Νικόλαος Βλάχος: Μεγαλοχωρίου εγκαλλώπισμα.
Ένας ρηξικέλευθος και μάλλον παραγνωρισμένος Ιστορικός
Αφιερώνεται στον Στέλιο Παπανδρεόπουλο που αποτέλεσε το έναυσμα για αυτή τη γοητευτική περιπλάνηση.
Για λόγους που θα γίνουν κατανοητοί, μόλις οι αναγνώστες αναμετρηθούν με το μάλλον μακροσκελές (για τα ιντερνετικά δεδομένα) δημοσίευμα, ο σχεδιαζόμενος ως Πρόλογος, έγινε τελικά Επίλογος. Στο τέλος λοιπόν, οι λόγοι. Και αυτοί της αφιέρωσης του πονήματος στον Στέλιο Παπανδρεόπουλο. Και βέβαια στον Μανώλη Λιγνό.
Τα παιδικά χρόνια του Νικολάου Βλάχου
Ο Νικόλαος Β. Βλάχος, γεννήθηκε το 1893 στο Μεγαλοχώρι της Σαντορίνης από πολύ φτωχούς γονείς. Η οικονομική δυσπραγία της οικογένειας και η κατάσταση της παιδείας στο νησί, περιόριζαν πολύ τις δυνατότητες μόρφωσης του μικρού Νικόλαου. Τύχη αγαθή όμως, έφερε στο δρόμο του μια άλλη σπουδαία μορφή του Μεγαλοχωρίου. Ήταν ο κληρικός Παρθένιος Ακύλας (1834 ή 1836- 1914), που αφού διετέλεσε Ηγούμενος στο Μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό, χειροτονήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1892, Αρχιεπίσκοπος στη διοικητικά πολυκύμαντη Μητρόπολη Ακαρνανίας- Αιτωλίας, αργότερα Ακαρνανίας και Ναυπακτίας και οριστικά το 1909 Ακαρνανίας -Αιτωλίας.
Ο Παρθένιος Ακύλας, διέκρινε τα διανοητικά προσόντα του μικρού ανιψιού του και ζήτησε να αναλάβει την προστασία του, παίρνοντάς τον στο Μεσολόγγι, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Το ακαδημαϊκό έτος 1910/11, ο Νικόλαος Βλάχος γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με αριθμό Μητρώου 34915. Εκεί ξεκινά μια Ιστορία και η Ιστορία.
Οι σπουδές και η επαφή με την επιστήμη της Ιστορίας
Όταν ο νεαρός Μεγαλοχωρίτης μπήκε στο Πανεπιστήμιο, η Ελλάδα βρισκόταν σε ταραγμένη περίοδο. Το Κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου στο Γουδί είχε τερματίσει μια ομιχλώδη πολιτική περίοδο που ταλάνιζε τη χώρα μετά την επώδυνη ήττα του 1897. Θα ακολουθούσαν, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Εθνικός Διχασμός και Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Παιδεία, δεν έμενε κι αυτή αλώβητη. Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, αρχικά της βραχύβιας κυβέρνησης Στέφανου Δραγούμη (Ιανουάριος-Οκτώβριος 1910) και αργότερα του Ιωάννη Τσιριμώκου, Υπουργού Παιδείας της Κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου συναντούσαν τη σθεναρή αντίδραση του συντηρητικού ακαδημαϊκού κατεστημένου που έβλεπε «δάκτυλο δημοτικισμού» στις απόπειρες εκσυγχρονισμού. Άλλωστε, η γλώσσα αποτέλεσε πεδίο όχι μόνο επιστημονικών αντιπαραθέσεων αλλά κάποτε και ταραχών με νεκρούς και τραυματίες.
Όσο για το πεδίο της Επιστήμης της Ιστορίας, που διάλεξε ο Νικόλαος Βλάχος, δεν ήταν παρά μια μικρή περιφερειακή (και ίσως περιθωριακή) ενότητα στο Πρόγραμμα σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής. Οι καθηγητές του, Σπ. Λάμπρος, Δ. Πατσόπουλος, Π. Καρολίδης και Γ. Σωτηριάδης, έκαναν ολιγόωρα μαθήματα ιστορίας. Τότε, στην ελληνική ιστοριογραφία, κυριαρχούσε παρά τις σφοδρές αντιδράσεις σημαντικών διανοουμένων, η γεγονοτολογική και μάλλον εξιδανικευτική προσέγγιση του Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εξελίσσεται με στιβαρότητα, η «Φιλοσοφία της Ιστορίας» που δεν περιορίζεται στην απλή αφήγηση των γεγονότων, αλλά εξετάζει τα αίτια τους και τα εντάσσει στο «Όλο». Στο γενικό πλαίσιο της εποχής που συνέβησαν. Μέσα σε αυτή τη διαπάλη των επιστημο-ιδεολογικών συγκρούσεων, αναπτύσσεται επιστημονικά ο Νικόλαος Βλάχος.
Η αντικειμενική εξέλιξη των σπουδών του, δεν υπήρξε απρόσκοπτη. Κατά τη διάρκειά τους, ξεσπούν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο νεαρός φοιτητής επιστρατεύεται για οχτώ μήνες (23.4.1913 – 2.1.1914) ως κληρωτός. Μετά επιστρέφει στο «Αθήνησι Πανεπιστήμιον» και το 1915 παίρνει το πτυχίο του με βαθμό «Λίαν Καλώς». Στο μεταξύ (29 Οκτωβρίου 1914), πεθαίνει στην Αθήνα, ο θείος και προστάτης του Παρθένιος Ακύλας, γεγονός που φαίνεται πως επηρέασε την εξέλιξη του Νικολάου Σιγάλα. Χωρίς την οικονομική στήριξη του Παρθενίου, πρέπει να εγκαταλείψει -προσωρινά όπως αποδείχτηκε- το όνειρο για σπουδές στην Ευρώπη. Πρέπει να εργαστεί.
Δάσκαλος και επιστροφή για λίγο στη Σαντορίνη
Έτσι, το 1915, διορίζεται τριτοβάθμιος δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο της Ζαγοράς Πηλίου. Όπως αναφέρει στη διατριβή της η Μοσχοβίτη Σταυρούλα « είναι, απαραίτητο να επισημανθεί ότι η βαθμίδα του Ελληνικού σχολείου που υπηρέτησε ο Ν. Βλάχος από το 1915 έως το 1920, αποτελούσε την α’ βαθμίδα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που, μαζί με τα γυμνάσια, Θεωρούνταν ένα ενιαίο σύνολο και σε αυτή συνέχιζαν τη φοίτησή τους υποχρεωτικά όσα παιδιά είχαν τελειώσει με επιτυχία το τετρατάξιο δημοτικό σχολείο».
Γρήγορα προήχθη σε Σχολάρχη στους Σοφάδες Καρδίτσας (1916) και ένα χρόνο αργότερα, έρχεται στη γενέτειρά του, τοποθετούμενος στο σχολείο του Πύργου Καλλίστης, για να προαχθεί το 1918 σε καθηγητή Β΄ Τάξεως. Παραμένει στη Σαντορίνη, μέχρι το 1920, οπότε και μετατίθεται ως καθηγητής στο «Ελληνικό Σχολείο» της Σκοπέλου που είχε ιδρυθεί το 1725 και ένας από τους μαθητές του υπήρξε ο «Άγιος των Ελληνικών Γραμμάτων» Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης που αποφοίτησε το 1866. Όπως μάλιστα δείχνουν οι ιστορικές πηγές, ήταν μια αρκετά αναβαθμισμένη εκπαιδευτική μονάδα, καθώς «στη Σκόπελο υπήρχε αξιόλογη πνευματική κίνηση». Μάλιστα, στα αρχεία του 1845, καταγράφεται και ένα σπάνιο για την εποχή γεγονός, καθώς μεταξύ των περίπου 120 μαθητών, φοιτά και μια (!) μαθήτρια.
Ο Νικόλαος Βλάχος, συνεχίζει πάντως , να επιδιώκει εμβάθυνση στην επιστήμη της Ιστορίας και τον Ιούλιο του 1920, δίνει εξετάσεις για τη λήψη υποτροφίας, προκειμένου να μεταβεί στο εξωτερικό για μεταπτυχιακές σπουδές. Ζητά να πάρει εκπαιδευτική άδεια για να πάει στην Ελβετία, αλλά η (πραγματική) Ιστορία, τον παρασέρνει πάλι στα γρανάζια της. Παρά το ότι έχει κερδίσει την υποτροφία καλείται πάλι στο στρατό και υπηρετεί στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, ως έφεδρος αξιωματικός. Θα αποστρατευθεί με το βαθμό του έφεδρου Υπολοχαγού το 1922. Το Μάρτη του ίδιου χρόνου, ενεργοποιείται η εκπαιδευτική άδεια και η υποτροφία, αλλά το Υπουργείο Παιδείας τον στέλνει στη Γερμανία «λόγω του δαπανηρού, του βίου» στην Ελβετία. Έτσι, αναχωρεί για το Πανεπιστήμιο της Λειψίας.
Στο σημείο αυτό, ίσως βρίσκεται και το επίκεντρο της προσωπικής και ιστορικής διαδρομής του Νικόλαου Βλάχου. Φεύγει από μια χώρα, που έχει ταλανιστεί από Πολέμους. Νικηφόρους για την Ελλάδα, όπως ο Α΄ και Β΄ Βαλκανικοί. Ευνοϊκό, κατά το μάλλον, Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου βρέθηκε στην πλευρά των νικητών και έδωσε ώθηση στη «Μεγάλη Ιδέα». Της καταστροφικής για τον Ελληνισμό Μικρασιατικής Εκστρατείας, την οποία υπηρέτησε ως αξιωματικός. Ο άνθρωπος και ο επιστήμονας Βλάχος, βρίσκονται σε περιδίνηση. Η φυγή στο εξωτερικό, είναι κομβική. Αλλά προς τα που οι βουλές του τραγικά ηττημένου -ελάχιστους μήνες πριν την Μικρασιατική Καταστροφή- τον στέλνουν;. Στην επίσης ηττημένη και ταπεινωμένη Γερμανία.
Ο Νικόλαος Βλάχος, συνδιαλέγεται εκεί, με μια ενδιαφέρουσα προσωπική και επιστημονική περιπέτεια. Ζει το γοητευτικό και εν πολλοίς παράξενο, ακόμα και σήμερα, πείραμα της αμφιλεγόμενης ίσως, μα πάντα λαμπερά ενδιαφέρουσας «Άνοιξης της Βαϊμάρης». Ηττημένος, ανάμεσα στους ηττημένους. Πικρή εποχή. Για τον ίδιο και τους ακαδημαϊκούς του μέντορες. Γιατί -επιλογή ή διαδικαστική αναγκαιότητα;- δάσκαλοί του ήταν ο γερμανοκεντρικός -γερμανοιδεατιστής και υπερσυντηρητικός κατά τις πηγές- Georg Below και κάποιοι ακόμα που επιχειρούν να ερμηνεύσουν τις ήττες, μέσα από εθνικά αφηγήματα, στέρεες βεβαιότητες και αδιάπτωτες γραμμές συνέχειας. Παρόμοιες με αυτές, που ο Ζαμπέλιος και ο Παπαρηγόπουλος, συγκρότησαν στην Ελλάδα και την ιστοριογραφική της προσέγγιση. Τα γεγονότα, γεγονότα, αλλά η κλωστή της ιστορικής συνέχειας, αδιατάρακτη και μη επιδεχόμενη αμφισβήτησης. Δύσκολο πεδίο για έναν νεαρό ιστορικό. Και ούτε καν ιστορικό, ακόμα. Γιατί η Ιστορία στο «Αθήνησι», ήταν κυρίως «Φροντιστηριακό» αντικείμενο.
Ταυτόχρονα, παρακολουθεί και γνωστικά αντικείμενα που θα τον ενισχύσουν στην μετέπειτα πορεία του. Παιδαγωγική Μέθοδος, Εκπαίδευση και Οργάνωση Εκπαίδευσης. Παρατείνει την άδειά του για ένα χρόνο, προτού επιστρέψει. Το 1926, καταθέτει στο Πανεπιστήμιο τη διατριβή του, Διαλέγει, ένα μάλλον δύστροπο θέμα. «Περί των αρχών των φυσιοκρατών και των γενομένων οικονομικών μεταρρυθμίσεων εν Γαλλία επί Turgot» . Ο Anne Robert Jacques Turgot. Ένας μεταρρυθμιστής της προεπαναστατικής Γαλλίας. επαναστάτης και συντηρητικός μαζί. Θιασώτης ριζικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων αλλά και ιδαλγός της «ελέω θεού» μοναρχίας, μιας Γαλλίας που ήδη κόχλαζε, πριν οδηγηθεί τελικά στην εξέγερση των αβράκωτων, του Διευθυντηρίου και της γκιλοτίνας του Ροβεσπιέρου . Η πλειοψηφία των καθηγητών αποδέχεται τη διατριβή. Ο Σωκράτης Κουγέας αντιτίθεται και οι Κωνσταντίνος Άμαντος και Αντώνιος Κεραμόπουλος, ζητούν επανεκτίμηση. Τελικά (1927), μετά την προφορική δοκιμασία, βαθμολογείται με άριστα και μόνον ο Άμαντος τον αξιολογεί με «Λίαν Καλώς». Είναι πλέον διδάκτορας και ακαδημαϊκός. Και μάλιστα, με την πρώτη εργασία που παρουσιάστηκε στο ελληνικό πανεπιστήμιο για ευρωπαϊκό θέμα.
Σχολάρχης και Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο
Είχε όμως στο μεταξύ, διοριστεί Διευθυντής του Διδασκαλείου αρρένων Κοζάνης (7.5.1925), γεγονός, όπως φαίνεται επίσης βαρύνουσας σημασίας για την εξέλιξή του. Το συγκεκριμένο τριτάξιο Διδασκαλείο, είχε ιδρυθεί το 1918, καθ’ υπέρβαση του νόμου που όριζε τον ανώτατο αριθμό για την ελληνική επικράτεια. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως δείγμα του ενδιαφέροντος των τότε κυβερνήσεων για την εκπαίδευση στις Νέες Χώρες. Τις περιοχές δηλαδή που απελευθερώθηκαν κατά τους Βαλκανικούς πολέμους και εντάχθηκαν στο ελληνικό κράτος. Αυτό ίσως μαρτυρά και το ενδιαφέρον, αλλά και την εγγύτητα του Νικόλαου Βλάχου με το Μακεδονικό Ζήτημα που αποτέλεσε αργότερα και το μέγα έργο του με αντικείμενο την ιστορία της Μακεδονίας και τη διαμόρφωση των Βαλκανίων υπό τον τίτλο «Το Μακεδονικό ως φάσις του Ανατολικού Ζητήματος, 1878 – 1908» το έγραψε το 1935. Από το Εργαστήριο Ιστορικής Έρευνας και Τεκμηρίωσης του Πανεπιστημίου αναφέρεται πάντως πως « Το επιβλητικότερο όμως και αληθινά μνημειακό έργο του Ν. Βλάχου είναι η Ιστορία των κρατών της Χερσονήσου του Αίμου, 1908-1914 της οποίας ο πρώτος τόμος εκδόθηκε το 1954. Δυστυχώς ο δεύτερος τόμος του έργου αυτού έμεινε ημιτελής».
Μετά το διδακτορικό, αρχίζει η πορεία στα πανεπιστημιακά έδρανα. Το 1930 διορίζεται υφηγητής της «Ιστορίας Μέσων και Νεωτέρων Χρόνων». Διδάσκει (ως υφηγητής), «Εισαγωγή εις την Ιστορικήν Επιστήμην» και «Ιστορία της Γαλλικής Επαναστάσεως». Όπως αναφέρει το Εργαστήριο Ιστορικής Έρευνας και Τεκμηρίωσης του Πανεπιστημίου, το 1936 του απονεμήθηκε ο Σταυρός των Ταξιαρχών του Βασιλικού Τάγματος του Φοίνικος. Το 1937 εξελέγη έκτακτος καθηγητής της αυτοτελούς έδρας της «Ιστορίας της Νεωτέρας Ευρώπης και ιδία της Ελλάδος» στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παράλληλα, δίδαξε και το μάθημα της «Πολιτικής Ιστορίας της Νεωτέρας Ελλάδος» στην Πάντειο Σχολή, που είχε μόλις ανωτατοποιηθεί. Το 1939 εξελέγη τακτικός καθηγητής της έδρας της «Ιστορίας της Νεωτέρας Ελλάδος».
Οι τολμηρές αλήθειες για τη Μακεδονία
Εκείνο το διάστημα όμως, σηματοδοτείται κυρίως από το μάλλον θεωρούμενο ως Magnus Opus του. «Το Μακεδονικό ως φάσις του Ανατολικού Ζητήματος, 1878 – 1908». Εκεί, ο Μεγαλοχωρίτης Ιστορικός, δίνει όλα τα εχέγγυα που τον κατατάσσουν στη χορεία των σημαντικών και ρηξικέλευθων Ελλήνων επιστημόνων της Ιστορίας. Αντιμετωπίζει με απόλυτη ψυχραιμία την πορεία των συμβάντων. Επιχειρεί την ερμηνεία τους πέρα από σχήματα εθνο-ωφελιμιστικής παράθεσης και κάνει την ιστορική τεκμηρίωση να μην είναι όχημα εθνικής αυτοαναφορικότητας και εξιδανίκευσης, αλλά τολμηρής ανατομίας μιας εποχής. Και σε τι εποχή!.
Χαρακτηριστικά, τα όσα γράφει η -θαυμάσια!- βιογράφος του Σταυρούλα Μοσχοβίτη, ενθέτοντας τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα της μελέτης «σε αυτό το μπερδεμένο κουβάρι λαών και πολιτισμών» που βίωσε «τη μετάβαση από την οικουμενική κοινότητα της βαλκανικής ορθοδοξίας και των θρησκευτικά προσδιορισμένων μιλέτ στον ακόμη ατελή, αδιαμόρφωτο και αβέβαιο κόσμο τον σύγχρονων γλωσσικών εθνών μία αδιάκοπη διαδικασία αναδιαπραγμάτευσης ταυτοτήτων λάμβανε χώρα σε καθημερινή βάση «διαρκής μεταπλασμός του εθνικού φρονήματος και του θρησκευτικού δόγματος των χριστιανών κατοίκων της. Στας ολίγας ταύτας λέξεις θα ηδύνατο να συνοψιστεί επιγραμματικώς ή εθνολογική εικόνα την οποία παρουσίαζε το έδαφος της ευρωπαϊκής Τουρκίας επί του οποίου διεσταυρούτο η δράσις των ατάκτων στιφών τα οποία εξεπέμποντο παρά των χριστιανικών κρατών της Χερσονήσου του Αίμου».
Ακόμα και σήμερα, τέτοιες αποτιμήσεις, ίσως να καίγονταν στις πλατείες από κάποιους που με περικεφαλαία από πλαστικό και σάρισα από νοβοπάν, ριγούν μεν αναλογιζόμενοι τον Διονύσιο Σολωμό, αλλά επιτήδεια αντιπαρέρχονται τη ρήση του: «Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές». Αυτήν ακριβώς την αλήθεια υπηρέτησε με το σύγγραμμά του ο Νικόλαος Βλάχος. Το μάλλον παράξενο είναι, πως το ακαδημαϊκό κατεστημένο της εποχής, δεν τον πολέμησε, γι αυτό. Ούτε όμως ενστερνίστηκε απόλυτα τις αναλύσεις του. Απλά μάλλον τον αγνόησε, εκτιμώντας ίσως την επιστημονική του επάρκεια, αλλά αποσιωπώντας το προϊόν της. Η μελλοντική διαδρομή του Ν. Βλάχου, δείχνει πάντως πως η ιστοριογραφική του ψυχραιμία και φιλαλήθεια, εκτιμήθηκαν. Το 1945, σε χρόνια δύσκολα, διχαστικά και αιματοβαμμένα, αναλαμβάνει από την κυβέρνηση Πλαστήρα, το έργο της αποτίμησης των Βουλγαρικών φρικαλεοτήτων σε Μακεδονία και Θράκη. Με τις ισχυρές θεωρητικές και επιστημονικές του αποσκευές και ξεκινά.
«Η Μαύρη Βίβλος των βουλγαρικών εγκλημάτων εις την Ανατολικήν Μακεδονίας και Δυτικήν Θράκη 1941-44» που συνέταξε από κοινού με τους καθηγητές Σ. Κυριακίδη, Ι. Θεοδωρακόπουλο, Χ. Φραγκίστα και Δ. Χόνδρο, συγκρότησε μια αδιάσειστη και τεκμηριωμένη έρευνα. Χωρίς οιμωγές, αλλά και χωρίς αποσιωπήσεις. Οι θηριωδίες συνέβησαν. Τα στοιχεία μίλησαν. Η Ιστορία τα κατέγραψε. Και ο Ν. Βλάχος με τους συνεργάτες του, τα παρέθεσαν.
Η επίμονη προσήλωση του στα δεδομένα, αλλά και η γνώση της Παιδαγωγικής Θεωρίας, τον καθιστούν πάλι χρήσιμο για το ευάλωτο μεταπολεμικό κράτος. Τον Αύγουστο του 1946, καλείται από τον Αντώνη Παπαδήμο, Υπουργό Παιδείας της Κυβέρνησης Τσαλδάρη, να συντάξει υπόμνημα για την κατάσταση της Παιδείας στα Δωδεκάνησα, εν όψει της ενσωμάτωσής τους με την Ελλάδα, έπειτα από μακρά ιταλική κατοχή. Μεταβαίνει επιτόπου. Περιηγείται τα νησιά και διαπιστώνει τη συστηματική προσπάθεια- κυρίως της υπό τον φασισμό Ιταλίας-, να δημιουργηθούν πολιτισμικά και εθνολογικά τετελεσμένα με στόχο τον αφελληνισμό της περιοχής. Συγκροτεί τα συμπεράσματα και τις προτάσεις του, που γίνονται άμεσα αποδεκτά. Έχει και την πείρα του Μακεδονικού, όπου η κύριες αψιμαχίες ήταν στο εκπαιδευτικό πεδίο και οι παρατηρήσεις του, είναι αδιαμφισβήτητες.
Αναγνωρισμένος και απόλυτα αποδεκτός πλέον, καλείται να διδάξει στη Σχολή Ευελπίδων. Κι εκεί, μέσα στη μετεμφυλιακή δίνη, στα εθνολατρευτικά εκπεμπόμενα των άλλων καθηγητών, παραμένει «αιρετικός». Διδάσκει στους μελλοντικούς αξιωματικούς την Ιστορία της Χερσονήσου του Αίμου, και το Ανατολικό Ζήτημα. Οι άλλοι καθηγητές, διδάσκουν σύμφωνα με την Μοσχοβίτη, «Εισαγωγή εις την ελληνοχριστιανικήν κοσμοθεωρίαν» (Γεωργούλης) (Η σημερινή Οργάνωσις και το πρόγραμμα του ΚΚΕ» (Σταυρίδη) ή «Δίωξις των ανατρεπτικών μηχανισμών» (Καραχάλιος).
Παράλληλα, συνεχίζει το μνημειώδες έργο του «Ιστορία των κρατών της Χερσονήσου του Αίμου, 1908-1914», που όμως δεν θα δει ολόκληρο τυπωμένο, καθώς πεθαίνει πρόωρα το 1956.
«Ή ζωή σου υπήρξε σκληρά, αυστηρά και ασκητική. Δέν έγνώρισες την θαλπωρήν της οικογενείας και έμεινες μέχρι τέλους μόνος εις την ζωήν. Μόνος μέ την χαράν της ‘Επιστήμης. Μόνος μέ την ίκανοποίησιν της έκπληρώσεως του καθήκοντος και της έν παντί κατισχύσεως του αγαθού» θα πει στον επικήδειό του, ο σπουδαίος Καθηγητής Διονύσης Ζακυθηνός, προσθέτοντας: «Το έργον του θα παραμείνη κτήμα και έγκαλλώπισμα και παίδευσις τών επερχομένων γενεών».
Όμως, ο μονήρης και αυστηρός Καθηγητής, δεν άφησε μόνο τον καρπό του πνευματικού του μόχθου στην εκπαίδευση. Γράφει το τμήμα κληροδοτημάτων του Πανεπιστημίου Αθηνών: «Με την ιδιόγραφη διαθήκη του, της 30/6/1955, κληροδότησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών την κατοικία του στην οδό Ηπείρου 24, ένα διαμέρισμα 90 τμ. στον 5ο όροφο. Επιθυμία του διαθέτη ήταν να υποστηρίξει οικονομικά, έναν ή δύο άπορους φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής ” του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα έπιπλα της οικίας του ζήτησε να εκποιηθούν και τα χρήματα να δοθούν για το συσσίτιο των απόρων φοιτητών του Πανεπιστημίου. Επίσης, σύμφωνα με τη θέλησή του, η πλούσια βιβλιοθήκη του περιήλθε στο Ιστορικό Σπουδαστήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εκεί φυλάσσεται και το προσωπικό του αρχείο.
Από τα έσοδα του κληροδοτήματος χορηγούνται, ύστερα από διαγωνισμό, υποτροφίες σε άπορους άρρενες δευτεροετείς φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών».
Όσο για την ιδιαίτερη πατρίδα του;. Δεν την ξέχασε ποτέ. «Κατά την λαμπράν αυτού σταδιοδρομίαν του ουδέποτε ελησμόνησε τους Θηραίους και την Θήραν» γράφει η «Σαντορίνη 1971» του Μιχαλήλ Δανέζη, για να προσθέσει: « την επισκέπτετο κατ’ έτος . Θερμή ήττο η υποστήριξίς του προς τας θηραϊκάς οργανώσεις. Μετέσχε της επιτροπής επισιτισμού της Θήρας και του Συμβουλίου του Ευαγούς Ιδρύματος της Θήρας. Διετέλεσε μέλος Διοικ. Συμβουλίου Συνδέσμου Μεγαλοχωριτών και αντιπρόεδρος του ΚΟΚΝ ( Κοινωφελής Οργανισμός Κυκλάδων Νήσων )».
Προλογικό και τελικά Επιλογικό- σημείωμα
Άρκεσε μια αναφορά του γράφοντος στη σύναξη του Συλλόγου Μεγαλοχωριτών όπου τιμήθηκε ο Θηραίος ευπατρίδης Στέλιος Παπανδρεόπουλος, για να κινητοποιήσει την προσφιλή συνήθεια του Νομικού και Εκδότη-Διευθυντή των «Θηραϊκών Νέων» Μανώλη Λιγνού, για έρευνα. Η αναφορά, αφορούσε τους διαπρεπείς Μεγαλοχωρίτες του παρελθόντος. Για την λαμπρή πνευματική ιστορία αυτού του χωριού που τέκνα του κόσμησαν και λάμπρυναν τον δημόσιο και πνευματικό βίο της Ελλάδας. Η Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου, ήταν η πρώτη που έσπευσε να παραδώσει ένα εξαιρετικό πόνημα για τον σπουδαίο Καθηγητή Ιατρικής Μαρίνο Σιγάλα.
Η κατ’ ανάθεση έρευνα στον γράφοντα, είχε το όνομα Νικόλαος Βλάχος. Μοναδικό αρχικό εφόδιο, μια αναφορά στον πολυσυλλεκτικό και σπάνιο τόμο «Σαντορίνη,1971, Μιχαήλ Αντ. Δανέζη, Γενική Επιμέλεια Εμμανουήλ Αντ. Λιγνός». Η αρχική σκέψη, είναι πως ένα βιβλίο, έστω και αν έχει τη -δυσεύρετη πιά- ποιότητα του τόμου «Σαντορίνη 1971», περιέχει υμνητικές και κάποτε εξιδανικευτικές αναφορές σε πρόσωπα της τοπικής ιστορίας.
Η χωρίς πολύ ενθουσιασμό αρχική έρευνα που «πάγωσε» προσωρινά μια άλλη, για την ενδιαφέρουσα βυζαντινή πτυχή της Σαντορίνης- επιφύλασσε μια μεγάλη διάψευση. Ήταν συγκρατημένος ο τρόπος παρουσίασης του Νικολάου Σιγάλα!. Το Μεγαλοχώρι, έβγαλε σημαντικό ιστορικό που αποτελεί σημείο αναφοράς για τους μεταγενέστερους και πηγή περηφάνειας για το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και την ελληνική επιστήμη της Ιστορίας.
Έχοντας ολοκληρώσει το μέγιστο μέρος της περιπλάνησης, ήρθε η έκδοση του -καταπληκτικού!- βιβλίου της Σταυρούλας Μοσχοβίτη «…όπως πραγματικά συνέβησαν…» Ο Νικόλαος Βλάχος και η επιστήμη της Ιστορίας». Το παρήγγειλα, αμέσως. Πρώτη παρόρμηση μετά την ανάγνωση, ήταν να αφεθεί στα αζήτητα, η δική μου έρευνα. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν απειθαρχία απέναντι στις πνευματικές εντολές του Μανόλη Λιγνού. Οπότε… το κρίμα στο λαιμό μου!.
Ενδεικτικές πηγές:
Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΛΑΧΟΥ (1893-1956)
https://www.ekyklamel.gr/drastiriotites/ekdosis/epetiris-kikladikon-meleton/
Η ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΤΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ
https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/1498?lang=el#page/236/mode/2up
ΚΛΗΡΟΔΟΤΗΜΑ ΒΛΑΧΟΣ Νικόλαος Βλάχος | Διεύθυνση Κληροδοτημάτων, Γενική Διεύθυνση Περιουσίας και Οικονομικών (uoa.gr)
Η ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΤΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ
https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/1498?lang=el#page/236/mode/2up
https://www.ilak.org/images/books/mavri_vivlos_1941-44.pdf
https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/1498
https://de.wikipedia.org/wiki/Georg_von_Below