ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΙΔΑΚΤΟΡΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑΝΝΗ ΓΑΛΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ
“Στη μνήμη του Χρήστου Φιρτινίδη
ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ
Κύριε Δήμαρχε,
Κύριε Πρόεδρε του Πολιτιστικού Συλλόγου «Εστία Πύργου Καλλίστης»,
Κυρίες και Κύριοι,
Η γιορτή της Πρωτομαγιάς έχει πανάρχαιες ρίζες. Στην αρχαία Ελλάδα τελούνταν τα Ανθεστήρια αρχικά στην Αθήνα και αργότερα σε όλο τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο ως επίσημη γιορτή των λουλουδιών. Κατά τη διάρκειά της πομπές από κανηφόρες που κρατούσαν λουλούδια βάδιζαν μεγαλοπρεπώς προς τα ιερά. Τα Ανθεστήρια συνδέονταν εξάλλου με την ανάσταση του Διόνυσου, από το χυμένο αίμα του οποίου βλάστησε – σύμφωνα με το μύθο- το αμπέλι. Νεότερη επιβίωση της παράδοσης αυτής συνιστά η ανάσταση του Μαγιόπουλου.
Στο τελετουργικό αυτό δρώμενο ένας έφηβος παρίστανε τον πεθαμένο Διόνυσο στο ξέφωτο ενός δάσους. Κοπέλες τον έραιναν με άνθη και του τραγουδούσαν τον «κομμό», το μοιρολόι δηλαδή, μέχρι που να «αναστηθεί» μαζί με τη φύση. Αλλά και το στεφάνι της Πρωτομαγιάς υπήρχε και στην Αρχαιότητα. Σύμφωνα όμως με τον Μιχάλη Τιβέριο, καθηγητή της κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το κλαδί του το έφτιαχναν όχι από λουλούδια αλλά από κλαδιά οπωροφόρων δέντρων, από τα οποία κρεμούσαν κρεμμύδι και σκόρδο (μάλλον προς αποτροπήν του κακού)1.
Πέρα από τη φυσιολατρική διάσταση της Πρωτομαγιάς που έχει να κάνει με το φυσικό κύκλο της ζωής και του θανάτου, η ημέρα αυτή απέκτησε στα νεότερα χρόνια έναν πρόσθετο συμβολισμό. Ταυτίστηκε με τους αγώνες των εργατών για την κατοχύρωση εργασιακών δικαιωμάτων, όπως η οκτάωρη εργασία και η κρατική ασφάλιση από τα εργατικά ατυχήματα. Η Πρωτομαγιά ανάγει την νεότερη αυτή κοινωνική και πολιτική της λειτουργία στις αιματηρές απεργιακές κινητοποιήσεις στο Σικάγο των ΗΠΑ την πρώτη Μαΐου 1886. Στην Ελλάδα η πρώτη πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση οργανώνεται από το Σοσιαλιστικό Σύλλογο του Καλλέργη έξι χρόνια μετά, το 18922. Κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα συνδέονται με την πρωτομαγιά δύο βασικά γεγονότα: η βίαιη διάλυση συγκέντρωσης καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη στις εννιά Μαΐου 1936 και η εκτέλεση διακοσίων πατριωτών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής από τις Δυνάμεις Κατοχής την πρώτη Μαΐου 1944.
Τα δυο αυτά γεγονότα δεν άφησαν αδιάφορη τη νεοελληνική μας ποίηση. Θα περιοριστώ σε δύο μόνο παραδείγματα. Ο Μάης του ’36 στη Θεσσαλονίκη ενέπνευσε το Γιάννη Ρίτσο στον Επιτάφιο, που έγινε ευρύτερα γνωστός με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Το ποίημα ξεκινά με μια παρενθετική σκηνική οδηγία που τοποθετεί το θρηνητικό μονόλογο στο χωροχρονικό του πλαίσιο. Γράφει ο Ρίτσος: «Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών –των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της»3. Στην ενότητα VI η μάνα λέει στο γιο: «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω, /άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω/Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις/ άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης»4 και κλείνει: «Και μούλεες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θα ‘ναι δικά μας, / και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας»5.
Οι αναλογίες με την προγενέστερη ελληνική παράδοση (παγανιστική και χριστιανική) είναι, νομίζω, φανερές. Επιτάφιος θρήνος κι εδώ για το σκοτωμένο, όχι όμως πια το Διόνυσο και το Χριστό αλλά τον απεργό καπνεργάτη. Ίδια η φιγούρα της μάνας που θρηνεί για το χαμένο γιο της στα Εγκώμια της Μ. Παρασκευής και τον Ρίτσο: στα πρώτα η Παναγία οδύρεται για το Χριστό, ενώ στον δεύτερο μια απλή μάνα κλαίει για τον σκοτωμένο παιδί της. Κατοχικές πάλι απηχήσεις της Πρωτομαγιάς βρίσκουμε στο (μορφολογικά παραδοσιακό κι’ αυτό) ποίημα «Νυν και αεί» του Νίκου Γκάτσου, το οποίο μελοποιήθηκε το 1974 από το Σταύρο Ξαρχάκο. Το διαβάζω:
Πρωτομαγιά
με το σουγιά
χαράξαν το φεγγίτη
και μια βραδιά
σαν τα θεριά
σε πήραν απ’ το σπίτι.
Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια να περνά και το φονιά
γύρευα χρόνια μες στον κόσμο να τον βρω
μα περπατούσε με το χάρο στο πλευρό.
Νυν και αεί
μες στη ζωή
σε είχα αραξοβόλι
μα μιαν αυγή
στη μαύρη γη
σε σώριασε το βόλι.
Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια το ληστή και το φονιά
του ‘χανε δέσει στο λαιμό του μια τριχιά
και του πατάγαν το κεφάλι σαν οχιά.
Το ποίημα παραπέμπει ευθέως στο μπλόκο της Κοκκινιάς στις 17 Αυγούστου 1944, κατά το οποίο Γερμανοί εκτέλεσαν πατριώτες που τους είχαν υποδείξει δωσίλογοι. Η φωνή έπειτα και η ματιά του ομιλητή του ποιήματος είναι μάλλον γένους θηλυκού (μάνα; σύζυγος;). Ως κυρίαρχες τέλος φιγούρες πέρα από τον εκτελεσμένο αγωνιστή αναδύονται: τα συμβολικά θεριά, ο μπόγιας (δηλ. ο δήμιος), ο ληστής και ο φονιάς (ή πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο με τρεις αρνητικές ιδιότητες;), ο αρχαίος, προσωποποποιημένος χάρος και το πλήθος που τον εκδικείται.
Έτσι αποτύπωσαν ποιητικά ο Ρίτσος και ο Γκάτσος δυο σημαδιακές Πρωτομαγιές (μια προκατοχική και μια κατοχική), παντρεύοντας την ιστορική μνήμη με την τέχνη, το παλιό με το σύγχρονο, που συναιρούνται στο αιώνιο της ανθρώπινης θυσίας για έναν καλύτερο κόσμο, αναγεννώμενο, όπως η ανοιξιάτικη φύση.
Σας ευχαριστώ”.
1 Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το άρθρο «Η Πρωτομαγιά των λουλουδιών και το πρωτομαγιάτικο στεφάνι», το αναρτημένο στην ιστοσελίδα www.valentine.gr.
2 Βλ. www. el.wikipedia.org.
3 Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος. Κέδρος, Αθήνα 198739, σελ. 7.
4 Ρίτσος, ό. π., σελ. 12.
5 Ρίτσος, ό. π., σελ. 12.