“ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ” -ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΑΛΙΟΥΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΙΟΥΣ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΟΥΣ

 

 

 

«Καλέ μου πατέρα…

Όπως κάθε χρόνο τρυήσαμε τα αμπελάκια μας. Μόνο που εφέτος η βεντέμα ήτονε διαφορετική και αλλόκοτη από τις άλλες. Ήτονε διαφορετική, γιατί δεν  είχαμε τσι όμορφες φωνές σου. Δεν είχαμε τσι ερδηνιές σου (συμβουλές-παραινέσεις). Ήτονε διαφορετική, γιατί απλά ήλειπες ΕΣΥ.
Μετά από τόσα χρόνια τρυήσαμε μόνοι μας τα αμπελάκια μας. Το φερεντίνι σου με τη μεγάλη μύτη το ΄πιασα εγώ εφέτος. Με αυτό θα τρυώ όσα χρόνια θέλει ο Θεός.
Και για να σε ενημερώσω ηπήαμε πρώτα στο μικρό καλό σου αμπελάκι «ΤΟ ΑΓΙΑ-ΜΑΡΙΝΑΚΙ» σου όπως έλεγες. Τα σταφυλάκια του εφέτος ήτονε λίγα, μικρά, άσχημα και καχεκτικά.  Ένα δάκρυ μου έπεσε μέσα στη ρίζα τσι αμπελιάς και εκείνη  ένιωσε το πόνο μου  , πήρε ανθρώπινη λαλιά και μου είπε : Δεν θρηνείς μόνο εσύ και εγώ συμμετέχω σε αυτή … γιατί έφυγε το καλό μου αφεντικό».

Καλέ μου πατέρα…

Κάθομαι και σκέφτομαι  πόσες ζευγαριές αμπέλια έχεις άραγε παστρέψει, τυλίξει και κλαδέψει; Είμαι σίγουρη πως ούτε και εσύ ήξερες. Ή μήπως ήξερες πόσα βαρέλια έχεις φτιάξει; καθόσον ήσουν από τους λίγους εναπομείναντες καλούς βαρελάδες του χωριού μας. Το μόνο που θυμούμαι ήτονε ότι το πρώτο φούντι (το πάνω στρογγυλό μέρος του βαρελιού) το κάμες όντες ήσουνε (18) χρονών. Και τι  χαρά , για να αγοράσεις  με τον κόπο σου, όντες ήρχουσου από τη μουστιά, μια ζευγαριά αμπέλι. Θυμούμαι τα λεφτά που ήφερνες από την μουστιά (εργασία των βαρελιών) τα είχες ραμένα επάνω στο σακκάκι που φορούσες.

Καλέ μου πατέρα…

Α! να σε ενημερώσω ότι χθές ηκόψαμε την άλλη μεγάλη σου αγάπη-αμπέλι, το καμάρι σου , όπως έλεγες: Τον Κήπο» μας. Όλα ήταν όπως  επέρυσι. Κόψαμε τον Κάτω-Κήπο, κολατσίσαμε στην  πλακούδα Πέτρα, περάσαμε το τρέσο και ανεβήκαμε στον απάνω «Κήπο». Μετά από (54) χρόνια τον κλάδεψε άλλος κλαδευτής. Να δείς τα κουλουράκια του όπως εσύ τα ήθελες μικρά και στρογγυλά, λές και τα ΄κάμε με διαβήτη. Τον κλαδέψανε όμορφα, τίμια  και με μαστοριά μεγάλη, χεράκια σαν τα δικά σου, του γιου σου του Νικόλα. Και για αυτό εσύ φρόντισες. Τον γαλούχισες όπως εσύ ήθελες. Πόσο υπερήφανη  αισθάνομαι που  κατάγομαι από οικογένεια αρχιμαστόρων στα αμπέλια.

Όπως ητρυούσαμε τον «Κήπο « μας, ηξάνοια μπας και προβάλλεις από την αμπασά, αλλά μάταια. Εσύ είσαι σε  έναν άλλο κόσμο. Ίσως καλύτερο από ετούτο . Με παρηγορεί βέβαια το γενονός ότι εκεί που είσαι, είσαι καλά. Συντροφιά με τους Αγίους της Εκκλησάς μας : Τον Άγιο Νικόλαο και το μικρό μας θυατέρι την Αγία Καλλιόπη, εκκλησία που εσύ δημιούργησες με αγάπη και πίστη.

Καλέ μου πατέρα…

Θέλω να σου πω ότι η κληρονομιά που μας άφησες, το καθαρό σου όνομα και τα αμπελάκια σου θα τα διαφυλλάξουμε , εμείς τα παιδιά σου,  όπως εσύ ήθελες. Για μας είναι ανεκτίμητος θησαυρός και τα αμπελάκια σου , αφού εσύ τα θεωρούσες παιδιά σου, είναι και  εμάς , αδέλφια μας.

Τελειώνοντας θέλω να σου πω ότι μας λείπεις…    μου λείπεις πολύ…»

Η Ριρίκα σου…”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *