ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΜΠΟΞ
ΜΩΧΑΜΕΝΤ ΑΛΙ: ΕΝΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΘΡΥΛΟΣ
Το μποξ, είναι ένα άθλημα πανάρχαιο, άγριο, εξοντωτικό που όσο κανένα άλλο, αναπαριστά το αρχέγονο ένστικτο της επιβίωσης. Η πιο βάναυση ίσως εκδοχή του Δαρβινισμού, στον αθλητισμό . Βλακείες. Δεν είναι παρά μια δυναμική χορογραφία, άγρια και συναρπαστική, αλλά με κανόνες τόσο αυστηρούς που η πίκρα μιας ήττας δεν συγκρίνεται με τον ευτελισμό ενός “χτυπήματος κάτω από η ζώνη”.
Το μποξ, το γνώρισα κάπως περίεργα. Στην εφηβεία και μέσα από ένα βιβλίο. Ένα διήγημα που αποτέλεσε – μαζί με το “Εν Ψυχρώ” του Τρούμαν Καπότε- το πρώτο μάθημα δημοσιογραφίας. Λεγόταν “Ένα κομμάτι κρέας”. Συγγραφέας, ο Τζακ Λόντον. Λάτρης της πυγμαχίας ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας είχε και μια συλλογή διηγημάτων-ρεπορτάζ στο ενεργητικό του, υπό τον τίτλο “Ιστορίες του Μποξ”. Αλλά, το “Ένα κομμάτι κρέας”, είναι συγκλονιστικό. Τίποτα λιγότερο. Συγκλονιστικό. Εκεί, ο Τομ Κινγκ, ένας παλαίμαχος, ταλαιπωρημένος και άφραγκος πυγμάχος, καλείται να δώσει ένα τελευταίο αγώνα, με ένα νεαρό ανερχόμενο μποξέρ.
Κάνει τη διαδρομή, μέχρι το στάδιο με τα πόδια, επειδή δεν έχει λεφτά για τα ναύλα. Πεινασμένος και κουρασμένος, ανεβαίνει στο ρινγκ. Για το νεαρό, ο αγώνας δεν είναι παρά ένα σκαλοπάτι στην καριέρα του. Για τον Κινγκ όμως, είναι μόνο τα λεφτά του επάθλου. Ελάχιστα, αλλά πολύτιμα και απολύτως απαραίτητα για να θρέψουν για λίγο τον ίδιο και την οικογένειά του. Μέσα του ξέρει, πως αν είχε φάει κάτι καλό πριν τον αγώνα, θα μπορούσε να νικήσει το νεαρό. Αλλά ήταν νηστικός.
Με την τεχνική και την εμπειρία του, στην αρχή τον στριμώχνει. Αλλά η πείνα, κλέβει τις δυνάμεις του. Δεν χρειαζόταν, παρά τις πρωτεΐνες που θα του έδινε ένα κομμάτι κρέας. Αν είχε τα λεφτά για να το αγοράσει πριν τον αγώνα!. Δεν τα είχε. Γράφει ο Λόντον: “Πεινούσε. Με τρόπο ασυνήθιστο. Τον κυρίευε μια καθολική ατονία, ένα τρέμουλο στο βάθος του στομαχιού, που μεταφερόταν σε όλο το σώμα του.
Αναλογίστηκε τη στιγμή που ο Σάντελ παρέπαιε, και η ήττα του έμοιαζε αναπόφευκτη. Αχ, με λίγο κρέας θα τα είχε καταφέρει. Του έλειπε μόνο εκείνη η καθοριστική, τελευταία γροθιά. Γι αυτό έχασε. Για λίγο κρέας”.
Από τότε, κάτι γύρισε μέσα μου για το μποξ. Άρχισα να μαθαίνω, κάτι λίγα, σκόρπια πράγματα. Από νεανικό μιμητισμό. Ναι. Δεν μπορεί ο συγγραφέας του “Μάρτιν Ήντεν”, του “Θαλασσόλυκου” και της “Σιδερένιας φτέρνας” να είχε άδικο. Ο θαυμασμός μου μεγάλωσε όταν διαβάζοντας τη μονογραφία του Δημήτρη Μυράτ για τον Μπρεχτ (πόσο καλά είχε καταλάβει ένας βαθιά συντηρητικός ηθοποιός, ένα κομμουνιστή και αντισυμβατικό συγγραφέα!), είδα ότι ο “καλός άνθρωπος του Άουγκσμπουργκ”, είχε στενό φίλο, ένα καλλιεργημένο πυγμάχο. Τον Πωλ Σάμσον Κέρνερ, μετέπειτα ηθοποιό και ερασιτέχνη πιανίστα, για τον οποίο έγραψε και μια ιστορία, ενώ εμπνεύστηκε από τους κανόνες του μποξ, κάποια από τα έργα του.
Και ο θαυμασμός κορυφώθηκε, με τον Τεόφιλο Στήβενσον. Αυτός ο ανίκητος, ψηλός Κουβανέζος, για τον οποίο κυκλοφορούσε η φήμη, ότι οι διαιτητές, στην αρχή κάθε αγώνα, του συνιστούσαν (τον παρακαλούσαν), να μη χτυπά δυνατά τους αντιπάλους του. Και που είχε αρνηθεί πέντε εκατομμύρια δολάρια, προκειμένου να γίνει επαγγελματίας και να αγωνιστεί με τον άλλο ζωντανό θρύλο της πυγμαχίας. “Προτιμώ την αγάπη των οχτώ εκατομμυρίων συμπατριωτών μου”, είπε έχοντας στην αποχώρησή του, ένα τεράστιο ρεκόρ: σε τρεις συνεχόμενες Ολυμπιάδες πήρε το χρυσό, ενώ στη δύση της καριέρας του, έγινε Βουλευτής και Υπουργός Αθλητισμού στην Κούβα.
Ο άλλος θρύλος. Μάλλον… Ο μεγάλος θρύλος. Ο Κάσιους Κλέυ. Ο Μωχάμετ Άλι. Εκείνος ο έγχρωμος χορευτής του ρινγκ, που έδινε μαθήματα ζωής και αγώνα. Μέσα κι έξω από τα ρινγκ. Που αρνήθηκε να πάει να πολεμήσει στο Βιετνάμ, λέγοντας : “«Δεν έχω τίποτα να χωρίσω με τους Βιετκόνγκ και σε τελική ανάλυση, δεν με αποκαλούν αυτοί σκυλάραπα…». Και το πλήρωσε. Όπως το πλήρωσαν και οι Ολυμπιονίκες των αγώνων του Μεξικού Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος που παραλαμβάνοντας το χρυσό και το χάλκινο μετάλλιο στα 200 μέτρα, σήκωσαν τη γαντοφορεμένη γροθιά τους (σήμα των “Μαύρων Πανθήρων”), μαχόμενοι για τα δικαιώματα των έγχρωμων της Αμερικής. Απόβλητοι όλοι, παρά τον αθλητικό τους θρίαμβο.
Όμως με τον Μωχάμετ Άλι, δεν ξεμπέρδεψαν εύκολα. Το άστρο του, δεν είχε λάμψει μόνο σε ένα αγώνα, έστω κι αν αυτός, δεν ήταν ένας συνηθισμένος αγώνας. Ήταν η επική μονομαχία στην Κινσάσα, εναντίον του Τζορτζ Φόρμαν, που είχε μαγνητίσει όλον τον πλανήτη. Εκεί, στις 30 Οκτωβρίου 1974, στα 32 του χρόνια, θα νικήσει τον 25χρονο Φόρμαν, για να γίνουν μετά, παντοτινοί φίλοι. Ένα χρόνο αργότερα, ο Άλι θα νικούσε στη Μανίλα τον Τζο Φρέιζερ, παίρνοντας τη ρεβάνς για την ήττα του 1971 στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν, που όλοι πίστευαν πως σηματοδότησε το σβήσιμο του άστρου του, στην πυγμαχία. Διαψεύστηκαν.
Ότι δεν πέτυχαν οι σκληροτράχηλοι αντίπαλοι για τον Άλι, το κατάφερε μια ύπουλη ασθένεια. Το Πάρκινσον, που συνεπικουρούμενο από τα γηρατειά, έκαναν τον πανίσχυρο θρύλο, σκιά του εαυτού του. Μόνο σωματικά όμως. Γιατί το ανυπάκουο πνεύμα του (“η ανυπακοή, είναι αρετή”, έλεγε), συνέχισε να λάμπει. Προχτές έφυγε από τη ζωή. Και τον έχω ικανό, να ψιθύρισε στο θάνατο ως τελευταία φράση, αυτό που είπε το 1974 στην Κινσάσα, όταν ο Φόρμαν, τον σφυροκοπούσε άγρια πάνω στα σκοινιά του ρινγκ: “Αυτό μπορείς μόνο, Τζορτζ; Δεν έχεις τίποτε άλλο;”. “
ΠΗΓΕΣ:
http://www.tovima.gr/sports/article/?aid=169163
https://left.gr/news/o-ali-i-antzela-kai-mia-mathito-parea-toy-1971
http://magazine.illustrierte-presse.de/die-zeitschriften/werkansicht/dlf/73170/30/0/
Ιστορίες του Μποξ Τζακ Λόντον Εκδόσεις: Άγρα
Και σαν αύριο, Δημήτρη, έφυγε το άλλο ιερό τέρας, ο Τεόφιλο Στίβενσον. Αδιαφόρησε για 5 εκατ. δολάρια (για αρχή!) και προτίμησε την λατρεία 8 εκατομμυρίων Κουβανών.