ΤΣΕΚΛΕΝΗΣ: ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ ΠΕΘΑΝΕ

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ

 

 

 

 

 

Τον Γιάννη Τσεκλένη, τον γνώρισα… πριν τον γνωρίσω. Μαθητής. Σχεδίαζε εκείνες τις πανέμορφες σχολικές ποδιές. Και μια Μαρία, μου  είχε κάψει την καρδιά. Λάβρα την είχε κάνει.

 

Έρχεται ο Βερυβάκης. Υπουργός Παιδείας. Καταργεί τις σχολικές ποδιές.

Βλέπω την επόμενη μέρα, τη Μαντόνα της καρδιάς μου, να φοράει σορτσάκι. Αμέσως κατέρρευσε, ο σφοδρός έρωτάς μου. Ίσως βέβαια, να κατέρρευσε επειδή την είδα να ανεβαίνει σε ένα Ζούνταπ μηχανάκι, με κάποιον αχρείο (ερωτικό ανταγωνιστή και κερδισμένο στη μάχη μας, δηλαδή).

Αλλά όπως και να έχει. Τον Τσεκλένη, τον γούσταρα.

 

Αυτός έκανε τους στρυφνούς “πολιτικοποιημένους” έφηβους (σαν εμένα), με το άβολο Wrangler τζιν, το στρατιωτικό μπουφάν και τους αγορασμένους από το Μοναστηράκι γυλιούς, να κρυφοκοιτάξουμε την ομορφιά των χρωμάτων και τη χάρη του γυναικείου σώματος και τελικά να ερωτευτούμε την ίδια την ομορφιά. Μας έμαθε πως πολιτισμός, είναι και η ενδυμασία. Πως η κομψότητα δεν είναι επίδειξη. Που έντυσε κοριτσίστικα όνειρα χωρίς να ανήκουν στη μπουρζουαζία και αντρικές-αγορίστικες τρυφερές φαντασιώσεις για τα κορίτσια τους χωρίς ενοχές.  Του χρωστάμε.

 

 

Μετά, τον γνώρισα «κανονικά». Στη Σαντορίνη. Ένα τόπο που αγαπούσε. Κι έναν τόπο που τον πίκραινε με την καλπάζουσα, ακαλαισθησία του.

 

 

Περπατάμε στο Καμάρι. Μαζί με τον Βαγγέλη Φύτρο. Και ο Τσεκλένης, σχεδόν μονολογεί: «Μα είναι δυνατόν;. Δεν χρειάζονται λεφτά. Μόνο λίγη αίσθηση του που βρίσκεσαι χρειάζεσαι. Θα μπορούσε, αυτό το χωριό και αυτό το νησί, είναι …».

Ο Γιάννης Τσεκλένης. Που ήταν καλλιτέχνης με μια τόσο βαθιά γνώση. Μας έφυγε. Επικοινωνούσα μαζί του. Είχε αναμορφώσει χώρους στη Σαντορίνη. Και όταν επικοινωνούσαμε, εξέφραζε ένα πράγμα: την αγωνία του για την αισθητική παρακμή.

 

Κάποτε, είχα προσφερθεί να αναλάβω έναντι 10  (δέκα) ευρώ μηνιαίως, την επικοινωνιακή διεύθυνση ενός δημοσίου ενδιαφέροντος οργανισμού.  Αφού μου είπαν το ναι- που μετά έγινε «βρε δεν βαριέσαι» και ύστερα όχι που ποτέ δεν προφέρθηκε έντιμα και στα ίσα- παίρνω τηλέφωνο τον Τσεκλένη:

«Θέλω να αναβαθμίσεις την αισθητική αυτού του (οργανισμού, λέμε), για λεφτά δεν ξέρω τι θα πάρεις, αλλά μπορείς να το κάνεις;».

Απάντηση Τσεκλένη. “Πες τους, ότι μπορώ να έρθω. Και θα τα αναβαθμίσουμε αισθητικά όλα. Καλά, άσε τα λεφτά. Δεν είναι αυτό το θέμα. Σε ευχαριστώ που με πήρες. Πρέπει να κάνουμε κάτι καλό για το νησί».

Βεβαίως οι Δουσούδες ( τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου)  δεν απάντησαν ποτέ στην προσφορά μου. Ο Τσεκλένης, απλά με ρώτησε. Του ζήτησα συγγνώμη για τους ΔουΣούδες. Συνεχίσαμε να μιλάμε.

Έμαθα πως πέθανε, σήμερα. Λυπάμαι, αλλά δεν θέλω να δώσω τυπικά συλλυπητήρια. Απλά χαίρομαι που γνώρισα, έναν τέτοιο άνθρωπο. Θαυμάζω, ότι έκανε στη Σαντορίνη. Και λυπάμαι γι αυτά που μαζί θα κάναμε και κάποιοι ΔουΣούδες, δεν μας άφησαν. Δηλαδή το “θα κάναμε» είναι υπερβολή. Αυτός θα έκανε. Γιατί αυτός διέθετε το μέγιστο κεφάλαιο της έμπνευσης της γνώσης και του ταλέντου.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *