“ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ”

ΜΙΑ ΑΡIΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΓΑΛΑΙΟ

 

 

Ο διδάκτορας Φιλολογίας κ. Γιάννης Γαλαίος. (φωτό αρχείου)

  Η Santonews, δημοσιεύει με ιδιαίτερη χαρά, την ομιλία του διδάκτορα Φιλολογίας Γιάννη Γαλαίου, για το Νίκο Καζαντζάκη που εστιάζει στο περίφημο βιβλίο “Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά”. Δεν αγγίζεται τίποτα από τη μορφοποίηση του κειμένου, έστω κι αν το word press που χρησιμοποιεί η σελίδα, έχει αντίθετη άποψη.

Ελπίδα είναι αυτό το υποδειγματικό κείμενο που περιέχει εκπληκτική ανάλυση και βαθιά γνώση του έργου του μεγάλου Κρητικού, όχι μόνο να διαβαστεί από όλους, αλλά και να τυπωθεί για όλα τα παιδιά που φοιτούν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Είναι, ένα σπουδαίο κείμενο, από τον εντυπωσιακά ευρυμαθή και ευθύβολο Θηραίο φιλόλογο και διανοούμενο.

Γιάννης Γαλαίος,

«Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» του Νίκου Καζαντζάκη. Εκδοχές και λειτουργίες ενός χαρακτήρα1.

Κυρίες και κύριοι,

Θεωρώ υψίστη τιμή να συμμετέχω με την ομιλία μου αυτή στις εκδηλώσεις που οργανώνονται σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας με αφορμή τη συμπλήρωση εξήντα χρόνων από την εκδημία του ανήσυχου, ακάματου και πολυγραφότατου συγγραφέα μας (μόνο η Οδύσσειά του απαρτίζεται από 33.333 στίχους!) και μεταφραστή Νίκου Καζαντζάκη το 1957 (στις 26 Οκτωβρίου) στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Το Υπουργείο Πολιτισμού, τιμώντας την επέτειο αυτή και ύστερα από αίτημα της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη (ΔΕΦΝΚ) και άλλων φορέων ανακήρυξε το 2017 ως «Έτος Καζαντζάκη». Το νησί μας λαμβάνει μέρος στον εορτασμό αυτό μέσα από τη σημερινή εκδήλωση την οποία συνδιοργανώνουν στο εντευκτήριο του Πολιτιστικού Συλλόγου η ΔΕΦΝΚ, η «Εστία Πύργου Καλλίστης» ο ομώνυμος σύλλογος, ο Σύλλογος Κρητών Σαντορίνης «Το Αρκάδι» και το «Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού». Συγχαίρω εγκάρδια τους συντελεστές της εκδήλωσης και τους ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση.

Ο τίτλος της ομιλίας μου είναι: «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» του Νίκου Καζαντζάκη. Εκδοχές και λειτουργίες ενός χαρακτήρα». Όπως προδηλώνει ο τίτλος, θα καταπιαστώ με τον λογοτεχνικό τύπο του Αλέξη Ζορμπά, ο οποίος έγινε διεθνώς γνωστός μέσα από την κινηματογραφική του αποτύπωση, συμβάλλοντας ταυτόχρονα μαζί με τις πάμπολλες μεταφράσεις των έργων του συγγραφέα και στη διεθνή σταδιοδρομία του Καζαντζάκη, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να μοιράζεται με τον Καβάφη τα σκήπτρα της οικουμενικής δημοτικότητας σε σύγκριση με οποιονδήποτε άλλο Νεοέλληνα λογοτέχνη. Ειδικότερα, θα επιχειρήσω να υποδείξω ενδεικτικές μεταμορφώσεις του Ζορμπά μέσα σε διαφορετικά κοινωνικά, καλλιτεχνικά και εκπαιδευτικά συμφραζόμενα και την πολλαπλότητα της χρήσης του εντός τους.

1.Ο πραγματικός Ζορμπάς.

