To Παραμύθι των Παραμυθιών- Για το καλοκαίρι Με αγάπη Λάμπρος Βαζαίος

Του Λάμπρου  Βαζαίου Στρατιωτικού Ιατρού (ε.α), πανεπιστημιακού και συγγραφέα-ερευνητή.

 

 

  Π Α Ρ Α Μ Υ Θ Ι

 

«Όμορφες γλυκές κυράδες και καλοί μου Αφεντάδες, δώστε κλώτσο μπάτσο στην ανέμη να γυρίσει, παραμύθι ν’αρχινήσει».

Έτσι, λίγο βραχνιασμένος, ο Μεγάλος Παραμυθάς άρχισε να μιλάει αφού στρογγυλοκάθησε στα μαξιλάρια που δεν ξέραμε για ποιο λόγο είχαν στριμωχθεί ανάκατα κάτω από το βορεινό παράθυρο της κάμαρας. Ήτανε   έτσι  συγυρισμένη από παλιά  αυτή  η κάμαρα, που να μπορούν να ακούγονται  καθαρά οι  μύθοι,  τα παραμύθια,  οι ιστορίες και όλα όσα  φτιαχνόντουσαν,  για να ομορφαίνουν την ζωή  των παιδιών και των μεγάλων. Είναι για κάποιους μεγάλους, μην το ξεχνάμε, που μισοξεχάσανε πως μεγαλώσανε και δεν είναι πια παιδιά!

Του είχανε  από καιρό παραγγείλει του παραμυθά, να μην καθυστερεί άλλο, να αρχίσει  γρήγορα την Μεγάλη Γιορτή. Λέγανε πως πρέπει να προλάβει να ταιριάσει  τους μύθους, τα παραμύθια και τις ιστορίες, να συμμαζέψει όσα σκορπίζονταν και χανόντουσαν στην ακαταστασία με τις λέξεις και τις κουβέντες που τις έπαιρνε ο αέρας, Ήτανε πρόβλημα τα παράξενα γραφτά και οι μπερδεμένοι παράδρομοι εκεί που συνέχεια έχανε  τον δρόμο της η αγάπη! Οι άνθρωποι  ψαχνόντουσαν στενοχωρημένοι, ζητώντας να βρουν στις τσέπες τους κάτι από τα ξέφτια των παλιών γιορτινών τους ρούχων. Δεν ήτανε όμως όλοι οι άνθρωποι έτσι. Μόνο λίγοι τα νιώθανε όλα αυτά και περπατούσανε σκεφτικοί και αφηρημένοι τις νύχτες. Οι παλιές γιαγιάδες και οι θείες που ζούσαν μοναχές  τους αγαπούσαν. Λέγανε πως ήταν  αλαφροϊσκιωτοι και τους φιλεύανε γλυκά! Στα καφενεία και τις ταβέρνες τους καλοδεχόντουσαν και τους κερνούσαν όσοι μένανε αργά το βράδυ παίζοντας χαρτιά η πίνοντας κρασί.

Ήτανε τρυφερός και αγαπησιάρικος ο αλαφροϊσκιωτος κόσμος που απλωνότανε λίγο έξω από τα σοκάκια του καθημερινού μεροκάματου. Εκεί οι παραμυθάδες ακουμπούσανε τις ιστορίες τους και οι καλές μάγισσες ξορκίζανε τα κακά τελώνια που βασανίζανε τους ανθρώπους που δεν πρόλαβαν να τρέξουν να κρυφτούν πίσω από τον ήσυχο ύπνο!

Ο παραμυθάς μας όμως έφτασε γκρινιάζοντας πάλι για  τα όνειρα που πάνε για ύπνο μόλις εμείς ξυπνήσουμε. Άρχισε, μόλις μπήκε στο δωμάτιο των παραμυθιών μουτρωμένος, να ξεδιπλώνει το χαλάκι με τα καινούργια παραμύθια, μουρμουρίζοντας γιατί δεν έβλεπε να μαζεύονται πολλοί όπως παλιά για να ακούσουν και να χαρούν τις ιστορίες του. Δεν θέλει να παραδεχτεί πως το κινητό τηλέφωνο (που δεν είναι πια μόνο τηλέφωνο) έχει κολλήσει στο χέρι μικρών και μεγάλων. Με αυτό κοιμούνται με αυτό ξυπνάνε, αυτό ρωτάνε για όλα, αυτουνού τις συμβουλές και τα καμώματα  εμπιστεύονται. Αυτό είναι το ρολόϊ και το ξυπνητήρι τους, αυτό τους λέει τι γίνεται στον κόσμο και τι καιρό θα κάνει. Μέσα από αυτό οι Μεγάλοι Άρχοντες του Κόσμου, οι πολύ πλούσιοι δηλαδή, δίνουν συμβουλές, εντολές, διαταγές, μιλάνε μόνο Αγγλικά και λένε μόνο ψέματα που πρέπει υποχρεωτικά να τα πιστεύουν οι άνθρωποι. Πρέπει ακόμα   να μην ακούνε τίποτε άλλο παρά για «μεταρρυθμίσεις» και αλλαγές της ζωής τους που δεν πρέπει να έχει καμία συνέχεια, μέχρι να μην μείνει τίποτε όρθιο.

