ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ΣΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ 15ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
ΜΑΓΑΖΙΑ, ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ Θ. ΣΚΑΜΠΑΒΙΡΙΑ
Το Δεκαπενταύγουστο και σε άλλες ευκαιρίες ( γάμοι, βαφτίσια ), σε αυτά τα τρία καφενεία γινόντουσαν τρικούβερτα γλέντια με την τσαμπούνα του Καμπούλα και τα τουμπιά, με το βιολί του Θοδωρή και τα λαούτα του γέρο Χαλκέα και του Λεμονή , τις ρίμες και το βιολί του Δημήτρη Διβόλη ( βουτηχτής το παρατσούκλι του, γιατί όταν ήταν πιτσιρικάς τον πήρε ο αέρας και τον έριξε στη θάλασσα, η φουφούλα που φορούσε εγκλώβισε τον αέρα της και τον κράτησε στην επιφάνεια, μέχρι να πέσουν στο νερό για να τον βγάλουν ), όλοι οι κάτοικοι αλλά και οι επισκέπτες τραγουδούσαν, έπιναν και διασκέδαζαν μέχρι το πρωί. Πάντα αναρωτιόμουνα πως τόσοι πολλοί άνθρωποι χωρούσαν σε τόσο μικρούς χώρους, φαίνεται πάντως ότι οι καλοί χωρούν παντού.
Όταν κάθε πρωί ο γέρο Ζαγοραίος άναβε τον φούρνο του, με αφάνες, πουρνάρια, φίδες και σκίνα για να ψήσει το καθημερινό νοστιμότατο ψωμί, “αμαρτία ¨ για παπάρες στο λάδι της σαλάτας, παξιμάδια και κουλούρες, μοσχοβολούσε η Χώρα και το Χωριό , με μια μυρωδιά λιβανιού, ανάλογα προς τα πού φύσαγε ο αέρας.
Το αποκορύφωμα όμως του μαγαζιού στο Κάστρο ήταν το μπακάλικο του
Μονάχου και τις γυναίκας του της Αμπελίας, εκεί που είναι τώρα το μαγαζί του Γαρμπή. Σε αυτό τον χώρο εύρισκες πάντα ένα πιάτο φαγητό, ότι περίσσευε από το φαγητό των ιδιοκτητών, καμιά ντομάτα κανά αυγό, πατάτες τηγανητές, λίγο τυρί, νηστικός πάντως δεν έμενες.
Δίπλα από ένα μεγάλο ψυγείο βιτρίνα, βαμμένο πράσινο ανοιχτό, ήταν ένας πάγκος και πίσω του ένα μικρό κουζινάκι, έξω από τον πάγκο είχαν μικρά τσουβαλάκια με φασόλια, φακές και ρεβίθια, δίπλα καφάσια με ντόπιες ξερικές ντομάτες, λίγα φρούτα, αμπελοφάσουλα, και αγγουράκια, παραδίπλα παντόφλες και παπούτσια, μετά νυχτικά, κιλότες, πουκάμισα ,παντελόνια, λευκά είδη, χρώματα, πινέλα, κουβάδες, σκούπες, κάμελ, τετράδια, μολύβια, μπλε κόλλα του μέτρου που ντύναμε τα τετράδια στο σχολείο, ετικέτες, ξηρούς καρπούς, μπαταρίες, φίλμς, μικροεργαλεία όλα επιμελώς ακατάστατα που οι ιδιοκτήτες ήξεραν ακριβώς που ήταν το κάθε πράγμα, ‘όταν το ζήταγες.
Στο βάθος του μαγαζιού είχε έναν δίριχτο φεγγίτη οροφής με κίτρινα και άσπρα τζάμια αρμέ και από εκεί κρέμαγαν 2 – 3 κίτρινες ταινίες σαν ελατήρια με κόλλα που μαύριζε από μύγες που κόλλαγαν επάνω. Τι δεν θα έδινα σήμερα να ξαναμπώ σε έναν τέτοιο χώρο, μαγεία !!!!!
Οι μεγάλοι άνθρωποι με σκαμμένα, από τα χρόνια και την σκληρή δουλειά πρόσωπα, πάντοτε μου κάνανε εντύπωση και προσπαθούσα να μιλάω μαζί τους, θα αναφέρω μερικούς με κίνδυνο να ξεχάσω πολλούς, συγχωρήστε με όμως γιατί τα χρόνια που έχουν περάσει είναι πολλά.
Ο μπάρμπα Κοσμάς που πέθανε 104 χρονών, ο παπά Μιχάλης με την παπαδιά του, ο Πεταχτάρης που έφερνε κάθε μέρα ψωμί, με τα μουλάρια του, παξιμάδια και ότι άλλο ζητούσες στην Αλοπρόνοια από την Χώρα, ο τυφλός στο χωριό, η νονά η Οθωναιισσα, ο Μανώλης ο Γαλιός, η θεία η Κατερίνα η Ερνέσταινα, με το πλατύ χαμόγελο, ο θείος ο Νικόλας ο μελισσοκόμος, ο πεθερός μου ο Αντώνης, ο μαστρο Χρήστος ο Φρονίστας, ο Σταυριανός που έπαιζε σουραύλι και μάγευε με τα αστεία του τους λιγοστούς επισκέπτες, ο Γλυστρίτης ένας καλοκάγαθος άνθρωπος που το μόνο που τον απασχολούσε ήταν να έχει το καθημερινό κρασάκι και τα τσιγάρα του, ο Διανομέας, ο γέρο Βενιέρης ο πετράς και η γυναίκα του, η μάνα του Δημήτρη του Γιαννουκλάρα με την ρόκα στα χέρια, ο γέρο Παπαδάκης, εποχιακοί βαρελάδες, ο γέρο Ντούρντουλας ο ψαράς, ο Αντώνης και ο Παναγιώτης ο Κουντούρης, η νονά η Νίκη , ο Νικόλας ο μελισσοκόμος, πατέρας του παπά Θοδωρή και μια γλυκιά γιαγιούλα στο χωριό που δεν θυμάμαι το όνομά της και μου θύμιζε την γιαγιά μου την Παναγιώτα, την μητέρα του πατέρα μου.
Να είστε όλοι καλά.