Θα ξεκινήσω την ανάλυσή μου με τον πραγματικό Ζορμπά2. Το όνομά του ήταν Γιώργης Ζορμπάς. Όπως αναφέρει ο Στυλιανός Αλεξίου, «ο πραγματικός Γιώργης Ζορμπάς ήταν Έλληνας της τότε Γιουγκοσλαβίας, πρόπαππος του σήμερα αγαπητού στους νέους, πρόωρα χαμένου τραγουδιστή Παύλου Σιδηρόπουλου»3. Ο Καζαντζάκης τον γνώρισε στον Άγιο Όρος το 1914. Το 1917 συνεργάστηκε μαζί του στην αποτυχημένη επιχείρηση λιγνιτωρυχείου στην Πραστοβά της Μάνης. Συνόδευσε ακόμη τον Καζαντζάκη, ως Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως, στον Καύκασο το 1919 στην αποστολή επαναπατρισμού των Ελλήνων Ποντίων που διώκονταν από τους μπολσεβίκους και τους Κούρδους.

Ο Καζαντζάκης εκτιμούσε ιδιαίτερα το Ζορμπά ως ξεχωριστό άνθρωπο. Τούτο τεκμαίρεται από το γεγονός ότι πέρα από το ομώνυμο μυθιστόρημα με τον εγκωμιαστικό προς το Ζορμπά Πρόλογο, του αφιερώνει ξεχωριστό κεφάλαιο στην αυτοβιογραφική «Αναφορά στο Γκρέκο» (1961). Πιο συγκεκριμένα δύο στοιχεία εξέχουν, κατά τη γνώμη μου, ως προς τη σημασία τους: α) τον συγκαταλέγει, αντιγράφοντας τον Πρόλογο, ανάμεσα στους σημαντικότερους ανθρώπους που επηρέασαν τη ζωή του (Όμηρο, Βούδα, Νίτσε, Μπερξόν)4. Είναι, νομίζω, χαρακτηριστική του αξιολογικού προβιβασμού του Ζορμπά η συγκαταρίθμησή του ανάμεσα σε τέσσερις κορυφές: μία της λογοτεχνίας, μία της θρησκείας και δύο της φιλοσοφίας. Ο κοινός αυτός θνητός εντάσσεται στη χορεία των αθανάτων του πνεύματος. β) Όταν ο Καζαντζάκης πληροφορήθηκε το θάνατό του, αποφάσισε να γράψει, για να ζωντανέψει τη μορφή του. Η απόφαση αυτή συνιστά την ιδρυτική συνθήκη για τη μετάβαση από τον πραγματικό στον μυθιστορηματικό Ζορμπά.

Στιγμιότυπο από την εκδήλωση για το Νίκο Καζαντζάκη

2. Ο μυθιστορηματικός Ζορμπάς.

Ο μυθιστορηματικός Ζορμπάς, που γράφτηκε στην τελική του μορφή στα δύστηνα χρόνια της Κατοχής (σύμφωνα με τον Σ. Αλεξίου, δημοσίευση τμήματος στα Νεοελληνικά Γράμματα Ηρακλείου το 1926, ένα χρόνο δηλαδή πριν από τη δημοσίευση του φιλοσοφικού δοκιμίου Ασκητική στο περιοδικό Αναγέννηση) και πρωτοκυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1946, διαδραματίζει ποικίλες λειτουργίες. Πρώτα-πρώτα, απαθανατίζει διά της τέχνης τη μορφή του αληθινού Ζορμπά. Η λογοτεχνική γραφή εδώ μεταστοιχειώνεται σε αντίδοτο του θανάτου, χαρίζοντας το διαβατήριο της αθανασίας στο θνητό και εφήμερο αλλά αξιομνημόνευτο άνθρωπο. Ο μυθιστορηματικός όμως Ζορμπάς, χωρίς να χάνει το βιωματικό του υπόστρωμα, υπερβαίνει τον πραγματικό, διαφοροποιούμενος από αυτόν, καθώς ο χαρακτήρας του συγκροτείται όχι μόνο από πραγματολογικά επαληθεύσιμες ψηφίδες (επιστάτης σε λιγνιτωρυχείο, διηγήσεις, αγάπη για τη ζωή) αλλά και από πλαστά στοιχεία, προϊόντα της συγγραφικής επίνοιας (όνομα: Αλέξης αντί Γιώργης, μεταφυσικές αγωνίες, συνάντηση στην Κρήτη). Από την άποψη αυτή ο λογοτεχνικός Ζορμπάς αποδεικνύεται υβριδικός, ως ιδιότυπη σύγκραση του πραγματικού και του φανταστικού, και όχι γι’ αυτό λιγότερο αληθοφανής, δηλαδή λογοτεχνικά αληθής και πειστικός.

Στο πλαίσιο αυτό της μυθοπλαστικής κατασκευής ο Ζορμπάς προσλαμβάνει δύο καίριες διαστάσεις. Καταρχάς, η φωνή του αποκτά ένα πληθυντικό εύρος, στο βαθμό που σε αυτήν αναγνωρίζονται και συνακούγονται τρεις πομποί: α) ο συγγραφέας με τους μεταφυσικούς του προβληματισμούς (λ.χ. της χαμένης ανθρώπινης ολότητας/του κατακερματισμού του σύγχρονου ανθρώπου, η ανάγκη συμφιλίωσης του νου και της καρδιάς, του σώματος και του πνεύματος, της τέχνης και της ζωής), β) συγγενικοί τύποι της παγκόσμιας λογοτεχνίας (δείγματος χάριν, Οδυσσέας, Προμηθέας, Φάουστ, Σεβάχ ο Θαλασσινός), με τους οποίους ο Ζορμπάς μοιράζεται τα κοινά στοιχεία της ταξιδιωτικής περιπέτειας και της οδυνηρής δίψας για γνώση, γ) εμβληματικοί εκπρόσωποι της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας που σημάδεψαν τη σκέψη του συγγραφέα: ο Μπερξόν5 (με το élan vital, το ζωτικό ένστικτο), και ο Νίτσε6 (με το απολλώνιο και το διονυσιακό στοιχείο της Γένεσης της τραγωδίας και τον Ζαρατούστρα). Επιπλέον, ο Ζορμπάς αναλαμβάνει μια συμβολική λειτουργία, αντιπροσωπεύοντας: α) τον λαϊκό άνθρωπο της αυθόρμητης και αντισυμβατικής δράσης και του πάθους για τη ζωή (το φαγητό, το ποτό, τη γυναίκα, το χορό), που βρίσκεται στον αντίποδα του ανθρώπου της θεωρίας και της βουδιστικής απάθειας (του καλαμαρά συγγραφέα), β) μια καταπιεσμένη «από το δικηγόρο Νου» (λόγια του Καζαντζάκη) πτυχή της προσωπικότητας του Καζαντζάκη (τη διονυσιακή), ο οποίος συνομιλεί με τον εαυτό του (Βλ. Νικηφόρο Βρεττάκο7), γ) το αντιλογοκρατικό πρότυπο ζωής-όχι αυτονόητα δυτικής κοπής κατά το Νίκο Ματσούκα8– προς το οποίο τείνουν ανεπιτυχώς ο αφηγητής και ο συγγραφέας-συναξαριστής (βλ. την ανακοίνωση του Καζαντζάκη στον Π. Πρεβελάκη ότι άρχισε να γράφει Το συναξάρι του Ζορμπά). Το τρίτο αυτό γνώρισμα μας οδηγεί στον παιδαγωγικό ρόλο του Ζορμπά. Ο διανοούμενος μαθητεύει στο σχολείο της δράσης.

3. Ο διδακτικός Ζορμπάς.

Ερχόμαστε έτσι στο διδακτικό Ζορμπά, υποκατηγορία του μυθιστορηματικού, ο οποίος ανθολογείται στην Τρίτη τάξη του Γυμνασίου και τη Δευτέρα τάξη του Γενικού Λυκείου. Στο απόσπασμα του Γυμνασίου, ο Ζορμπάς: α) περιγράφεται με καίριες σωματικές, ψυχικές και επαγγελματικές ιδιότητες, που επιτρέπουν στο μαθητή να σχηματίσει μια σαφή εικόνα για το χαρακτήρα: ο Ζορμπάς εξεικονίζεται ως κοκκαλιάρης, μαντράχαλος γέροντας με φλογερά μάτια, πολυταξιδεμένος και φιλόδονος, καλός μιναδόρος• β) προβάλλεται ως ο ζητούμενος άνθρωπος-λύση στο υπαρξιακό πρόβλημα του αφηγητή (ανάγκη για αναπροσανατολισμό της ζωής)9• γ) εξαίρεται ως μερακλής που παίζει σαντούρι. Ο λόγος του έχει τα χαρακτηριστικά της ζωντανής λαϊκής αφήγησης και συστήνει την ψυχοθεραπευτική του σχέση με τη μουσική 10.

Το απόσπασμα του Λυκείου, απευθυνόμενο σε μεγαλύτερους μαθητές, μπορεί να χαρακτηριστεί ως φιλοσοφικότερο. Πιο συγκεκριμένα ο Ζορμπάς στο απόσπασμα αυτό: α) ενσαρκώνει τον ηρωικό άνθρωπο που δεν φοβάται το θάνατο και αγαπά τη ζωή • β) ως απορημένος μαθητής και σωκρατικός συνομιλητής προσομοίωσης πλατωνικού διαλόγου (σημειωτέον ότι ο Καζαντζάκης είχε μεταφράσει τον «Αλικιβιάδη» και τον «Ίωνα» του Πλάτωνα από τις εκδόσεις Φέξη) θέτει στο δάσκαλο-αφηγητή τις θεμελιώδεις ερωτήσεις της ύπαρξης ύστερα από την κηδεία της μαντάμ Ορτάνς μιαν έναστρη νύχτα («ποιος δημιούργησε το σύμπαν;», «για ποιο λόγο το δημιούργησε;», «γιατί να πεθαίνει ο άνθρωπος;», «από πού ερχόμαστε και πού πάμε;») και δυσανασχετεί για την αδυναμία των βιβλίων να τις απαντήσουν. Τούτων δοθέντων, ο λυκειακός Ζορμπάς δείχνει να μοιράζεται με τους εφήβους τόσο τη δίψα για γνώση, όσο και την αισιόδοξη και ταυτόχρονα ριψοκίνδυνη αντιμετώπιση της ζωής, προτείνοντας λαβές αναγνωστικής εξοικείωσης και χαρακτηρολογικής ταύτισης. Ως οπτικοακουστικός αρωγός της μαθητικής αυτής εξοικείωσης (και εν μέρει ανοικείωσης) μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο κινηματογραφικός Ζορμπάς στην ταινία Zorba the Greek του Μιχάλη Κακογιάννη (1964).

4. Ο κινηματογραφικός Ζορμπάς.

Ποιος είναι όμως αυτός ο κινηματογραφικός Ζορμπάς; Οι δυνατές απαντήσεις στο ερώτημα αυτό πολλαπλασιάζονται λόγω και των ιδιαίτερων συμβάσεων της κινηματογραφικής τέχνης. Καταρχάς, ο χαρακτήρας ταυτίζεται με τον ηθοποιό που τον υποδύεται. Ζορμπάς είναι ο Άντονυ Κουίν στην ταινία του Κακογιάννη. Έπειτα, ο χαρακτήρας ταυτίζεται με το ρόλο. Από την άποψη αυτή, Ζορμπάς είναι ο εραστής κι ο χορευτής, που χορεύει το συρτάκι του Μ. Θεοδωράκη στην τελευταία σκηνή της ταινίας. Επιπλέον, προβάλλεται ως ο δάσκαλος που «θα διδάξει το μυστήριο της ζωής στο μορφωμένο δυτικό»11 και όχι στον Έλληνα λόγιο, όπως συμβαίνει στο μυθιστόρημα. Κυρίως όμως, αντίθετα με το τελευταίο, που υπερβαίνει τον εθνικισμό μέσα από την υιοθέτηση ενός ανθρωπιστικού διεθνισμού, ο κινηματογραφικός Ζορμπάς αναγνωρίζεται από το ξένο κοινό ως ο αντιπροσωπευτικός Έλληνας. Όπως έχει παρατηρηθεί, πρόκειται για εξωραϊσμένη και πλαστή εικόνα του Έλληνα της δεκαετίας του 1960 (Γαραντούδης12), «σήμα κατατεθέν της τουριστικής βιομηχανίας» (Δ. Παπανικολάου13).

5. Ο μετακαζαντζακικός Ζορμπάς. 

Μια έσχατη εκδοχή του Ζορμπά, λιγότερο τουριστικά εμπορεύσιμη αλλά περισσότερο κριτικά υπολογίσιμη ως προς την επίδραση που άσκησε στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, συνιστά αυτή που ονομάζω «μετακαζαντζακικό Ζορμπά». Εννοώ δηλαδή τον λογοτεχνικό Ζορμπά στις κατοπινές λογοτεχνικές του μεταπλάσεις. Θα δανειστώ στο σημείο αυτό δύο σχετικά παραδείγματα από σχετική εργασία της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου1. Το πρώτο προέρχεται από τα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά (1990) του Κώστα Μουρσελά. Στο μυθιστόρημα αυτό είδωλο του Ζορμπά μπορεί να θεωρηθεί ο νεαρός Λούης, ο πρωτεϊκός χαρακτήρας του οποίου διασταυρώνεται με το «κοινωνικό και το υπαρξιακό ήθος της γενιά του ‘70»2. Το δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από το μυθιστόρημα Θάνατος του Ζορμπά του Φ. Φιλίππου (2007). Στο έργο αυτό ο Ζορμπάς δεν είναι το εξαίρετο πλάσμα της καζαντζακικής αξιολογίας αλλά ένας γέροντας που δεν διαφέρει από έναν κοινό, συνηθισμένο άνθρωπο. Η κορυφή δηλαδή μεταπίπτει στο μέσο όρο, ο υπεράνθρωπος σε άνθρωπο.

1 Σταυρακοπούλου Σωτηρία, «Η παρουσία του καζαντζακτικού Ζορμπά στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία», Αντί 911-912 (2008) 68-75.

2 Σταυρακοπούλου, ό.π., σελ. 69.

Κυρίες και κύριοι,

Ανέφερα μερικές μόνον εκδοχές του Ζορμπά, τον οποίο η λογοτεχνική ευφυΐα του Καζαντζάκη οικοδόμησε ως αναγνωρίσιμο αρχετυπικό χαρακτήρα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που παρά την ελληνική του ιθαγένεια (ή και εξαιτίας της) υψώθηκε σε οικουμενικό σύμβολο κατάφασης της ζωής. Έδειξα επίσης ότι τα συστατικά του χαρακτήρα αυτού συντάσσονται και ανασυντάσσονται16 μέσα σε διαφορετικά περιβάλλοντα δεξίωσης, επιτελώντας κάθε φορά διαφορετικές λειτουργίες: τιμητικής «μνημείωσης», μαθητείας, ατομικού και συλλογικού αυτοπροσδιορισμού.

Από την άποψη αυτή, ο Ζορμπάς αποτελεί έξοχη περίπτωση λογοτεχνικού χαρακτήρα με δυναμική επενέργεια και ευλύγιστη προσαρμοστικότητα, όπως ο Οδυσσέας του Ομήρου, του Τζόυς και του Τέννυσον. Η δυναμική αυτή ωστόσο δεν σταματά. Ο Ζορμπάς καλεί τον καθένα μας σε μια νέα κάθε φορά έφηβη ανάγνωση, όπως ακριβώς ο ήρωας αναπαρθενεύει με το βλέμμα του κάθε στιγμή της ζωής, προτείνοντάς μας μια έξοδο από το ζόφο της σύγχρονης κρίσης.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

1 Ομιλία στην Εστία Πύργου την 1η Μαρτίου 2017 με αφορμή εκδήλωση μνήμης για τα εξήντα χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη.

2 Πολλές πληροφορίες για το ιστορικό πρόσωπο του Ζορμπά θα βρει ο αναγνώστης στο πρόσφατο βιβλίο του Γιώργου Στασινάκη, Καζαντζάκης-Ζορμπάς. Μια αληθινή φιλία. Καστανιώτης, Αθήνα 2017, το οποίο μου υπέδειξε ο καλός φίλος και συνάδελφος κ. Χριστοφορίδης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν σε σχέση με τη βιογραφία του Ζορμπά: α) οι βιογραφικές πληροφορίες: όρια ζωής= 1865 [Καταφύγι ή Κολινδρός Πιερίας]-1941 (σύμφωνα με τη σχετική αναγραφή στον τάφο του στα Σκόπια), –χρονολογίες πάντως αμφισβητούμενες-, γάμος με τη δεκαπεντάχρονη κόρη του Γερο-Καλκούνη, την Ελένη, με την οποία απέκτησαν δέκα παιδιά (επέζησαν τα εννέα), β) οι τρεις επιστολές του Ζορμπά προς τον Καζαντζάκη, στις οποίες αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στη διαβρωτική λειτουργία του χρήματος στο ανθρώπινο ήθος, την αφοβία του και την αγάπη του προς την ελευθερία, τη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης, την αξία της δημιουργικότητας, τα πολιτικά συμφέροντα και την ανάγκη εθνικής συμφιλίωσης, την αγάπη προς τη ζωή (σελ. 32-36), γ) τα κείμενα του Επιμέτρου, ανάμεσά τους και πληροφορίες συγγενών.

3 Στυλιανός Αλεξίου, Ποικίλα Ελληνικά. Στιγμή, Αθήνα 2009, σελ. 154.

4 Τι ξεχώρισε σε αυτόν ως μέσα σωτηρίας ενός διανοούμενου; Γράφει: «Αν ήταν στη ζωή μου να διάλεγα ένα ψυχικό οδηγό, έναν Γκουρού, όπως λένε οι Ιντοί, ένα Γέροντα, όπως λένε οι καλόγεροι στο Άγιον Όρος, σίγουρα θα διάλεγα το Ζορμπά. Γιατί αυτός είχε ό, τι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί: την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψηλάθε σαϊτευτά τη θροφή της· τη δημιουργικιά, κάθε πρωί ανανεούμενη αφέλεια να βλέπει ακατάπαυτα για πρώτη φορά τα πάντα και να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία — αγέρα, θάλασσα, φωτιά, γυναίκα, ψωμί· τη σιγουράδα του χεριού, τη δροσεράδα της καρδιάς, την παλικαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή, σαν να ‘χε μέσα του μια δύναμη ανώτερη από την ψυχή, και τέλος το άγριο γάργαρο γέλιο, από βαθιά πηγή, βαθύτερη από το σπλάχνο του ανθρώπου, που ανατινάζουνταν απολυτρωτικό στις κρίσιμες στιγμές από το γέρικο στήθος του Ζορμπά· ανατινάζουνταν και μπορούσε να γκρεμίσει — και γκρέμιζε — όλους τους φράχτες — ηθική, θρησκεία, πατρίδα — που άσκωσε γύρα του ο κακομοίρης ο φοβητσιάρης ο άνθρωπος, για να κουτσοπορέψει ασφαλισμένα τη ζωούλα» (Αναφορά στο Γκρέκο, κεφάλαιο ΚΘ΄)

5 Βλ. τη μελέτη του Καζαντζάκη για τον διδάσκαλό του Μπερξόν, τη δημοσιευμένη στο Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου (22.1.1913) και αναδημοσιευμένη από τον Γ. Ε. Στεφανάκη, Αναφορά στον Καζαντζάκη. Καστανιώτης, Αθήνα 1997, σελ. 113-150.

6 Βλ. «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του δικαίου». Διατριβή επί υφηγεσία. Ηράκλειο 1909. Επίσης, ο Νίκος Καζαντζάκης μετέφρασε δύο έργα του Νίτσε: “Η Γέννησις της Τραγωδίας” και “Τάδε έφη Ζαρατούστρα” (και τα δύο κυκλοφόρησαν από τον αθηναϊκό Εκδοτικό Οίκο Γεωργίου Δ. Φέξη, το 1912 και το 1913 αντίστοιχα).

7 Νικηφόρος Βρεττάκος, Νίκος Καζαντζάκης. Η αγωνία του και το έργο του. Σύψας, Αθήνα 1964, σελ. 635: «Ο Αλέξης Ζορμπάς αποτελεί μια διπλή εξομολόγηση ‘κατ’ αντιπαράστασιν’. Ο ένας είναι ο Καζαντζάκης όπως θα ήθελε να είναι, αλλά δε μπορεί. Ο άλλος Καζαντζάκης, ο Ζορμπάς σηκώνει κεφάλι μέσα του, πάει να φτάσει τον άλλο, να τον ξεπεράσει, να κυριαρχήσει –να τον λυτρώσει. Ωστόσο, ο νους του πρώτου κυριαρχεί, ο Ζορμπάς δρα κάτω από τη σκιά του, αποτελεί το όνειρο του άλλου του εαυτού, που τέτοιος δεν θα γίνει ποτέ».

8 Νίκου Α. Ματσούκα, Η ελληνική παράδοση στο Νίκο Καζαντζάκη. Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 24-33.

9 Κατάλαβα πως ο Ζορμπάς ετούτος είναι ο άνθρωπος που τόσον καιρό τον ζητούσα και δεν τον έβρισκα· μια ζωντανή καρδιά, ένα ζεστό λαρύγγι, μια ακατέργαστη μεγάλη ψυχή, που ακόμα δεν αφαλοκόπηκε από τη μάνα της, τη Γης. Τι θα πει τέχνη, έρωτας της ομορφιάς, αγνότητα, πάθος – ο εργάτης ετούτος μού το ξεδιάλυνε με τα πιο απλά ανθρώπινα λόγια. Κοίταξα τα χέρια αυτά που κάτεχαν να δουλεύουν τον κασμά και το σαντούρι – γιομάτα ρόζους και χαραμάδες, παραμορφωμένα και νευρικά. Άνοιξαν με προσοχή και τρυφεράδα, σα να ‘γδυναν γυναίκα, το σακούλι κι έβγαλαν ένα παλιό μαγληνό σαντούρι, με πλήθος κόρδες, με μπρούντζινα και φιλντισένια στολίδια και με μιαν κόκκινη μεταξωτή φούντα στην άκρα. Τα χοντρά δάχτυλα το χάδεψαν όλο, αργά, παθητικά, σα να χάδευαν γυναίκα. Κι ύστερα πάλι το τύλιξαν, όπως τυλίγουμε αγαπημένο σώμα μη μας κρυώσει» (Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Γυμνασίου, σελ. 167-168).

10 «Εγώ ήμουν είκοσι χρονών. Σ’ ένα πανηγύρι του χωριού μου, πέρα, στη ρίζα του Όλυμπου, άκουσα για πρώτη φορά σαντούρι. Πιάστηκε η αναπνοή μου. Τρεις μέρες έκαμα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. «Τι έχεις, μωρέ;», μου κάνει ο πατέρας μου, ο Θεός να συχωρέσει την ψυχή του. «Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! – Μωρέ, δεν ντρέπεσαι; Κατσίβελος είσαι; όργανα θα παίζεις; – Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι!…». Είχα κομπόδεμα μερικά παραδάκια, για να παντρευτώ, σαν έρθει η ώρα. Παιδί πράμα, βλέπεις, παλαβός, το αίμα έβραζε, ήθελα παντριγιά ο ερίφης! Έδωκα ό, τι είχα και δεν είχα, κι αγόρασα ένα σαντούρι. Να, ετούτο εδώ που βλέπεις. Έφυγα μαζί του, πήγα στη Σαλονίκη, βρήκα ένα μερακλή Τούρκο, τον Ρετσέπ-εφέντη, το δάσκαλο του σαντουριού. Πέφτω στα πόδια του. «Τι θες, μωρέ ρωμιόπουλο;», μου κάνει. «– Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! – Ε, και γιατί μαθές πέφτεις στα πόδια μου; – Γιατί δεν έχω παράδες να σε πλερώσω! – Έχεις μεράκι για σαντούρι; – Έχω. – Ε, κάτσε, μωρέ, κι εγώ δε θέλω πλερωμή!». Έκατσα μαζί του ένα χρόνο κι έμαθα. O Θεός ν’ αγιάσει τα κόκαλά του, θα ‘χει πια πεθάνει. Αν ο Θεός βάζει στην Παράδεισο και σκύλους, ας βάλει και τον Ρετσέπ-εφέντη. Από τον καιρό που έμαθα σαντούρι, γίνηκα άλλος άνθρωπος. Όταν έχω σεκλέτια ή όταν με ζορίσει η φτώχεια, παίζω σαντούρι κι αλαφρώνω. Όταν παίζω, μου μιλούν και δεν ακούω· κι αν ακούσω, δεν μπορώ να μιλήσω. Θέλω, θέλω, μα δεν μπορώ» (ΚΝΛ Γ΄ Γυμνασίου, σελ. 166-167).

11 Παπανικολάου Δημήτρης, «Οι μεταμορφώσεις του Ζορμπά» στο: Κ. Ε. Ψυχογιός (επιμ.), Νίκος Καζαντζάκης: Το έργο και η πρόσληψή του. Πεπραγμένα διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου. Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, Ηράκλειο Κρήτης 2006, σελ. 97.

12 Γαραντούδης Ευριπίδης, «Zorba the Greek του Μιχάλη Κακογιάννη και Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη: μια σύγκριση υπό τη σκιά της πρόσληψης του καζαντζακικού έργου», Σύγκριση 19 (2008) 50-84.

13 Παπανικολάου Δημήτρης, «Οι μεταμορφώσεις», ό.π., σελ. 102.

14 Σταυρακοπούλου Σωτηρία, «Η παρουσία του καζαντζακτικού Ζορμπά στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία», Αντί 911-912 (2008) 68-75.

15 Σταυρακοπούλου, ό.π., σελ. 69.

16 Βλ. Παπανικολάου, ό.π., σελ. 94-95 για την κωδικοποίηση και την αποκωδικοποίηση του «πολιτισμικού κειμένου».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *