“KAΛΗΜΕΡΑ ΛΑΛΑ”
ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΑΚΙ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΑΡΖΕΝΤΑ
Ένας πολυκαιρισμένος θησαυρός… από της θύμησης μου το δισάκι…
«Καλημέρα λαλά…!»
«Καλώς το σερνικάκι μου! Βρε διαολόπαιδο, δεν πήες στο σχολειό σήμερα; Γιάντα; Ήντα γιορτή είναι πάλι;» Ήταν πρωί και έκανε φάβα καθισμένη στη πεζούλα της αυλής της. Για τους μη μυημένους εις τα θηραϊκά δρώμενα, ετοίμαζε την φάβα γιατί είχε παραγγελία. «Κα βρε θες ένα βραστάρι με λίγη κουλούρα κρίθινη ή θες λίγα συκαλάκια με σταφίδες; Εεε, λέγε βρε, γιατί έχω δουλειά, θέλω να αρμέξω και τσις αίγες.. Γιατί ο παππούς έχει πάει στου Γλέζου για ξαούστρημα, στον Μπαραγιάννη στα πεζούλια, είναι και ο Σταυρής μαζί του.» Θεϊκές λέξεις, μοναδικές φιγούρες, αγνές κουρασμένες ψυχές. Kαι την ρωτώ την γιαγιά… «Κα, δεν κουράζεσαι;» Και όπως καθόταν σκυμμένη πάνω από τη φάβα μου απαντά με σοβαρή φωνή: «Όποιος δουλιά (φοβάται), την δουλειά στην αμπασά…!» Άχ πόσο δίκιο είχες γιαγιά..!
Όπως λέει ένας φίλος, «Όποιος φοβάται.. πάει και κοιμάται!» Ή «Όποιος ζαλίζεται, ας πάει στον καταπέλτη!»
Όλοι νομίζουμε ότι έχομε ζόρικο ταξίδι σε αυτή τη ζωή.. Αλήθεια..ΈΧΟΜΕ;;; Μετά από μερικές δεκαετίες, έχομε γαλατάκι έτοιμο μέσα στο ψυγείο μας, άσπρο, διαφανές, αγνώστου βέβαια ταυτότητος και πατρομητρότητος, όπως και αυγολουκανικάκι έτοιμο προς βρώση, ενώ με μία κίνηση στρωμένη κατεψυγμένη σπανακοτυρόπιτα…!! Χάθηκε το συκαλάκι από την Μαρτινού! Χάθηκε..! Ήντα να κάμομε! Βλέπεις ξεράθηκαν οι συκιές! Γιάντα; Κα βρε έχομε τσις μπανάνες τώρα.. ήντα να κάμομε…!.
Ταξιδεύω μέσα στις σκέψεις μου και από μακριά ακούγεται και πάλι η φωνή της γιαγιάς… «Κα βρε θα μου πεις γιάντα δεν πήες σχολειό;» «Κα, γέννησε η βασίλισσα, λάλα και μας είπανε δρόμο, αύριο πάλι, ήντα να κάμομε, τώρα θα πάω και τσις αίγες στου Ματρίνου για βοσκή να τσις παλουκώσω και να τσις πάρω το βράδυ, ετσαδά κάνω κάθε μέρα…» Και μου απαντά κοιτάζοντας με αυστηρά: «Ναι.. πρόσεξε μη δρώσεις!! Αχ, καημένο παιδί..!», κουνώντας το κεφάλι της.
Τελικά, τρώγοντας τα δύο σύκα που μου έδωσε την κοίταζα απορημένος πόσο αγωνιούσε για όλα… Για την δουλειά της, για τον παππού που έκανε κρύο και δεν πήρε μαζί του την καναβίτσα, για μας, για τον πατέρα μου, για το τι μαρεύει η μάνα μου…, Θεέ μου σαν να την ακούω. Τώρα, αληθινά, αγωνιώ και εγώ… όχι για μένα, πού έχω αγκυροβολήσει σε ασφαλές αγκυροβόλιο, αλλά για τους δοκίμους της ζωής που ξεκινάνε τώρα τα ταξίδια τους. Και αναρωτιέμαι… με τί σκάφος, με τί πλήρωμα και τί προορισμό…; Φεύγοντας μου λέει η λάλα: «…και μη ξεχάσεις να πάρεις το συφερτί που έχω μέσα δυο κοντήλια λουκάνικο… για τον πατέρα σου, ήκουσες νιούδα ηντά πα, και άμε τώρα γιατί με χασομερείς, άντε και να μου φέρεις το συφερτί μη το σπείρεις πουθενά και μη το χλαπακιάσεις το λουκάνικο στο δρόμο, ακούς ηντά πα;
Γιατί εσύ μόνο τσις μπάλες και στα φλώρια είναι ο νους σου.» Αυτή η στιχομυθία είναι της εποχής μου τα καλούδια… της εποχής μου οι μυρωδιές. Και λέγοντας μυριωδιές… πόσο έντονα ήταν τα αρώματα από την παρασκευή του χοιρινού, του σπιτικού βεβαίως, βεβαίως. Στις μέρες μας, όλα αυτά τα σημεία της διαμονής και ανατροφής στα οικόσιτα έχουν γίνει πισίνες και διαμερίσματα πολυτελείας. Η αγωνία μου είναι να προσεχθούν οι ένοικοι… να προσεχθεί το νησί… Γιατί; Μα γιατί τα οικόσιτα έχουν μεταναστεύσει.
Κα τρομάξατε με τσις τρεζάδες μου; Μα από αγάπη τα λέω… αληθινά… ήντα να κάμω; Να μουγκαθώ; Όσοι ξέχασαν το παρελθόν τους… έχασαν και το φωτεινό μονοπάτι για το μέλλον τους…!
Και τώρα που έγραψα φωτεινό… θυμήθηκα μία άλλη ιστορία με την μάνα μου αυτή τη φορά… Ήμουν στο δημοτικό σχολείο, σε κάποια τάξη… δεν θυμάμαι και ήναψε την λάμπα πετρελαίου να διαβάσομε… όλα τα παιδιά μαζί… σε μία κάμαρη… ενώ η μαμά πάλευε μέσα στη κουζίνα… Ξαφνικά, η μικρότερη αδελφή μου με ρωτάει: «…κα, δε μου λες Γιώργο, πως την λέγανε του Οδυσσέα την γυναίκα; Πριν προλάβω να απαντήσω, ακούγεται μια φωνή από την κουζίνα… αυτής της μάνας μου, που μάρευε την μανιέστρα (ήταν το βραδυνό γκουρμέ της εποχής!) «Κατερίνη…, Κατερίνη…!» Πράγματι, υπάρχει το Κατερίνη και υπήρχε ο άντρας της, ο Οδυσσέας. Καμία βέβαια σχέση δεν είχε η γυναίκα με την Πηνελόπη του Οδυσσέα που αναζητούσε η αδελφή μου… Τί γέλια κάναμε τότες… και εκεί η μάνα μου επέμενε… άντε να της εξηγήσεις τη διαφορά…
Νοσταλγίες, θύμησες και ομορφιές μοναδικές πού χάθηκαν μέσα στο χρόνο και στη μετάφραση… Ήτρεχε ο Σπυρίδος και μετέπειτα ο Αγαθάγγελος από το τηλεγραφείο και φώναζαν σε κάθε σπίτι για τηλέφωνο… Νικολό… Σαμψέ… Ζαμπιά… Αγγελική… και ήτρεχαν για τα μαντάτα… Καλό και το κινητό… καλό και το email… AΛΛΑ…! Όλη η ομορφιά του ταχυδρόμου ήταν η χαρά της είδησης… κυρίως με το τηλεγράφημα, διότι γνώριζε την είδηση… «Φθάνομε Τρίτη πρωί με το Μυρτιδιώτισα, Άτομα δύο, γαϊδούρια τρία.» Γιατί; Απλά το τρίτο ήταν για τσις βαλίτσες. Άλλη αγωνία, άλλο ξενύχτι, άλλη προετοιμασία, άλλο βάσανο της εποχής. Διαδρομή Θεός φυλάξει! Ήταν θεοσκότεινα, δρόμοι κακοτράχαλοι και επικίνδυνοι για μας και τα τροχοφόρα της εποχής.
Και συνεχίζει ο πατέρας μου… «Έχε το νου σου θα πας να πάρεις τον παππού και την γιαγιά την Τρίτη από το ΜΥΡΤΙΔΙΏΤΙΣΑ, ήκουσες ήντα πα Γιώργο;» Ήντα να πεις; Δεν ήκουσα; «Κα έννοια σου…» η απάντηση μου… Πράγματι, τότε δούλευε στο ΑΒΙΣ… το πάλε ποτέ εργοστάσιο τοματοπολτού… Άλλη μία ομορφιά θυσία εις τον καιάδα της ανάπτυξης…
Ήταν Ιούνιος… Συχνά πυκνά μου έλεγε ο πατέρας μου: «…άμα γυρίσεις από το σχολειό, έλα στο χωράφι στου λούντρα να φορτώσομε τσις ντοματες…» Ίσα ίσα ήφθανα να σομαρώσω τα κτήματα (τα ζώα) ίσα ίσα… Αυτές ήταν οι τότε εποχές, αυτή ήταν η ζωή μας, αυτοί ήταν οι άνθρωποι, κουρασμένοι, δίχως μουρμούρα… άνθρωποι αγνοί και μοναδικοί… Επίσης, σιωπηλοί και σχεδόν πάντα σκεπτικοί… Γιατί;; Μα πολύ απλά διότι η σιωπή τους έκανε θόρυβο και την άκουγαν όσοι νοιαζότανε για αυτούς πραγματικά.
Αχ πόσο επίκαιρος είναι ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ (427 – 347 πΧ) που έλεγε… ότι κανείς δεν είναι πιο υποδουλωμένος από εκείνους που εσφαλμένα πιστεύουν πως είναι ελεύθεροι. Τελικά… ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΛΕΘΕΥΡΟΙ;;;;