Με ξαπλωμένους αδιάφορους ανθρώπους γύρω μας, με νικημένους τους καλούς δασκάλους και τους φιλόσοφους, με ισοπεδωμένες τις ζωές, τα κέρδη των «αρχόντων» είναι σίγουρα και μεγάλα. Όλα γίνονται έτσι, μουρμουράει ο Παραμυθάς,, για να μην προλαβαίνουμε να σκεφτόμαστε.  Θα δούμε σε λίγο, γκρίνιαξε  να διαμαρτύρεται και να  ταρακουνιέται με λύσσα το κινητό  «νέας γενιάς»,  αν καταλάβει πως το κλείνουμε για να πάρουμε στα χέρια μας ένα τόσο δα βιβλίο! Σκεφθείτε, συνεχίζει ο Παραμυθάς,, τι θα γίνει αν μιλήσουμε και γράψουμε με τα καλά και όμορφα Ελληνικά μας και απλώσουμε τα χέρια παίρνοντας στις παλάμες τις ζωές μας, λίγο πριν οι χούφτες μας  γίνουν γροθιές. Ακούω,  ξαναλέει φουρκισμένος, το σιγανό παράπονο των βιβλίων μέσα στις βιτρίνες που ακόμα τα φιλοξενούνε και από κοντά το βουβό κλάμα στα ράφια με τις εγκυκλοπαίδειες που περιμένουν την επόμενη πολτοποίηση.

Πηγαινοερχόταν κάθε τόσο, ο Παραμυθάς στο δωμάτιο με μικρές νευρικές βόλτες. Ήτανε παράξενη και ασυνήθιστη η ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε. Όλα φαινόντουσαν πως ήτανε, όπως τα ήθελαν  οι  αρχαίοι νόμοι που φτιαχτήκανε για τα λόγια και τις κουβέντες που κάνανε μεταξύ τους οι άνθρωποι μικροί και μεγάλοι. Δεν ήτανε όμως τώρα έτσι. Μία περίεργη  σιωπή  αναδυότανε  από παντού. Το δωμάτιο των παραμυθιών, που μεγάλωνε και μίκραινε ψηλαφώντας την ανάγκη των ανθρώπων  για χώρο που να  αφήνει να ακούνε καθαρά τους Παραμυθάδες, ήταν για πρώτη φορά σιωπηλό. Σιωπηλά ήτανε ακόμη όλα τα παράθυρα, κάτι που δεν το συνηθίζανε, λες και τα παραθυρόφυλλα είχαν καταπιεί την γλώσσα τους.

Ο Παραμυθάς φαίνεται πως είχε πεισμώσει με την κατάσταση και χωρίς να το πολυκουβεντιάσει ξεκίνησε να  προσκαλεί με την σειρά έναν ένα μικρούς και  μεγάλους, όλους  όσους  ζούνε μέσα στα παραμύθια στα παλιά και στα πιο νέα.

Ήρθανε λαχανιασμένοι οι Εφτά Νάνοι με τον Κοντορεβυθούλη να τους πειράζει που γεράσανε πια. Η Κοκκινοσκουφίτσα πολύ ευχαριστημένη που δεν ήταν και τόσο κακός ο Λύκος, ήρθε τρεχάτη να πει στον Μεγάλο Παραμυθά πως ήτανε ψέματα ότι ο Λύκος είχε φάει την Γιαγιά. Όχι μόνο ζούσε και ήταν μια χαρά η Γιαγιά της αλλά της είπε μυστικά στ’αυτί, ότι είχε βάλει λίγο φαγητό στον Λύκο που πεινούσε πολύ. Ήτανε κάποιοι κακιασμένοι κουτσομπόληδες που είχαν βγάλει την ιστορία του κακού Λύκου που έφαγε την Γιαγιά και κυνηγούσε την Κοκκινοσκουφίτσα. Δεν είναι όλοι οι Λύκοι κακοί είπε σοβαρά το κοριτσάκι. Ο Λύκος μάλιστα του παραμυθιού που είχε πια γεράσει καθόταν στην άκρη της βεράντας της Γιαγιάς και της διηγιότανε την ζωή του. Γεμάτος περιπέτειες ήταν ο βίος του, με κυνηγητά και ταξίδια σε μακρινά βουνά αλλά και πολλές αμαρτίες στο δρόμο του. Και τι δεν είχε κάνει ο γέρο-Λύκος για να τα βγάλει πέρα στην ζωή. Τις πιο πολλές μέρες πεινασμένος τριγυρνούσε ψάχνοντας να βρει κανένα ξεμοναχιασμένο ζωντανό να χορτάσει την πείνα του. Τα περισσότερα βράδια κοιμόταν νηστικός και φοβισμένος από το κυνηγητό των ανθρώπων με τα τουφέκια και τις παγίδες,.

 

Ας τον αφήσουμε όμως να κάνει παρέα στην Γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας και ας δούμε τι γίνεται με όσους ζούνε μέσα στα παραμύθια, αυτούς που τους λένε «ήρωες των παραμυθιών». Είναι ακόμα οι παλιοί,  τα πολύ παλιά «παιδιά», αυτοί  που δεν θέλουν και ούτε πρέπει να μεγαλώσουν, αυτοί που νοστιμεύουν την ζωή και τους είπανε «το άλας της γης!». Τρέχανε  λαχανιασμένα για να προλάβουν τον Παραμυθά τα τρία Γουρουνάκια. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα μας έγνεψε από μακριά. Έκανε νόημα  να μην της το κρατάμε για την θλιβερή ιστορία που  κρέμασε στο Χριστουγεννιάτικο Δένδρο τότε που είχαμε αρχίσει όλοι μας να ψαχουλεύουμε τις ευαισθησίες μας.

 

Ο Παππούς  Αίσωπος φάνηκε να κατηφορίζει κούτσα-κούτσα τον δρόμο της γειτονιάς των παραμυθιών και μόλις τον είδαν τα Αδέλφια Γκριμ και ο Άντερσεν τρέξανε να τον προϋπαντήσουν χωρίς όμως να φανεί ότι τον βοηθάνε να φτάσει στο δωμάτιο των παραμυθιών. Ήτανε λίγο ιδιότροπος ο Αρχαίος γέρο Μυθοπλάστης, που ήτανε κάποτε δούλος και δεν το ξεπέρασε ποτέ, όσα παραμύθια, όσους μύθους και αν σκάρωσε. Φλυαρούσαν ασταμάτητα πιο κει τα παραμύθια του χιονιού που δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν με τα Σκανδιναυϊκά ξαδέλφια τους που δείχνανε όπως πάντα πολύ καθώς πρέπει! Πιο πέρα σταθήκανε διστακτικά τα Κινέζικα παραμύθια με  τον Φου-Τσε-Φου και τα αγόρια του και μαζί τους οι ιστοριούλες της Σιβηρίας και της Μογγόλικης στέπας. Στο βάθος του δρόμου αχνοφαίνονταν τα Γιαπωνέζικα παραμύθια που, χωρίς να το περιμένει κανείς  κουβεντιάζανε  με τα Ινδικά. Κάπου κοντά πρέπει να ήταν ο Ραμπιτρνάθ Ταγκόρ, οι παραμυθάδες του παζαριού της Λαχώρης και οι γητευτές του Κασμίρ. Αμίλητοι οι Σέρπα του Νεπάλ, την ίδια ώρα,   κρεμούσαν στην σειρά  πολύχρωμα κουρελάκια και τα φυλαχτά τους στα βράχια πριν τα σκεπάσει το χιόνι.

Ο Λαφονταίν με το κουρασμένο του περπάτημα και τους Μύθους  προσεκτικά διπλωμένους  χαιρέτησε με ένα μικρό νεύμα τον Παραμυθά που του έγνεψε με την σειρά του φιλικά. Οι κελεμπίες και οι τζελάμπες των Παραμυθάδων της Αραβικής Νύχτας ανεμίζανε στο βραδινό αεράκι, έτσι όπως φθάνανε ένας-ένας και χαιρετούσαν τον Μεγάλο Παραμυθά. Τα κορίτσια που συνοδεύανε την Σεχραζάτ φτιάξανε στα γρήγορα  όμορφη την γωνιά της κάμαρας, για να περάσουν με την κυρά τους τις Χίλιες και Μία Νύχτες των δικών τους παραμυθιών. Τα χαλιά της Μπουχάρας, τα Δαμασκηνά μεταξωτά, τα ασημικά της Βαγδάτης και  τα ελέη του Θεού από την Μεσοποταμία και την Σαμαρκάνδη, ήτανε εκεί,  τα φέρανε οι άνθρωποι του Σαραγιού, για να στολίσουν την γωνιά των παραμυθιών. Η Σεχραζάτ δεν θα πάψει να ξεδιπλώνει κάθε νύχτα τα παραμύθια της  που  δεν πρέπει να  τελειώσουν γιατί παραμονεύει το Κακό, γιατί δεν πρέπει στον κόσμο μας, το Καλό να νικηθεί!

Η Πηνελόπη Δέλτα με το «Παραμύθι Χωρίς όνομα» με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη που το ανέβασε στο θέατρο, και μαζί τους ο Μάνος Χατζηδάκης με την Λιλιπούπολη διπλωμένη στις παρτιτούρες της, λίγο γκρινιάρης όμως (όπως το συνήθιζε τελευταία) φανήκανε στην είσοδο και χαιρετήσανε από μακριά τον Παραμυθά. Από κοντά η Θεία Λένα με τον Μπάρμπα Μυτούση και τους Καραγκοζοπαίχτες  που πειράζανε τον Κλούβιο και την Σουβλίτσα.

Ο Μεγάλος Παραμυθάς είχε μείνει στην γωνιά του, στο βάθος του μεγάλου Δωματίου που όσο φτάνανε καινούργιοι προσκαλεσμένοι μάκραινε και φάρδαινε για να τους χωρέσει όλους. Ήτανε παράξενη η ώρα που νιώσανε όλοι, καλεσμένοι και νοικοκυραίοι πως η γιορτή που περιμένανε δεν μπορούσε να γίνει, δεν μπορούσαν να δουν πότε θα άρχιζε και ακόμα πιο πολύ πως και πότε θα τελείωνε. Το ρέμπελο τελώνιο όμως, το ανιψάκι του Μεγάλου Παραμυθά, σκαλίζοντας  τα βιβλία του Σχολείου χωρίς Δασκάλους, εκεί που έμαθε όσα ήξερε, βρήκε πως χωρίς αρχή και τέλος γίνεται η πιο καλή, η πιο πετυχημένη γιορτή! Ένα πάρτυ φασαριόζικο και χαρούμενο με όλους όσους φτιάξανε Μύθους και ταιριάσανε ιστορίες της Ζωής. Όσοι γράψανε για τις ιστορίες τους και όσοι φτιάξανε Παραμύθια με την φαντασία και την «μέσα τους  λαχτάρα», χοροπηδάγανε, άλλοι χαρούμενοι άλλοι λυπημένοι, άλλοι θυμωμένοι, άλλοι χωρίς να καταλαβαίνουνε που βρισκόντουσαν και τι κάνανε.

Ξεκουκίζοντας αμίλητος τις χάντρες του κομπολογιού  του ο  Παραμυθάς έβλεπε και άκουγε. Μετά από αρκετή ώρα κατάλαβε επιτέλους πως είχε αλλάξει για τα καλά κόσμος γύρω του.  Είχαν έρθει όλοι οι άνθρωποι των Παραμυθιών, αυτοί που τα γράψανε, αυτοί που τα λέγανε τα βράδια στα παιδιά και τους μεγάλους, αυτοί που τα φυλάξανε για μην χαθούνε, ακόμη και αυτοί που τα αλλάξανε για το χατίρι των πλούσιων αφεντικών τους αν και αυτοί είχαν έρθει οι περισσότεροι απρόσκλητοι. Η κακή τους φήμη είχε έλθει νωρίτερα και οι άλλοι καλεσμένοι φροντίζανε μένουν μακριά τους.

Η κάμαρα των παραμυθιών και όλα τα άλλα δωμάτια είχανε πια γεμίσει κόσμο και οι άνθρωποι που ζούσανε κοντά στον Μεγάλο Παραμυθά αρχίσανε να ανησυχούνε. Ήτανε φανερό πως όταν θα άρχιζαν να έρχονται τα παιδιά και οι μεγάλοι που σκεφτόντουσαν σαν παιδιά για να ακούσουν  παραμύθια, δεν θα είχαν που να σταθούνε. Δεν είχε ξαναγίνει τέτοια συνάντηση και όσο πέρναγε η ώρα τόσο πληθαίνανε και οι απορίες. Μόνο ο Μεγάλος Παραμυθάς συνέχιζε ατάραχος να παίζει με τις χάντρες του κομπολογιού του σαν να μην συνέβαινε τίποτε. Καθόταν αναπαυτικά στο ντιβάνι της Βορεινής πλευράς και έδειχνε πως περίμενε κάποιον η κάτι  για να αρχίσει το παραμύθι που έταξε στην αρχή. Η ατμόσφαιρα  είχε γίνει λίγο βαριά και όλοι  κουβεντιάζανε για την παράξενη πρόσκληση  και πιο πολύ γιατί δεν φαινότανε να ξεκινά η γιορτή, με τα  παραμύθια για τους μικρούς και τους μεγάλους, όλους αυτούς που χαιρόντουσαν τις ομορφιές των μύθων, την  τέχνη της διήγησης και την αγάπη των παραμυθάδων για την  ζωή.

Δεν φαινότανε όμως πουθενά κανένα σημάδι ερχομού, από παιδιά κυρίως,, που φθάνανε συνήθως νωρίς-νωρίς για να πιάσουν θέση. Ήτανε  τόσο χαρούμενη  τότε η φασαρία, με τα  πειράγματα, τα γέλια και τις φάρσες που δεν λέγανε να σταματήσουν, έτσι που όλο το σπίτι των Παραμυθιών αντηχούσε από τον χαρούμενο σαματά. Τίποτε τέτοιο όμως δεν γινόταν, καμία φωνή, κανένα γέλιο, καμιά αταξία! Όλα ήσυχα με τον Μεγάλο Παραμυθά και  τους Παραμυθάδες  του Κόσμου, που είχαν ένας-ένας πάρει θέση με τα παραμύθια τους έτοιμα περιμένοντας να αρχίσει η γιορτή..

Κάποια  στιγμή, μέσα στην ησυχία του μεγάλου δωματίου ακούστηκαν ελαφροί ήχοι από βιαστικά βήματα. Πρέπει να ήταν παιδικά τα ποδαράκια που ακροπατώντας βιαστικά πλησιάζανε στην Μεγάλη Αυλόπορτα. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και δυό μικρές φιγούρες φανήκανε στο άνοιγμα της πόρτας. Ένα κοριτσάκι, κρατώντας από το χέρι ένα αγοράκι, έως 5-6 χρονών το καθένα τους, προχωρήσανε θαρρετά, κοιτάζοντας με περιέργεια γύρω τους. Το δωμάτιο των Παραμυθιών ήτανε γεμάτο, οι Παραμυθάδες του Κόσμου και οι βοηθοί τους δεν  αφήνανε καθόλου χώρο, έπρεπε λογικά να επικρατεί το αδιαχώρητο, όπως λέγανε οι παλιοί μας δάσκαλοι. Δεν ήταν όμως έτσι τα πράγματα. Το Μεγάλο Δωμάτιο ήτανε έτσι σχεδιασμένο που να μεγαλώνει και να μικραίνει ανάλογα με τον κόσμο που έμπαινε ή που καθότανε ακούγοντας Παραμύθια και Ιστορίες. Ήτανε η δύναμη της φαντασίας  του Μεγάλου Αρχιτέκτονα και η τέχνη του Πρωτομάστορα που δεν δυσκολευόντουσαν να κάνουν τα πιο παράξενα πράγματα για χατίρι των Παραμυθιών.

Χωρίς δυσκολία, λοιπόν, οι μικροί μας φίλοι προχωρήσανε μέχρι το βάθος της Κάμαρας, εκεί που καθόταν ο Μεγάλος Παραμυθάς. Οι κινήσεις τους δείχνανε σαν να μην ήταν πρώτη φορά που βρισκόντουσαν εκεί  ή  πως τους είχαν συμβουλεύσει από πριν τι να κάνουν. Τα έξυπνα μουτράκια τους, ο τρόπος που κινηθήκανε και πιο πολύ ο ερχομός τους  την ώρα  που η υπομονή είχε αρχίσει να ετοιμάζεται να πάρει δρόμο, ήταν για τον Μεγάλο Παραμυθά κάτι πολύ σπουδαίο. Με χαρά τα καλωσόρισε και έκανε νόημα στον βοηθό του να φέρει τον μεγάλο δίσκο με τα παγωτά και τα φρούτα για να τα κεράσει. Ήταν πια αργά και το φως της ημέρας είχε λιγοστέψει και τα δύο παιδιά που μόλις είχαν καθίσει ρωτήσανε τον οικοδεσπότη τους, «πες μας σε παρακαλούμε τι γίνεται τώρα με την ημέρα;;». Έκπληκτος ο Μεγάλος Παραμυθάς σηκώθηκε και κάθισε δίπλα τους αγκαλιάζοντας τα. Πολύ συγκινημένος ρώτησε ποιος τους είχε μάθει να λένε και να ρωτάνε… τι γίνεται με την ημέρα αντί να πουν πως σκοτείνιασε και τι γίνεται με την νύχτα αντί να πουν ότι ξημέρωσε!  Είχανε μείνει άφωνοι όλοι μη μπορώντας να καταλάβουν γιατί είχε συγκινηθεί τόσο ο Μεγάλος Παραμυθάς. Τα δυό παιδιά όμως χαμογελούσαν  γιατί καταλάβανε αμέσως ότι ο μεγάλος φίλος τους ήξερε το μυστικό τους. Ήτανε  παλιός φίλος του Παππού τους, όπως  εξήγησε  αμέσως μετά και συγκινήθηκε σαν άκουσε να μιλάνε έτσι για το δειλινό  και  για το χάραμα. Ήτανε φανερό  πως τα παιδιά φροντίζανε να μην στενοχωρήσουν, από την μια το φως της ημέρας που χανότανε και από την άλλη το σκοτάδι της νύχτας που φεύγοντας άφηνε χώρο στο φως της Αυγής, που ερχότανε φουριόζο , όπως το συνήθιζε!  Ήτανε ο κόσμος του Παππού τους που γέμιζε με ευαισθησίες και έννοια για όλα όσα δεν έπρεπε να τα βλέπουμε αδιάφορα. Ο Παππούς των παιδιών, που τους έμαθε όλα αυτά τα όμορφα,  μόνο με τον παλιό φίλο του, τον Μεγάλο Παραμυθά, τα κουβέντιαζε. Δεν είναι για όλους έλεγε, οι πιο πολλοί δεν τα καταλαβαίνουν, δεν μάθανε να προσέχουν όταν μιλάνε και δεν νιώθουν την ανάγκη να γίνεται όμορφος, ευγενικός  και με καλά ακούσματα ο λόγος τους.

Είχε και άλλο φίλο όμως ο Μ.Παραμυθάς, που ήτανε κι’αυτός Παππούς. Δεν είχε έρθει όμως με τους άλλους εκείνη την ημέρα. Ο λόγος ήτανε, όπως έλεγε, πως δεν ένιωθε πολύ παραμυθάς  αλλά το σπουδαιότερο ήταν η υγεία του που δεν επέτρεπε πια πολλά πράγματα, ούτε ταξίδια, ούτε κουραστικές μετακινήσεις. Είχε γράψει πολλά, είχε εκδώσει βιβλία και ανάμεσα τους ένα  με παραμύθια. Ήταν τότε που τα εγγόνια του και τα ξαδερφάκια τους πηγαίνανε στο Δημοτικό στις πρώτες τάξεις. Νιώθοντας, ο Παππούς  ότι σε λίγο καιρό όλα τα παιδιά δεν θα θυμούνται τίποτα  από τον κόσμο των Παραμυθιών, έφτιαξε για τον καθένα ένα Παραμύθι, ένα ολόδικο του Παραμύθι που είχε το όνομα του. Τα καινούργια Παραμύθια μπήκανε και  εγκατασταθήκανε όλα μαζί στο βιβλίο των Παραμυθιών της Οικογένειας. Τα «Παραμύθια των Παιδιών», όπως τα βάφτισε ο Παππούς, τα έστειλε στον καλό του φίλο τον Μεγάλο Παραμυθά του Κόσμου, να τα φυλάξει και να τα διαβάζει ο ίδιος όταν γινότανε γιορτή Ανάγνωσης Παραμυθιών.

Από κοντά όμως μάθαμε για την κόρη του Παππού που έφτιαξε κι΄αυτή όμορφα Παραμύθια για κάποιες στιγμές της ζωής της. Ήταν το τρυφερό Παραμύθι με το «Γυάλινο Γοβάκι», οι τόσο ευαίσθητες ιστοριούλες της ιστοσελίδας της και τώρα τελευταία ο «Βοτσαλόκοσμος»! Να μην ξεχάσουμε όμως,  πετάχθηκε από δίπλα, η Σελήνη, τα Παραμύθια του Μπαμπά μου, του  Κωστή! Από τις νυχτερινές ιστοριούλες που σκάρωνε για την μουσική που διάλεγε στην εκπομπή για το ραδιόφωνο, πήγε σε άλλες που μιλάγανε μέσα από περιοδικά της Μόδας για την ζωή της Νύχτας. Χρόνια πολλά όμως μαζί με  συνεργάτες σκαρώσανε και διηγηθήκανε ζωντανά τα Παραμύθια,  που δεν γραφόντουσαν πια σε χαρτί, στο Θέατρο του Δρόμου και στο Τσίρκο χωρίς ζώα. Οι ζογκλέρ, οι ξυλοπόδαροι, όλα τα «Τελώνια» των ζωντανών Παραμυθιών ξυπνήσανε και γεμίσανε δρόμους και πλατείες με ζωντάνια και  με τα ξαγρυπνισμένα  όνειρα τους να παίζουνε και να χορεύουνε και να μη θέλουνε με κανένα τρόπο να ξανακοιμηθούν!

Έφευγε πια η μέρα, στην γειτονιά του σπιτιού των Παραμυθιών, χωρίς να λέει, όπως το συνηθίζει, που πηγαίνει. Είχανε μαζευτεί όλοι, δεν φαινόταν να λείπει κανένας και είχαν όπως είπαμε, έρθει δύο μόνο παιδιά. Ανυπομονούσαν οι περισσότεροι νιώθοντας πως περνώντας άσκοπα η ώρα αδυνάτιζαν τα κέφια και η διάθεση των Παραμυθιών που από ώρα είχαν αρχίσει να περπατάνε μόνα τους νευρικά πάνω-κάτω στην άκρη της κάμαρας. Την αμηχανία έσπασε ξαφνικά ένας πολύ ψηλός, πολύ αδύνατος, πολύ σοβαρός, πολύ καλοχτενισμένος, πολύ καλοντυμένος, (όλα «πολύ» τα είχε ο άνθρωπος έλεγαν τα πειραχτήρια της Αγοράς !) .

Ανέβηκε στο πρώτο σκαμνί που βρήκε και με φωνή, που άλλοι θα την λέγανε δυνατή και καθαρή, άλλοι συγκινημένη, οι πιο πολλοί όμως την είπανε αντιπαθητική, άρχισε να μιλάει!

«Δεν θα έχει κόσμο αυτή η βραδιά, πρώτη φορά από τότε που οι άνθρωποι ακούνε Παραμύθια, δεν θα έρθουν στην Μεγάλη Κάμαρα, δεν θα καθίσουν γύρω-γύρω, δεν θα ακούσουν τον Μεγάλο Παραμυθά τον Άρχοντα της φαντασίας, με την πιο γλυκιά φωνή στον Κόσμο, να αρχίζει με την «Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην  ανέμη τυλιγμένη…». Δεν ξέρουν πια τα παιδιά τι είναι η ανέμη, ίσως ακόμη και τι είναι η κλωστή! Τα παραμύθια που ξεμυτήσανε από το σπιτικό τους έχουν γυρίσει λυπημένα, κανείς δεν στάθηκε να ακούσει, κανένα παιδί δεν έτρεξε κοντά τους όπως παλιότερα. Ήτανε όλα  του κόσμου τα παιδιά αμίλητα, αφηρημένα  και νυσταγμένα με τα δαχτυλάκια τους να παίζουν ασταμάτητα με τα πλήκτρα του τηλεφώνου τους.»

Ο ομιλητής σταμάτησε για λίγο παίρνοντας ανάσα από όσα βιαστικά έλεγε βλέποντας τα δύο παιδιά που καθόντουσαν δίπλα στον Μεγάλο Παραμυθά, συμπλήρωσε με φωνή πολύ στενοχωρημένη:

«Δεν θα  έρθουν άλλα παιδιά, ούτε και μεγάλοι από εκείνους που ξεχνάνε ότι δεν είναι πια παιδιά. Είσαστε μόνοι σας, οι δυό σας, με τους Παραμυθάδες του Κόσμου. Θα ακούσετε τα Παραμύθια τους και για πρώτη φορά, από τότε που φτιάχτηκε ό Κόσμος, η κάμαρα θα είναι άδεια. Το χειρότερο όμως είναι ότι πήραμε μήνυμα πως από εδώ και μπρος έτσι θα γίνεται. Ο Κόσμος άλλαξε, οι άνθρωποι γίναν αλλιώτικοι, οι Άρχοντες όμως μείνανε ίδιοι και κάνουν τις ζωές μας δύσκολες, άχρωμες και για πολλούς αφόρητες, μόνο και μόνο για  να μεγαλώνουν τα κέρδη τους. Αυτό μονάχα τους νοιάζει, αυτό τους ένοιαζε πάντα και τίποτε άλλο!»

O Άνθρωπος που μιλούσε σταμάτησε απότομα, έσκυψε το κεφάλι και αφού κατέβηκε από το πρόχειρο βήμα, αργά-αργά προχώρησε προς την πόρτα. Η ησυχία στο Μεγάλο Δωμάτιο ήτανε τρομακτική γιατί μόνο φόβο φέρνει η ξαφνική μουγκαμάρα των ανθρώπων που λίγο πριν ζωντανεύανε τον χώρο. Παραδεχόντουσαν έτσι ότι νικηθήκανε όλοι τους, μικροί και μεγάλοι χωρίς να προλάβουν να αγωνιστούν. Την ίδια ώρα με ψιθυριστό μήνυμα μάθανε ότι η Ελπίδα με τις κόρες της δεν θα εμφανιστούν,  γιατί οι φύλακες του Μέλλοντος κλειδώσανε τις πόρτες  και πετάξανε τα κλειδιά στην λίμνη της Απόγνωσης. Η ατμόσφαιρα είχε γίνει βαριά και οι γραμματικοί που βοηθούσανε τους Παραμυθάδες άρχισαν να μαζεύουν όσα Παραμύθια, είχαν ξεφύγει και περιφερόντουσαν στο σπίτι και στον κήπο που ήταν  σκοτεινός. Όλοι  ρωτούσανε που  είχε πάει η μέρα. Σκοτείνιαζε και δεν υπήρχε κανείς να ανάψει τα φώτα. Σιγά-σιγά άρχισαν να φεύγουν οι Παραμυθάδες. Πρώτοι ξεκινήσανε όσοι είχαν έρθει από πολύ μακριά. Οι ιστορίες της Ερήμου, τα Παραμύθια του χιονιού  και οι γιοί του Φου-Τσε-Φου κάνανε την αρχή. Ήτανε λυπητερό το νεύμα του αποχαιρετισμού, ήταν ο αποχωρισμός χωρίς λόγια.

Ο Μεγάλος Παραμυθάς, ο οικοδεσπότης που έβλεπε τους καλεσμένους να φεύγουν σιωπηλοί και θλιμμένοι, αφού με στενοχώρια ανταπέδωσε τους αποχαιρετισμούς, στάθηκε συλλογισμένος στην γωνιά του ξεκκουκίζοντας το βαρύ κομπολόϊ  του. Είχανε μείνει πια λίγοι Παραμυθάδες και  μαζί τα δύο παιδάκια που καθόντουσαν λυπημένα κοντά στον οικοδεσπότη. Ο Γκιλγκαμές, ο πιο παλιός γραφιάς της Μεσοποταμίας με τους παραγιούς του, δεν φαινότανε να ετοιμάζει αναχώρηση   και από κοντά ο μελαγχολικός Χανς Κρίστιαν Άντερσεν έδειχνε πολύ στενοχωρημένος και δεν έδειχνε πως ετοιμαζόταν να  γύγει.. Η Σεχραζάτ και τα κορίτσια της δεν είχανε κουνήσει από την θέση τους και συνεχίζανε να διηγούνται  όμορφα παραμύθια από αυτά που δεν έπρεπε να τελειώσουν ποτέ. Τις Χίλιες και μία Νύχτες τους τις μετρούσε το πονηρό τελώνιο που παλιά αλήτευε στην Αγορά της Σαμαρκάνδης. Μόλις όμως έφτανε κοντά στο τέλος,, μετρώντας στον άβακα  που του είχε δώσει ο παλιός υφαντής της Μπουχάρας, έκανε πως σκόνταφτε και τον αναποδογύριζε. Ψευτοκλαίγοντας για την ατυχία του ξανάρχιζε το μέτρημα από την  αρχή! Έτσι κάνανε όλα του κόσμου τα Τελώνια από την  Αρχή της Ζωής. Έτσι κρατούσανε ζωντανή την Ομορφιά και την Καλοσύνη στις ψυχές των παιδιών και τις καρδιές όσων Ανθρώπων είχαν αποφασίσει να λέγονται έτσι!

Ο Όμηρος με τους γιούς  του, τους ραψωδούς που ταξιδεύανε μέσα στους αιώνες με τις ιστορίες του, είχε στρογγυλοκαθίσει στα ντιβάνια της  Ανατολικής πλευράς και δεν έδειχνε καμία διάθεση αναχώρησης. Είχανε μάθει να μην νοιάζονται για τους καιρούς, τις δυσκολίες, για τις φουρτούνες, τους πολέμους και όλες τις συμφορές που σκαρφίζονται οι άνθρωποι για να πληγώνουν άλλους ανθρώπους. Έτσι κρατήσανε ολοζώντανες τις ιστορίες του τυφλού ποιητή-παραμυθά μέχρι να φανεί ο Γουτεμβέργιος με την  μηχανή του και να μπουν όλες στο σπίτι που φτιάχθηκε με φροντίδα γι’αυτές μέσα  στα βιβλία που τύπωσε ο Γερμανός  πρωτομάστορας της Τυπογραφίας.

Οι ώρες περνούσαν, άλλες γρήγορα και λαχανιασμένα, άλλες σιγά και διστακτικά, οι περισσότερες όμως με το βήμα που τους είχε μάθει ο Χρόνος, ο χοροδιδάσκαλος του Απείρου, που περνούσε όλες  του τις ώρες δασκαλεύοντας  τα πλάσματα της Φύσης. Ήτανε πια σίγουρο ότι οι Άνθρωποι, όλοι σχεδόν οι Άνθρωποι δεν νοιαζόντουσαν πλέον για τα παραμύθια. Τα κινητά, οι οθόνες των υπολογιστών, τα κρυφά περάσματα της Τεχνητής Νοημοσύνης και όλες  οι παράξενες «εφαρμογές» που πηγαινοερχόντουσαν ασταμάτητα μέσα και έξω από το μυαλό μικρών και μεγάλων, επίμονα  φωνάζανε ολημερίς. Μιλώντας  ασταμάτητα, με τα παράξενα Αγγλικά τους, λέγανε πως τα έχουν βρει όλα, τα έχουν πει όλα, δεν υπάρχει τίποτε που να μην το έχουν καταφέρει.

