«Υπερτουρισμός» ή «η χειρότερη σεζόν»; Απλά, καπιταλιστική τουριστική ανάπτυξη… Το παράδειγμα της Σαντορίνης”
Γιάννης ΤΣΙΓΓΕΡΛΙΩΤΗΣ
Οικονομολόγος, μέλος της ΤΕ Νότιων Κυκλάδων του ΚΚΕ
“Η Σαντορίνη αναμφίβολα την τελευταία 20ετία γνωρίζει μία αλματώδη ανάπτυξη στον τομέα του τουρισμού. Σε όλη την Ελλάδα το τουριστικό κεφάλαιο, αλλά και συνολικά μεγάλοι όμιλοι από διάφορους κλάδους πόνταραν στο άλογο του τουρισμού ώστε να βγάλουν πολλά δισ. με υψηλό ποσοστό κέρδους. Στη Σαντορίνη, αξιοποιώντας και το μοναδικό και ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους τοπίο, αυτή η τάση κυριάρχησε.
Εντονο ενδιαφέρον εκδηλώνεται από την αστική τάξη, τα επιτελεία και τις κυβερνήσεις της για την οικονομική δραστηριότητα στον τουρισμό, αλλά κι από τα συστημικά ΜΜΕ με πλήθος αναλύσεων και δημοσιευμάτων. Αλλα από αυτά εκθειάζοντας την καπιταλιστική τουριστική ανάπτυξη, αναφερόμενα στον τουρισμό με τους όρους «τουριστικό θαύμα», «βαριά βιομηχανία», «ατμομηχανή της εθνικής οικονομίας». Και άλλα – πολλά για τη Σαντορίνη – ανησυχώντας για τα προβλήματα που δημιουργούν οι, δήθεν, «στρεβλώσεις και παρεκκλίσεις» από μια ομαλή και «βιώσιμη», όπως τη λένε, οικονομική τουριστική ανάπτυξη, μιλώντας πότε για «υπερτουρισμό» και πότε για τη «χειρότερη σεζόν».
Η αλήθεια είναι ότι καμία στρέβλωση και παρέκκλιση δεν υπάρχει. Πρόκειται, απλά, για μια κανονική και σύμφωνα με όλους τους νόμους της οικονομίας καπιταλιστική τουριστική ανάπτυξη! Ας δούμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά της…
Για τους μεγαλοξενοδόχους και επιχειρηματίες
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, παρατηρείται μια μεγέθυνση της κεφαλαιοποίησης, κύρια των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, μέσα από τη δημιουργία ομίλων με συμμετοχή τραπεζών, ναυτιλιακών και κατασκευαστικών επιχειρήσεων, καθώς επίσης και ξένων ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και Τour Operators μέσα από επενδύσεις, εξαγορές και συγχωνεύσεις, ανάληψη του μάνατζμεντ.
Με βάση τα στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΞΕΕ), το σύνολο των ξενοδοχειακών μονάδων παρουσιάζει μια αύξηση κατά 32,6%, αλλά τη μεγαλύτερη άνοδο είχαν τα ξενοδοχεία πολυτελείας κατά 115% και της Α΄ κατηγορίας κατά 79%.
Στη Σαντορίνη οι οικογενειακές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις των 1 και 2 αστέρων παρουσιάζουν μια στασιμότητα από το 2004 έως σήμερα. Αντίστοιχα τα 4άστερα και 3άστερα ξενοδοχεία από 109 έφτασαν τα 227 (αύξηση 107%), ενώ τα 4 5άστερα ξενοδοχεία το 2004 έγιναν 72 (αύξηση 1.700%)!
Όλες αυτές οι νέες μονάδες στηρίχτηκαν σε ένα ευνοϊκό οικονομικό πλαίσιο που διαμόρφωσαν όλες οι κυβερνήσεις, παίρνοντας χρήματα από φόρους από τον λαό, αλλά και χρήματα προερχόμενα από τη φορολογία των λαών της Ευρώπης.
Την ίδια στιγμή που ο αυτοαπασχολούμενος καλείται να προπληρώσει φόρο βασιζόμενο σε υποθετικό εισόδημα, οι μεγαλοεπιχειρηματίες του ξενοδοχειακού κεφαλαίου έχτισαν μονάδες με επιδοτήσεις που αγγίζουν το 80%, ή στη χειρότερη με δανειοδότηση με πολύ ευνοϊκούς όρους δανεισμού.
Σε αυτήν τη διαμορφωμένη οικονομική βάση, μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού μετέτρεψε την ιδιοκτησία του σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Αρκετοί κυρίως μικροϊδιοκτήτες χρεώθηκαν παίρνοντας και υψηλότοκα δάνεια με πολύ διαφορετικούς όρους από αυτούς του μεγάλου κεφαλαίου, προσπαθώντας να ακολουθήσουν τον ανταγωνισμό προσφοράς «υψηλού επιπέδου» τουριστικών υπηρεσιών. Με αυτόν τον τρόπο σε ένα νησί 76 τετραγωνικών χιλιομέτρων, οι διαθέσιμες κλίνες το 2023 προσεγγίζουν τις 80.000, με τον αριθμό αυτό να αυξάνεται το 2024 (για το οποίο δεν έχουμε ακόμα επίσημα στοιχεία).
Ο αριθμός των επισκεπτών επίσης την τελευταία δεκαετία παρουσιάζει σημαντική αύξηση, με μία σταθεροποίηση και μικρή πτώση για το 2024. Χαρακτηριστικά, το 2016, το αεροδρόμιο της Σαντορίνης δέχτηκε περίπου 1.700.000 επιβάτες, ενώ το 2023 περίπου 2.775.000 επιβάτες, καταγράφοντας αύξηση πάνω από 1 εκατ.
Ο κύκλος εργασιών σε καταλύματα και εστίαση παρουσιάζει σημαντική αύξηση (για το 2023 εμφανίζεται σχεδόν όσο ολόκληρου του νομού Χανίων), με μία σταθεροποίηση και μικρή πτώση για το 2024 της τάξης του 6 με 7%. Είναι όμως ίδια η πτώση για όλους;
Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι εταιρείες Γ’ κατηγορίας (κύκλου εργασιών άνω του 1,5 εκατ.) όχι μόνο δεν εμφανίζουν πτώση αλλά αντίθετα μετράνε οριακή αύξηση.
Επιβεβαιώνεται λοιπόν η τάση συγκέντρωσης του τουρισμού αλλά και των εσόδων του στις μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου, ενώ συρρικνώνεται το ποσοστό των μικρών και μεσαίων. Αξιοποιώντας και τη μικρή πτώση τη φετινή σεζόν, προχωράει η συγκεντροποίηση του κλάδου που εκφράζεται με εξαγορά ή ενοικίαση μικρών οικογενειακών ξενοδοχειακών μονάδων αλλά και χρεωμένων με δάνεια μικροϊδιοκτητών.
Με απλά λόγια, από την πίτα του τουρισμού το μεγάλο φαγοπότι το κάνει το μεγάλο κεφάλαιο που αφού έχτισε τα μεγαθήριά του με επιδοτήσεις σε σημεία μοναδικής ομορφιάς τώρα βγάζει αμύθητα κέρδη εκμεταλλευόμενο εργαζόμενους και τη μοναδικότητα του νησιού.
Για τους εργαζόμενους
Από την άλλη πλευρά, σε αυτόν τον χορό των εκατοντάδων εκατομμυρίων οι εργαζόμενοι μετράνε οριακά ένα εισόδημα που θα τους βγάλει τη χρονιά. Παρά τα ρεκόρ των αφίξεων, εσόδων και κερδών που σπάνε κάθε χρόνο την τελευταία 15ετία, οι μισθοί μετά βίας βρίσκονται στα επίπεδα του 2009!
Τα 1.500 και 1.600 ευρώ μισθού αντιστοιχούν σε 750 με 800 τον μήνα αν αναλογιστεί κανείς ότι με αυτά πρέπει να βγουν όχι έξι αλλά δώδεκα μήνες, ενώ αν τα υπολογίσει σε 5ήμερο – 8ωρο αντιστοιχούν σε 500 – 600, πολύ πιο κάτω από τη ΣΣΕ, χαμηλότερα ακόμα κι από τον κατώτατο μισθό.
Δουλειά 12ωρα και 13ωρα, 7 μέρες τη βδομάδα χωρίς ρεπό όλη τη σεζόν. Σε συνθήκες υπερεντατικοποίησης για να πληρώσει ο εργοδότης λιγότερα μεροκάματα αλλά και λόγω έλλειψης δυναμικού (εκτιμάται ότι είναι 80.000 κενές θέσεις σε όλη τη χώρα).
Με διαμονή σε τρώγλες ή σε υπόγεια μερικών τετραγωνικών μέτρων. Ακόμα και τη φετινή σεζόν, που υπάρχει μία μικρή μείωση, οι εργαζόμενοι δουλεύουν με τους ίδιους και χειρότερους όρους.
Πώς αλλιώς βγαίνουν τα αμύθητα κέρδη των ομίλων του κλάδου; Τι κέρδη θα είχαν αν δεν επέβαλλαν πεντάμηνη και εξάμηνη δουλειά δίχως ρεπό, με καραμπινάτη κλοπή σε ένσημα ή με δουλειά χωρίς διάλειμμα μέσα στον καύσωνα;
Θα πει κανείς, έτσι είναι η φύση της εργασίας στον τουρισμό. Αλήθεια; Γιατί, τι εμποδίζει, αν όχι το κυνήγι του μεγαλύτερου κέρδους από την εργοδοσία, έναν εργάτη να δουλεύει 7ωρο, 5ήμερο, 35ωρο, με ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς και μισθούς που να καλύπτουν τις ανάγκες του;
Και τι μένει πίσω όταν έρθει ο Νοέμβρης πέρα από το πετσοκομμένο, από την ακρίβεια και το κόστος ζωής στο νησί, εισόδημα; Υπερκόπωση, μυοσκελετικά και άλλα προβλήματα υγείας, ακόμα και ψυχικά νοσήματα από τη σωματική εξάντληση και το αδιέξοδο αυτής της πραγματικότητας.
Για τους κατοίκους του νησιού
Τι το διαφορετικό παρουσιάζει για τους κατοίκους της η καθημερινότητα στη Σαντορίνη των εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ;
Η ακρίβεια χτυπάει «κόκκινο» ακόμα και στα βασικά είδη. Το κόστος των ακτοπλοϊκών, που για τους νησιώτες δεν είναι ζήτημα διακοπών αλλά μετακίνησης από και προς τον τόπο κατοικίας, είναι δυσβάσταχτο. Μόλις τα φώτα της σεζόν σβήσουν δεν υπάρχει ούτε καν σύνδεση με την πρωτεύουσα του νομού, τη Σύρο, όπου αρκετοί χρειάζεται να μετακινούνται για μια σειρά από υποθέσεις τους, όπως π.χ. να περάσει ένα άτομο με αναπηρία μία επιτροπή.
Η έλλειψη στέγης για μακροχρόνια ενοικίαση έχει εκτοξεύσει τα ενοίκια, με αποτέλεσμα να θες ένα μηνιάτικο για μία γκαρσονιέρα. Καθηγητές, δάσκαλοι, γιατροί δεν μπορούν να βρουν σπίτι παρότι μπορεί να διορίζονται εδώ. Το νοσοκομείο αντιμετωπίζει ελλείψεις σε βασικές ειδικότητες, όπως αυτής του παθολόγου, με αποτέλεσμα να χρειάζονται διακομιδή πάρα πολλά περιστατικά. Ετσι υπάρχει καθυστέρηση στην ιατρική αντιμετώπιση του περιστατικού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Τίποτα δεν πηγαίνει στην ουσιαστική αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων. Κοστοβόρα έργα υποδομής, όπως το αναγκαίο λιμάνι που θα μπορεί με ασφάλεια να χρησιμοποιεί ο πληθυσμός χειμώνα – καλοκαίρι, είναι στο συρτάρι μέχρι να βρεθεί ο επενδυτής που θα το κατασκευάσει με τη μορφή των ΣΔΙΤ, με κρατικό χρήμα και αξιοποίησή του μετά για ίδιον όφελος με κάθε πιθανό τρόπο. Το ίδιο συμβαίνει και με τη διαχείριση των απορριμμάτων.
Εργα υποδομής που δεν έχουν να κάνουν με τον τουρισμό, δεν μπαίνουν καν στη συζήτηση. Η πλειοψηφία των σχολείων είναι χτισμένα μετά τον σεισμό του ’56 με υλικά από νερό και άμμο θαλάσσης που κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει ότι είναι στατικά επαρκή. Η περίπτωση του Δημοτικού Σχολείου του Καμαρίου είναι χαρακτηριστική. Αντί να κατασκευαστεί με ειδικό τοπικό πολεοδομικό σχέδιο ένα σύγχρονο σχολείο σε έκταση που έχει απαλλοτριωθεί, ο δήμος προωθεί την επέκταση του υπάρχοντος επικίνδυνου σχολικού κτιρίου, κατασκευασμένου το 1958, που βρίσκεται εντός οικισμού. Προβληματική κατάσταση επικρατεί και στους βρεφικούς και παιδικούς σταθμούς που δεν μπορούν να καλύψουν ούτε το 20% των παιδιών που έχουν ανάγκη Προσχολικής Αγωγής, ενώ ακόμα και οι υπάρχουσες εγκαταστάσεις δεν αξιοποιούνται στο σύνολό τους καθώς δεν υπάρχει προσωπικό.
Το περιβάλλον πληρώνει βαρύ τίμημα. Οι αυξημένες ανάγκες κατανάλωσης ρεύματος από τα δεκάδες μεγάλα ξενοδοχεία με τα τζακούζι ανά δωμάτιο απαιτούν πρόσθετες εγκαταστάσεις και μηχανές που πρέπει να δουλεύουν στο όριο των δυνατοτήτων τους. Ο Σταθμός Παραγωγής της ΔΕΗ λειτουργεί στο ανώτατο όριό του, ενώ ταυτόχρονα έχουν εγκατασταθεί δεκάδες κοντέινερ μετασκευασμένα ώστε να περιέχουν πρόσθετες μηχανές που λειτουργούν και εκπέμπουν και αυτές ρύπους. Στα παραπάνω προστίθενται οι ρύποι των κρουαζιερόπλοιων εντός της Καλντέρας αλλά και τα χιλιάδες πούλμαν και βανάκια δημιουργώντας φωτοχημικό νέφος στο νησί. Φυσικά ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα αυτής της ανάπτυξης είναι και το ναυάγιο του «Sea Diamond», που αφού έβγαλε ό,τι έβγαλε για τον εφοπλιστή, εδώ και 17 χρόνια είναι παρατημένο στα νερά της Καλντέρας.
Ταυτόχρονα, η χωρίς κανέναν έλεγχο οικοδόμηση και ανέγερση ξενοδοχειακών μονάδων έχει δημιουργήσει συνθήκες ασφυξίας σε όλα σχεδόν τα χωριά. Η κατασκευή μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων έχει αλλάξει τη φυσιογνωμία και τον χαρακτήρα των χωριών του νησιού. Ολα παραδίδονται στο γρήγορο κέρδος του τουρισμού με αποτέλεσμα να βλέπουμε την κατασκευή πολυτελών καταλυμάτων ακόμα και μέσα στην παραλία, σε αρχαιολογικό χώρο όπως στην Περίσσα. `Η να πέφτουν τσιμέντα μέσα στην άμμο και να γίνεται μαγαζί η ίδια η παραλία, να καταπατείται η πλατεία όπως στο Καμάρι, που δίκαια έχει αντιδράσει ο κόσμος. Καταστρέφονται ανεξέλεγκτα το περιβάλλον και το τοπίο, αυτό που εξαρχής προσέλκυσε τους πρώτους επισκέπτες.
Η «μονοκαλλιέργεια» του τουρισμού έχει συρρικνώσει οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Η αγροτική παραγωγή της Σαντορίνης, ο διάσημος αμπελώνας της, το ντοματάκι της, η φάβα τείνουν να εξαφανιστούν. Η απουσία μέτρων για την αντιμετώπιση της ανομβρίας, που δεν είναι ένα καινούργιο φαινόμενο, έχει οδηγήσει σε μεγάλη μείωση της παραγωγής σταφυλιών και άλλων τοπικών προϊόντων από όσους αγρότες επιμένουν ακόμα να καλλιεργούν.
Οι εργαζόμενοι και οι αυτοαπασχολούμενοι είναι εκτεθειμένοι στους κλυδωνισμούς και τις αυξομειώσεις του τουρισμού. Την αύξηση ή τη μείωση των επισκεπτών ενός προορισμού την καθορίζουν οι tour operators που ανάλογα με το ποσοστό κέρδους που θα βγάλουν στρέφονται και σε εναλλακτικούς προορισμούς. Οπως και να το κάνουμε, ο τουρισμός θέλουμε – δεν θέλουμε επηρεάζεται από παράγοντες που δεν έχουν να κάνουν με το αν επιλέγουν οι τουρίστες τη χώρα μας ή άλλους προορισμούς.
Ιδιαίτερα τώρα που η διεθνής οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα γενικευμένης και συγχρονισμένης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης η επίπτωση στον τουρισμό θα είναι μεγάλη. Οπως επίπτωση έχουν ήδη και οι δύο περιφερειακοί πόλεμοι στην περιοχή, στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή. Πόσο μάλλον σε μια πιθανή γενίκευση του πολέμου όπου και η χώρα μας εμπλέκεται ενεργά.
Φυσικά, οι επιπτώσεις από μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι ίδιες για όλους. Οι μεγαλοξενοδόχοι με τις δεκάδες επενδύσεις σε εξέλιξη, σε άλλες επιχειρήσεις εδώ στη χώρα ή αλλού θα συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους, με αβάντες που δεν έχουν ούτε οι μικρομεσαίοι που είναι σε αρκετές περιπτώσεις χρεωμένοι ως τον λαιμό, ούτε βέβαια οι εργαζόμενοι που εξαρτώνται από τον μισθό τους και μόνο.
«Παρέκκλιση» ή κανονικότητα;
Αποτελούν τα παραπάνω μια «παρέκκλιση» ή είναι η κανονικότητα της καπιταλιστικής ανάπτυξης που υπακούει στον βασικό νόμο της μεγιστοποίησης του κέρδους, στον νόμο της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, στον νόμο της εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης;
Ούτε το πρόβλημα, λοιπόν, αλλά ούτε και η λύση του βρίσκεται στην πλαστή αντιπαράθεση «υπερτουρισμός ή βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη». Αλλωστε, το δίλημμα σε αυτήν τη βάση είναι αν θα έχουμε λιγότερους πολύ φραγκάτους τουρίστες ή περισσότερους απλά φραγκάτους. Σε αυτό το δίλημμα δεν χωράνε οι εργαζόμενοι με τις οικογένειές τους που είναι καταδικασμένοι είτε σε «staycation», όπως ωμά μας προωθούν για να πέσει λίγη χρυσόσκονη στη φτώχεια, είτε στην καλύτερη περίπτωση να πάνε στο χωριό.
Δεν είναι στρέβλωση ούτε κάποια κακή διαχείριση. Είναι ένα σύστημα που αναπτύσσεται με βάση το κέρδος των λίγων, άναρχα, χωρίς να διστάζει να πραγματοποιεί τα μεγαλύτερα εγκλήματα σε βάρος της Σαντορίνης και των άλλων νησιών και τουριστικών προορισμών. Οσες κυβερνήσεις και αν αλλάξουν, όσα κυβερνητικά σχήματα και αν διαμορφωθούν, όσοι τρόποι διαχείρισης και αν εφαρμοστούν, τα συμφέροντα του λαού με την κερδοφορία του κεφαλαίου δεν γεφυρώνονται.
Είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι. Από τη μία αυτός της υπέρμετρης χλιδής, των ελικοπτέρων αναψυχής και των γιοτ, των δωματίων – σουίτες με τζακούζι και πισίνα, των πεντάστερων ξενοδοχείων, των παραλιών ιδιωτικής χρήσης με τραπεζάκια ως το κύμα. Ο κόσμος των λίγων. Από την άλλη ο κόσμος που ζουν οι εργαζόμενοι, οι χιλιάδες κάτοικοι του νησιού, που δεν έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν έστω και λίγες μέρες διακοπών.
Οι θέσεις του ΚΚΕ
Ο τουρισμός είναι ανθρώπινη ανάγκη, καθολικό λαϊκό δικαίωμα, που έχει άμεση σχέση με την αναπλήρωση της εργατικής δύναμης, και όχι εμπόρευμα.
Οι δυνάμεις του ΚΚΕ, οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες είναι πρώτοι στη μάχη για αυξήσεις στους μισθούς, για υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας που θα μπαίνουν εμπόδιο στη φυσική εξόντωση των εργαζομένων. Παλεύουμε για αξιοπρεπείς συνθήκες δουλειάς και διαμονής με ευθύνη της μεγαλοεργοδοσίας, της κυβέρνησης, του δήμου και της Περιφέρειας. Για μέτρα υγείας και ασφάλειας, ώστε να μη σακατεύονται οι εργαζόμενοι σε μια τουριστική σεζόν με πρωτοφανή ένταση και με δουλειά από τα ξημερώματα ως τα μεσάνυχτα.
Οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να δουλεύουν σε ανθρώπινες συνθήκες, με ωράριο και μισθό που να επαρκεί ώστε να καλύψουν υποχρεώσεις και ανάγκες, αν δεν έμπαιναν στη μέση το κέρδος και οι πολιτικές που έχουν οδηγήσει στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού σε όλη τη χώρα.
Στο πλαίσιο μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας με γνώμονα ανάπτυξης την κάλυψη των αναγκών του λαού θα υπάρχουν όλες εκείνες οι παραγωγικές δυνάμεις και δυνατότητες που θα δώσουν ώθηση σε όλους τους κλάδους, σε όλες τις περιοχές της χώρας.
Η κάλυψη, για παράδειγμα, των εγχώριων αναγκών σε αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντα θα απαιτήσει σχεδιασμό και ανάπτυξη αυτού του κλάδου δίνοντας και ζωή στην ύπαιθρο που αυτήν τη στιγμή καταστρέφεται. Αντίστοιχα η παραγωγή φθηνών και ποιοτικών προϊόντων θα απαιτήσει ανάπτυξη της βιομηχανίας αξιοποιώντας όλο το εργατικό και επιστημονικό δυναμικό που τώρα παίρνει ένα πτυχίο και αντί να δουλέψει στο αντικείμενό του καταλήγει σεζόν στα νησιά.
Ο τουρισμός μπορεί να λειτουργεί στα πλαίσια αυτής της οικονομίας ως ένας ακόμα κλάδος της που θα έχει ως στόχο να ξεκουράζεται και να αναπληρώνει τις δυνάμεις του ο εργαζόμενος πληθυσμός της χώρας. Με άλλα λόγια, να μπορεί μια οικογένεια από την Αθήνα να κάνει διακοπές σε ένα νησί”.