ΟΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΕΣ ΜΟΥ ΣΑΝΤΟΡΙΝΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΜΙΑ ΑΫΛΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΜΑ ΝΑ ΧΑΘΕΙ
Δεν ξέρω, πως να το ονομάσω. Χούι;. Περιέργεια;. Αγάπη στην έρευνα;. Ότι και νάναι, πάντα αναθυμάμαι κάποιες χαρακτηριστικές λέξεις, από τη ντοπιολαλιά, κάθε περιοχής. Κάποιες λέξεις, ξεφτίζουν στο χρόνο και θα ήταν κρίμα να ξεχαστούν. Αλλά, τα υπόλοιπα, θα τα αφήσω για τον επίλογο. Προτού όμως, θα αφηγηθώ μια μικρή ιστορία για κάθε λέξη.
Απεργέλαχτη. Μια καλή μου φίλη. Τώρα έχει ξεπεράσει τα 90κάτι. Σαντορινιά και πολύ μορφωμένη. Μάλλον με προβοκάριζε, όταν πρωτοήρθα στο νησί και μου μιλούσε σαντορινιά. Μια μέρα, μου μιλάει για μια κοπέλα. “Κι από θεωρία (δηλαδή εμφάνιση-παράστημα), είναι απεργέλαχτη”, μου λέει. Φυσικά, “τσιμπάω” πάλι.
“Έλα, λέγε, τι σημαίνει”. Πρώτη φορά την άκουγα τη λέξη κι αυτή ξέροντας την περιέργειά μου, την πέταξε δήθεν ανέμελα. Της άρεσε να αφηγείται κι εμένα να ακούω.
“Όταν παλιά κάνανε τα προξενιά, παινεύανε τη νύφη. Τη νοικοκυροσύνη της, την προίκα της, την καλή της οικογένεια και τα άλλα. Αλλά, έπρεπε να πούνε και για την εμφάνισή της. Τότε τα κορίτσια έβγαιναν σπάνια από το σπίτι, αλλά και για να πας από το ένα χωριό το άλλο ήτανε ταξίδι. Και να μιλήσει νέος, με κορίτσι;. “Του βγήκε το όνομα” του κοριτσιού. Οπότε, δεν τις πολυήξεραν. Οι προξενήτρες λοιπόν, έλεγαν, από εμφάνιση;. Απεργέλαχτη. Δηλαδή δεν ήταν κάποια καλλονή, αλλά δεν ήταν και του “πεταματού”. Έτσι κι έτσι, δηλαδή”, λέει η κυρία Νίνα και προσθέτει “τη λέξη τη λένε στο Εμπορείο περισσότερο και περιγράφουν πολλά πράγματα που είναι μέτρια. Oύτε πολύ καλά, ούτε άσχημα, δηλαδή”.
Αυτό ήταν!. Όλοι μου οι φίλοι, ξέρουν τη λέξη απεργέλαχτα. Σε σημείο που να ρωτάω κάποιους. “πως είσαι;” και να απαντούν “απεργέλαχτα”.
Ξεβάρεση. Έχω πάει με τον φίλο και μετέπειτα κουμπάρο μου (του έχω βαφτίσει το γιο) Βασίλη, σε μια ψησταριά στο Εμπορείο (μάλλον εκεί κρατιέται καλύτερα αυτή η άυλη πολιτιστική-γλωσσική κληρονομιά). Τελειώνουμε το φαγητό και ο αρειμάνιος, μυστακοφόρος ιδιοκτήτης, έρχεται στο τραπέζι. “Ιξιβαρεθήκατε;”, μας ρωτά. Έκπληκτος εγώ, επειδή το συνθετικό “βαρεθήκατε” παραπέμπει ή σε καυγά ή σε ανία. Ο Βασίλης γελάει με την καρδιά του, βλέποντας την αντίδρασή μου. “Όλα τέλεια”, λέει στον ταβερνιάρη και πιάνει να μου εξηγήσει. “Εδώ στη Σαντορίνη, όταν σε ρωτούν αν ξεβαρέθηκες, εννοούν αν ευχαριστήθηκες, αν σου άρεσε”.
Το έμαθα, αλλά το θεώρησα σπάνιο. Έλα όμως που το σύμπαν συνωμοτεί (όχι δεν πιστεύω στις μπούρδες του Κοέλιο, απλώς νομίζω πως το αυτί μου ήταν πιο εξασκημένο στο άκουσμα της λέξης). Πίνω καφέ και στο διπλανό τραπέζι, κάποιοι έχουν γυρίσει από μια γιορτή. Αγιομνήσι. Φαΐ, κρασί, χορός και παρέα, δηλαδή. Ο ένας αναστενάζει κατευχαριστημένος. “Ααααχ ξεβάρεση σήμερα”. Τώρα πια όμως, την ήξερα τη λέξη. Δεν είχε δείρει κάποιον. Απλά πέρασε καλά.
Λοχώνι και Ανεπαλαγιά. “Μεγάλη λαχτάρα είχα από λοχόνι ακόμα, να βαστώ και εγώ στα χέρια μου ένα μικρό βαγιδάκι την ημέρα των Βαΐων”. Πρωτοείδα τη λέξη Λοχόνι ή Λοχώνι (οι ντοπιολαλιές, έχουν μάλλον ακαθόριστη ορθογραφία), σε ένα όμορφο κείμενο που μου έστειλε πέρσι των Βαΐων η Πρόεδρος του Συλλόγου “Μετόχι” του Μεγαλοχωρίου, κ. Μαρία Πελεκάνου. Αυτός ήταν ο πρόλογος της. Αλλά λοχόνι;. Από τα συμφραζόμενα, κατάλαβα, πως αναφέρεται σε μικρό παιδί. Σε βρέφος, μάλλον κατά κυριολεξία. Μιας και εδράζεται στη λεχώνα, τη γυναίκα που μόλις έχει γεννήσει. Αλλά η κ. Πελεκάνου, μόλις είδε το ενδιαφέρον μου, έστειλε κι άλλες λέξεις. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες είναι: “Ανεπαλαγιά= υγρασία”. Δεν την έχω ξανακούσει. Ούτε μπορώ να την ετυμολογήσω.
Θα ακολουθήσουν 2 ακόμα αναρτήσεις, με αγαπημένες λέξεις, από τη ντοπιολαλιά της Σαντορίνης. Και φυσικά, να τονίσω πως δεν λεξιλογώ, ούτε λεξικογραφώ. Απλώς αναφέρω τις λαμπερές λέξεις που βρήκα. Και κάθε διόρθωση, δεκτή.