Η Αγία Θεοδοσία Ακρωτηρίου, ο επενδυτής Αρχιεπίσκοπος και η αγοραπωλησία Τούρκου σκλάβου
Η Αγία Θεοδοσία, σύμφωνα με τα συναξάρια ήταν γόνος μιας πλούσιας Βυζαντινής οικογένειας και αφού ορφάνεψε από πατέρα, μπήκε σε ηλικία επτά ετών στο μοναστήρι που βρισκόταν κοντά στην «Άσπαρον Στέρνη», την δεξαμενή νερού που κατασκεύασε το 459 μ.Χ ο αυτοκράτορας Μαρκιανός. Μετά το θάνατο της μητέρας της, διένειμε ολόκληρη την περιουσία της και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στον μοναστικό βίο. Στις μέρες της, ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος ξεκίνησε τη μεγάλη διαμάχη που έγινε γνωστή ως Εικονομαχία. (Ίσαυροι, ήταν μια ορεισίβια φυλή της Ανατολίας).
Η μοναχή Θεοδοσία, αντιτάχθηκε σθεναρά στις αποφάσεις του αυτοκράτορα, που χρησιμοποίησε -όπως και οι Εικονολάτρες με αντίθετη ερμηνεία- την ηφαιστειακή έκρηξη του 726 μ.Χ στη Σαντορίνη, που περιγράφει ο Βυζαντινός ιστορικός Θεοφάνης. Το 730, ο εικονοκλαστικός ζήλος κορυφώθηκε, φτάνοντας στην ακρότητα της αποκαθήλωσης και καταστροφής των εικονισμάτων. Η Θεοδοσία, μαζί με άλλες μοναχές αντέδρασε στην αποκαθήλωση της εικόνας του Ιησού από τη Χαλκή Πύλη (« κύρια είσοδος του Μεγάλου Παλατίου της Κωνσταντινούπολης που ονομάστηκε έτσι είτε λόγω των επιχρυσωμένων ορειχάλκινων κεραμιδιών») και συνελήφθη. «Κατέρριψε», λένε τα οσιολόγια τον σπαθάριο (αυτοκρατορικό αξιωματούχο, με κυρίως τελετουργικά καθήκοντα) από τη σκάλα και «αφού την κακοποίησαν, την οδήγησαν στην τοποθεσία του Βοός (κεντρική οδός της Βασιλεύουσας) και την κατέσφαξαν, αφού διαπέρασαν το λαιμό της με κέρατο κριού (730 μ.Χ.).
Ανακηρύχθηκε Οσία (υπάρχει και η Αγία Θεοδοσία από την Τύρο, που μαρτύρησε επί Διοκλητιανού το 305 μ.Χ και τιμάται την ίδια μέρα, 29 Μαΐου). Επειδή ο μαρτυρικός θάνατος της Οσίας, επήλθε λόγω της αυταπάρνησής της μπροστά στο αυτοκρατορικό κάστρο-καστέλι, θεωρήθηκε προστάτις των καστελιών και στα νησιά, σχεδόν σε κάθε μεσαιωνικό φρούριο, βρίσκεται και μια εκκλησία της. Στη Σαντορίνη, υπάρχει στο Καστέλι του Πύργου, αλλά η γνωστότερη είναι στο κάστρο του Ακρωτηρίου.
Ο ενδιαφέρων Αθανάσιος Μαρμαράς, ο εξ Ακρωτηρίου
Αυτή η εκκλησία, φαίνεται να έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία που μόνο σπαράγματά της βρίσκει η έρευνα. Όλα, γύρω από μια παράξενη και σίγουρα δυναμική προσωπικότητα, που άκουγε στο όνομα Αθανάσιος Μαρμαράς. Ήταν τέκνο μιας εύπορης οικογένειας από το Ακρωτήρι. Προορισμένος μάλλον για κληρικός, που φυσικά έγινε. Ξεχώρισε όμως για πολλά. Τόσο, που το 1646 «ο Πατριάρχης Παρθένιος ό Β’ (θανών το 1651 με άγνωστη ημερομηνία γέννησης) συνέστησε κατ’ Αύγουστον του 1646 την αρχιεπισκοπή Σίφνου δια συνοδικού τόμου, καθ’ ην «αί νησοι Σίφνος, ‘Αμοργός, Πολύκανδρος (Φολέγανδρος), ‘Αστυπάλαια, Σέρφος Σέριφος), Μύκονος, Άνάφη, Νίος (Ίος), Σίκινος, Ήρακλείτσα (Ηρακλειά)».
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθανάσιος, δεν περιορίστηκε στα ποιμαντικά του καθήκοντα. Ήταν κατά πως φαίνεται από τις πηγές και οξυνούστατος επιχειρηματίας. Και μάλιστα με πρακτικές, ηθικά επίμεμπτες για τα σημερινά ειωθότα. Αγόραζε «πόντους» (μετοχές) σε οικονομικά εγχειρήματα, χειριζόταν τον χρηματιστικό πλούτο με «σύγχρονη» αντίληψη, αλλά το πιο σημαντικό, ήταν πως ενεπλάκη -αποδεδειγμένα- σε δουλεμπόριο. Αυτό δεν ήταν και τόσο παράδοξο για μια εποχή που οι κουρσάροι, οι πειρατές και οι κοντραμπαντιέρηδες αλώνιζαν το Αιγαίο. Μανιάτες, Καταλανοί, Λομβαρδοί, Γενοβέζοι, Κορσικανοί και Γασμούλοι ( τέκνα μικτών γάμων απογόνων σταυροφόρων και Ελλήνων γηγενών), σάρωναν το Αρχιπέλαγος.
Ούτε εθνικά (άλλωστε στη Γαλλική Επανάσταση, έκανε την πρώτη φορά εμφάνισή του κατά την τρέχουσα έννοια ο όρος Έθνος από τον Αβά Σεγιές), ούτε θρησκευτικά, ούτε ιδεολογικά ήταν τα κριτήρια. Μόνο οι ανελέητοι νόμοι του χρήματος και της επιβίωσης κυριαρχούσαν. Και κάπου εκεί, μπαίνει στο κάδρο και ο Αρχιεπίσκοπος, Αθανάσιος Μαρμαράς.
Ο λόγος πλέον, στη θαυμάσια (χωρίς υπερβολή!) εργασία της Μαρίας Σπηλιωτοπούλου.
«Στα έγγραφα του Αρχείου της Καθολικής Επισκοπής της Σαντορίνης συναντάται συμφωνία του Αρχιεπισκόπου Σίφνου κυρ Αθανασίου Μαρμαρά με τον Καπιτάν Ζουάνε Μπρότζα, που συντάχθηκε στη Σίφνο στις 8 Μαΐου του 1667, κατά τα τέλη δηλαδή του πέμπτου βενετοτουρκικού πολέμου (1645-1669). Ο Αρχιεπίσκοπος καταβάλλει στον Ζουάνε το μισό της αξίας ενός Τούρκου σκλάβου, που ο Ζουάνες μπορεί να είχε αιχμαλωτίσει ή να είχε αγοράσει, και τον οποίο θα έχουν από κοινού, έως ότου παραλάβουν τα λύτρα για την απελευθέρωσή του. Εάν τυχόν τα λύτρα αυτά ξεπεράσουν τις δυο χιλιάδες ρεάλια, στο οποίο εκτιμούν ότι ανέρχεται η αξία του σκλάβου, τότε θα μοιραστούν το κέρδος. Τα έξοδα συντήρησής του επιβαρύνουν εξίσου τους δύο, ενώ στον κυρ Αθανάσιο αναλογεί ο τόκος του συνόλου του ποσού. Πρόκειται δηλαδή για επένδυση χρημάτων εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου, «βεστίτα» όπως σημειώνεται, υπό τη μορφή παροχής δανείου προς τον Ζουάνε, με επιτόκιο 20%. Το επιτόκιο αυτό αντιστοιχεί στο επιτόκιο των «χρεωφελημάτων της θαλάσσης» στη Σαντορίνη την περίοδο αυτή, διπλάσιο από το συνηθισμένο επιτόκιο των δανείων «της γης», καθώς υπάρχουν μεγαλύτεροι κίνδυνοι για το κεφάλαιο που χορηγείται αλλά και μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους.
Το απόσπασμα του εγγράφου :
« … ο έκλαμπρος σινιόρ Καπιτάν Ζουάνες Μπρότζας δίδει … του πανιερωτάτου Αρχιεπισκόπου Σίφνου κυρ Αθανασίου ένα σκλάβο Τούρκο, το όνομά του Τζαλουμάν Τζελεπή, δια ριάλια δύο χιλιάδες, και τον βάνουν εις την μέσην τως και γρυκούνται τα χίλια του άνωθεν αφέντη δεσπότη και τα άλλα χίλια του σινιόρ Καπιτάν Ζουάνε. Και τα χίλια ριάλια η πάρτη του αφέντη δεσπότη, τα δίδει τώρα του σινιόρ Καπιτάν Ζουάνε, και κάνοντας νάλθει το ρισκάτον του, ότι περισσότερον πάρουσι από ταις δύο χιλιάδαις τα ριάλια να τα μοιράζουν εις την μέση. Καθώς ακόμη ανίσως και ήθελαν βγάλει και διάφορον εις την βεστίταν των άσπρων, να είναι και εκείνον εις την μέσην τως, εβγάζοντας περό όσαις έξοδαις ήθελον γενή εις τον άνωθεν σκλάβον. Και τα διακόσια γρόσα το διάφορον, οπού εμίλησαν αναμεσόν τως, να γρυκώνται μοναχού του αφέντη δεσπότη, και ανίσως και ήθελε τύχει ζημία να γρυκάται αναμεσόν τως,καθώς ακόμη και ήθελε τύχει θάνατος του αυτού σκλάβου, οπού ο Θεός να μην το δώσει, να χάνει κάθε είς τα ριάλια χίλια την παρτζιόν του. Έτζι ο ρηθείς αφέντης δεσπότης ομπλιγάρεται ότι ανίσως και ήθελε φύγει ο άνωθεν Τούρκος ή ήθελαν τον πάρουν Τούρκοι, ν’ απηλογάται η πανιερότης του, καθώς ακόμη και ο σινιόρ Καπιτάν Ζουάνες ομπλιγάρεται νάχει τα περίκουλα από τους Φράγκους, εί μεν και ήθελαν τον πάρει ή από την γην ή από τον γιαλόν. Και έτζι εγίνει το παρόν παρ’ εμού του καντζιλιέρη της Σίφνος και υπογράφου και ιδιοχείρος τως τ’ άνωθεν μέρη».
Ακολουθούν οι υπογραφές του Αθανασίου καθώς και του Ζουάνε, ο οποίος υπογράφει στα ιταλικά και ο χαρακτηρισμός «αγορά Τούρκου σκλάβου» στο οπισθογράφημα».
Χριστιανικό δουλεμπόριο;
Με απλά λόγια, ο Αρχιεπίσκοπος, θα ήταν αστέρι της Σοφοκλέους, σήμερα. Έξυπνος, πραγματιστής και πρόθυμος για μελετημένο ρίσκο. Η Σπηλιωτοπούλου υποστηρίζει πάντως πως δουλεμπόριο, πιθανόν να ασκούσαν ακόμα και οι μοναχοί του Αγίου Όρους (επισυνάπτεται το κείμενο της εργασίας της). Αλλά Τούρκος σκλάβος σε Οθωμανοκρατούμενο Αιγαίο;. Ενδιαφέρον και μάλλον τολμηρό, αλλά σίγουρα ενδεικτικό της κατάστασης στο Αρχιπέλαγος.
Όμως- και εδώ έρχεται ξανά το Ακρωτήρι- η οικονομική και «θεσμική» ευελιξία του Αθανάσιου Μαρμαρά και της οικογένειάς του, είχε ξεκινήσει από πριν. Ξανά, η θαυμάσια Σπηλιωτοπούλου: « Πατέρας του ήταν ο μαστpο Νικολός Μαρμαράς και είχε τουλάχιστον τρία αδέρφια. Συναντάται ως συμβαλλόμενος σε δύο δικαιοπpακτικά έγγραφα του 1642, όταν πουλά αμπέλι για 28,5 γρόσια, και την ίδια μέρα, μετά την πώληση αυτή, αφιερώνει οκτώ χωράφια καθώς και ένα σπίτι στην εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας στο Ακρωτήρι. Η τελευταία φαίνεται ότι του ανήκε, ενώ ορισμένα από τα χωράφια του είχαν παραχωρηθεί από πιστούς να τα νέμεται υπό τον όρο να αφιερωθούν στην εκκλησία. Στο έγγραφο αυτό ορίζει ότι η επικαρπία των ακινήτων θα περιέλθει, μετά το θάνατό του, στον αδερφό του κυρ Διάκο Μαρμαρά και εκείνος με τη σειρά του θα τη μεταβιβάσει σε, όποιο από τα παιδιά του επιθυμεί, με τον όρο, όμως, να γίνεται πάντα μία λειτουργία την εβδομάδα στην εκκλησία και μοίρασμα κρασιού[…]. Η συνήθεια να αφιερώνονται ακίνητα, αλλά και χρηματικά ποσά, σε θρησκευτικά ιδρύματα, η επικαρπία των οποίων όμως παραμένει στους συγγενείς είναι ιδιαίτερα συχνή τόσο μεταξύ των ορθοδόξων, όσο και μεταξύ των καθολικών άτεκνων ιερωμένων».
Μάλλον, δεν ήταν μόνο «συνήθεια». Περισσότερο μοιάζει με αξιοποίηση του ειδικού καθεστώτος που ακόμα και στον Οθωμανικό νόμο, απολάμβαναν τα θρησκευτικά ιδρύματα.
«Στις παραπάνω πράξεις, ο Αθανάσιος εμφανίζεται ως ιερομόναχος.. Ως Αρχιεπίσκοπος Σίφνου πλέον, προικοδοτεί τον γιο του αδερφού του κυρ Διάκου με 50 γρόσια το 1665, ενώ την επόμενη χρονιά, το 1666, προικοδοτεί άλλον ανηψιό του, τον μισέρ Αντωνάκη Μαρμαρά, με 40 μουζούρια χωράφια, 60 μουζούρια αμπέλια». (μουζούρι, είναι, μονάδα μέτρησης βάρους 22-25 κιλών, αλλά μεταφράζεται σε έκταση 2 περίπου στρεμμάτων όπου σπέρνεται αυτή η ποσότητα σπόρου)- « ένα μύλο, πέντε σπίτια οχτώ πλοιάρια και ως Αρχιεπίσκοπος μετρητά 2.185 γρόσια, εκ των οποίων, 1665 σε «ομολογίες». Μετοχές και μερίσματα δηλαδή.
Ο εξ Ακρωτηρίου Ιερομόναχος Αθανάσιος Μαρμαράς, με τον πολυκύμαντο βίο, αφού διετέλεσε ως Αρχιεπίσκοπος για 27 χρόνια, πέθανε το 1673 στη Σίκινο. Ο κτητορικός ναός της οικογένειάς του στο Ακρωτήρι, γιορτάζει ακόμα, αλλά είναι άγνωστο τι έχει απομείνει από αυτόν και τις εκτάσεις που κληροδοτήθηκαν στους απογόνους. Αν υπάρχουν ακόμα κάποιοι.
Πηγές-Αρχεία