπράγμονες.