ΠΡΟΧΩΡΑ Η ΒΕΝΤΕΜΑ. ΦΟΒΟΙ ΓΙΑ ΧΑΜΗΛΕΣ ΤΙΜΕΣ ΚΑΙ ΠΛΗΓΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΥΣΩΝΑ
ΟΙ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΟΙ ΕΧΟΥΝ ΞΕΧΥΘΕΙ ΣΤΟΥΣ ΑΜΠΕΛΩΝΕΣ
Βεντέμα. Πασίγνωστη λέξη. Στη Σαντορίνη, συνυφασμένη με τον τρύγο. Μεγάλη δραστηριότητα, ακόμα μεγαλύτερη γιορτή. Υπάρχουν και τραγούδια. «Μόλις ξεβεντεμίσουμε και πλύνω τα κοφίνια, θα πάρω την αγάπη μου, να πάμε στην Αθήνα».
Αλλά δεν σημαίνει μόνο τον τρύγο, αυτή η Βενετσιάνικης προέλευσης λέξη. Κυρίως, αποδίδεται ως συγκομιδή και κατ΄ επέκταση αφθονία. Και στη Σαντορίνη, η μόνη εποχή αφθονίας, ήταν μόνο τότε που το Ασύρτικο, το Αθήρι και η Μαντηλαριά, έμπαιναν στα κοφίνια από την αλυγαριά και όδευαν στα Οινοποιεία.
Όμως, εκτός από τη μουσικότητά της, αυτή η λέξη, μου κίνησε το ενδιαφέρον, επειδή τη βρήκα σε μια εξαιρετική κρητική ιστοσελίδα: www.e-thrapsano.gr . Το Θραψανό, είναι ένα χωριό κοντά στο Ηράκλειο, που είχε ξακουστούς αγγειοπλάστες. Μόλις άνοιγε ο καιρός, οι μάστορες με την κομπανία τους πήγαιναν για τη Βεντέμα. Την περιοδεία όπου ή θα πούλαγαν τα ήδη φτιαγμένα σκεύη ή θα κατασκεύαζαν επιτόπου σε κάθε χωριό καινούρια.
Υπάρχει μάλιστα και μια ξεκαρδιστική ιστορία-παράδοση που καταγράφει με μοναδικό τρόπο στην καλή ιστοσελίδα ο Εμμανουήλ Σκλιβάκης.
«Στο Θραψανό, το χωριό μας, υπάρχει μια παμπάλαιη παράδοση στην αγγειοπλαστική που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Και όχι μόνο που έφτιαχναν σταμνιά, πιθάρια, τσικάλια και άλλα πήλινα χρειαζούμενα, αλλά εγύριζαν και τα πουλούσαν μόνοι τους.
Λένε πως άμα ξεκινούσε το πρωί ο Θραψανιώτης για τη στραθιά, εφόρτωνε τα σταμνιά στο γάιδαρο και έκανε πρώτα το γύρο της γειτονιάς και ξαναπερνούσε πάλι από την πόρτα του σπιτιού του, που τονε περίμενε εκεί η γυναίκα του και λέγανε περίπου τα εξής:
-Πόσο τα πουλείς, κουμπάρε, τα σταμνιά;
-Δέκα φράγκα, κουμπάρισσα, της έλεγε.
-Δεν κάνει μόνο εννιά;
-Όχι, δέκα θέλω.
Ο διάλογος αυτός είχε το λόγο του, γιατί έφευγε μετά ο Θραψανιώτης για τη βόλτα και ολημέρα έκανε τον ίδιο διάλογο σε όποιο χωριό και να πήγαινε. Τα παζάρια τότε ήταν πολύ συνηθισμένα.
– Πόσο τα δίδεις, κουμπάρε, τα σταμνιά; του λέγανε.
– Δέκα φράγκα.
– Να σου δώσω οχτώ να πάρω ένα;
Λέει: «Όχι. Ντα εννιά μου δώκανε στην πόρτα μου απόξω και δεν τα ‘δωκα». Και εννοούσε το διάλογο με τη γυναίκα του. Και ορκιζότανε στο Χριστό και στην Παναγία.
Αυτό το έκανε, για να μην ορκίζεται ψεύτικα. Γιατί ολημέρα έπαιρνε χίλιους δυο όρκους, ίσαμε να ξεπουλήσει. Κι ο Κρητικός τότε, αλλά και τώρα δε θέλει για κανένα λόγο να μπαίνει στον όρκο, πολύ περισσότερο άμα ο όρκος είναι ψεύτικος.
Με τον παραπάνω όμως τρόπο ο Θραψανιώτης ήταν εντάξει και με τους ανθρώπους και με τον εαυτό του».