“ΓΚΕΤΖΕΚΟΝΤΟΥ” ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ
ΑΠΙΘΑΝΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΡΙΤΟΚΟΣΜΙΚΟΥ ΧΑΟΥΣ
Εξηγώ αμέσως τον τίτλο “γκετζέκοντου”. Είναι τούρκικη λέξη. Την αλίευσα από το μυθιστόρημα του Τούρκου Νομπελίστα Ορχάν Παμούκ “Κάτι παράξενο στο νου μου”, που διαβάζω αυτές τις μέρες. Είναι αριστούργημα. Άλλωστε, ο Παμούκ, είναι ο μεγαλύτερος Βαλκάνιος συγγραφέας των τελευταίων δεκαετιών. “Γκετζέκοντου”, λοιπόν, είναι τα αυθαίρετα. Η μεταφράστρια Στέλλα Βρεττού όμως, αφού τον επεξήγησε προτίμησε να τον μεταφέρει αυτούσιο, σε πολλές περιπτώσεις. Όπως χρησιμοποιούμε τον ξενόφερτο όρο “φαβέλλα” αντί για “παραγκουπόλεις”. Γιατί είναι κάτι το ιδιαίτερο που δεν αποδίδει η -ακριβής έστω- μετάφραση. Έχει ιστορική και κοινωνική φόρτιση.
Γκετζέκοντου. Τα καταλύματα που χτίζονταν μέσα σε μια νύχτα. Φτωχοί χωριάτες που συνέρρεαν από τα βάθη της Ανατολίας στην Κωνσταντινούπολη, την πόλη κόσμημα της Μεσογείου, και επέκτειναν τα όρια της, μετατρέποντάς την σε αμοιβάδα και τελικά σε τέρας. Αλλοιώνοντας, μαζί με την οικιστική και την πολιτισμική της ταυτότητα (πρέπει να διαβάσετε τον απόλυτο σεβασμό του Παμούκ για τους Ρωμιούς της Πόλης και τα κότσια του να καυτηριάσει το πως εκδιώχτηκαν). Τα Γκετζέκοντου, άρχισαν πλέον να απαρτίζουν ολόκληρες συνοικίες. Μαζί με το όνομα που δινόταν σε αυτές, ήταν και ο χαρακτηρισμός. “Ντούτεπε Γκετζέκοντου”, για παράδειγμα.
Οι φτωχοί ανατολίτες λοιπόν χτίζοντας τα σπίτια τους, έπρεπε και να τα ρευματοδοτήσουν;. Πως; Με ποιά λεφτά. Ποιούς τίτλους;. Ποια νομιμότητα;. Κατέφευγαν λοιπόν στη ρευματοκλοπή. Κάνοντας “μπάι πας” σε καλώδια, “πειράζοντας” τους μετρητές (όπου υπήρχαν), απευθυνόμενοι σε επίορκους υπαλλήλους που πλούτιζαν κάνοντας τα στραβά μάτια.
Προχτές, έμαθα και για τα Γκετζέκοντου της Σαντορίνης. Μόνο που όπως κατήγγειλε η κ. Μαρία Αργυρού, δεν έχουμε να κάνουμε με φτωχαδάκια, που κλέβουν λίγο ρεύμα για να φωτίσουν τα χαμόσπιτά τους. Επιχειρηματίες είναι. Σοβαροί και αξιοσέβαστοι. Με ανθηρές επιχειρήσεις, που ρεκλαμάρονται με κάτι ταμπελάρες ναααα… (με το συμπάθειο). Οι οποίες απαγορεύονται, στο νησί, αλλά ποιος θα τις ελέγξει;.
Και δεν φτάνει που ο αξιοσέβαστος επιχειρηματίας λερώνει την όρασή μας, τσαλακώνει την αισθητική του νησιού και λεκιάζει το κόσμημα του Αιγαίου. Επειδή όσα φιλέτα και να φάει, τα χνώτα του θα μυρίζουν πείνα, τα δάχτυλά του ποδαρίλα και τα χέρια του σκουπιδίλα, κλέβει και το δημόσιο ρεύμα. Από το Δημοτικό φωτισμό. Γιατί είναι μάγκας και καταφερτζής. Γιατί απλά μπορεί. Και κάθε 25η Μαρτίου ανεμίζει θριαμβικά, γαλανόλευκα σημαιάκια, αλλά στο βάθος της ψυχής του, παραμένει Οθωμανός, ραγιάς, ανατολίτης, μπαξισιάρης και κουτοπόνηρος. Γειά σου Ελληνάρα, εφέντη μ’. Απόγονε του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Λεωνίδα (για τον Επίκουρο δεν λέω, γιατί ή δεν έχεις ακουστά τον σπουδαιότερο Έλληνα φιλόσοφο ή τον έχεις συνδυάσεις με την καλοφαγία).
Και ξέρεις κάτι ρε φίλε (όποιος κι αν είσαι), ούτε να θυμώσω δεν μπορώ μαζί σου. Το ραγιαδισμό σου κουβαλάς και με την ανατολίτικη κουτοπονηριά σου βολεύεσαι. Αλλά, μη μου καμώνεσαι και τον ελληναρά. Μια αράδα, Επίκουρο ή Πλάτωνα ή Αριστοτέλη να είχες διαβάσει, θα σταματούσες να είσαι οθωμανός υπήκοος της ακόρεστης κοιλιάς σου. Αλλά, μάθε επιτέλους ρε φίλε: την ελληνικότητα την εισπνέουμε, δεν τη ρευόμαστε.