«Δεν υπάρχει πια καμία ανάγκη, λέγανε ειρωνικά  για Ιστορίες και για παραμύθια, δεν χρειάζεται η «Κόκκινη κλωστή να τυλιχτεί στην Ανέμη μια φορά και ένα καιρό!». Σε κάποια μισοφωτισμένη γωνιά του ατέλειωτου διαδίκτυου αφήσανε όμως χώρο για όλα τα «άχρηστα» των παλιότερων καιρών. Με την βοήθεια δύο επιστημών, της Αρχαιολογίας και της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, που τις παγιδέψανε πονηρά με «χορηγίες» και χάδια αναγνώρισης,, επί  τέλους   τα καταφέρανε! Βάλανε στην άκρη, του περιθώριου της Μεγάλης Σελίδας της Ζωής,  τα παραμύθια, τους Παραμυθάδες, τους γραφιάδες των παλιών παζαριών της Ανατολής, τα Τελώνια και ό,τι άλλο ομόρφαινε την ζωή των παλιότερων Ανθρώπων μικρών και μεγάλων. Είναι πια μόνο λαογραφία, το πολύ-πολύ συμπαθητική, συνήθως όμως την λένε αξιολύπητη γραφικότητα!

Είχε νυχτώσει πια για τα καλά και για πρώτη φορά μέσα σε όλα τα χρόνια, δεν ανάψανε τα φώτα του δρόμου. Το Σπίτι των Παραμυθιών όμως ήτανε φωτισμένο και ζωντάνευαν την αυλή του τα πολύχρωμα φαναράκια που είχαν φέρει από την Σαγκάη οι γιοί του Φου-Τσε-Φου. Οι Κινέζοι είναι πολύ ευγενείς και τυπικοί. Κάθε φορά που ερχόντουσαν επίσκεψη στου Μεγάλου Παραμυθά το σπίτι κρατούσανε δώρα που τα είχε διαλέξει η Μάνα τους, η σπουδαία Κυρία Φου-Τσε-Φούϊνα!

Στο Μεγάλο Σπίτι των Παραμυθιών και των Μύθων η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να αλλάζει. Χωρίς να έχει γίνει κάτι ιδιαίτερο, κάτι ξεχωριστό, η θλίψη και η στενοχώρια που είχαν γεμίσει τις ψυχές όσων είχαν ξεμείνει από την Μεγάλη Σύναξη, είχαν αρχίσει να φεύγουν. Ήτανε οι ίδιες που πήρανε δρόμο μαζί με τις άκρες από τα παραπονιάρικα στιχάκια των τραγουδιών  που μουρμουρίζανε συνέχεια. Στην γωνιά του Μεγάλου Παραμυθά άρχισε κίνηση και ζωηράδα. Κάποιος άναψε τον πολυέλαιο που κρεμότανε σβηστός και κατσουφιασμένος και όλοι μπορέσανε να δούνε τα δυο παιδιά που είχαν μείνει κοντά στους Παραμυθάδες να σηκώνουν με κόπο ένα μεγάλο ομορφοστολισμένο κιβώτιο. Το κυλίσανε με προσοχή μέχρι την γωνιά του Μεγάλου Παραμυθά και γεμάτα χαρά του δείξανε το βάθος,, τον πάτο του. Το κιβώτιο  ήταν άδειο και ανοιχτό στο πάνω μέρος και έδειχνε  σπασμένο εκεί που ήταν  το καπάκι  που κι’αυτό έλειπε. Γεμάτα χαρά τα παιδιά έφεραν το Μεγάλο Κουτί στο φωτισμένο σκαλί του δωματίου των Παραμυθιών και μαζί με τον Μεγάλο Παραμυθά βγάλανε από τον πάτο του άδειου κιβώτιου την ζωγραφιά μιας όμορφης κοπέλας. Δεν ήταν από τις ζωγραφικές που συνήθως βλέπουμε σε εκθέσεις και Μουσεία. Ήταν ζωντανή με γλυκά χρώματα και το φωτεινό της πρόσωπο γέμισε αισιοδοξία όλους.  Ένα  πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του Μεγάλου Παραμυθά και κάλεσε να καθίσουν δίπλα του τα παιδιά για να μοιραστούν μαζί του την πιο όμορφη Ιστορία, αυτήν που κρυβόταν στο Κιβώτιο της Πανδώρας που είχαν πια μπροστά τους.

«Είναι πολύ παλιά η Ιστορία, ο Μύθος του κουτιού της Πανδώρας παιδιά μου» άρχισε να λέει ακουμπώντας αναπαυτικά στα μαξιλάρια του. Οι Θεοί για να δοκιμάσουν τους ανθρώπους που με την βοήθεια του Προμηθέα ζητούσανε καλλίτερη ζωή πλάσανε την Πανδώρα. Ήτανε μία πανέμορφη γυναίκα που κρατούσε στα χέρια της αυτό το ομορφοστολισμένο κουτί κλεισμένο καλά με διπλές κλειδαριές. Την στείλανε να πλανέψει τον Προμηθέα για να μπορέσουν να τον κάνουν να μην σκέπτεται το δίκιο και το συμφέρον του Γένους των Ανθρώπων. Ο Ήρωας μας όμως δεν έχαψε το παραμύθι που  του παρουσιάσανε και την έδιωξε. Εκείνη όμως φεύγοντας πήγε να βρει τον αδελφό του Προμηθέα, τον Επιμυθέα. Τον πλάνεψε με την ομορφιά της και τον έπεισε να την πάρει κοντά του μαζί με το κιβώτιο, το κουτί που είχε πάντα μαζί της. Ο χρησμός και η οδηγίες ήταν αυστηρές. Δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να ανοιχτεί το κουτί γιατί περίμεναν μεγάλες συμφορές τους ανθρώπους. Ο Επιμηθέας δεν είχε την σοφία του Προμηθέα, ούτε την γνώση του για τις ιδέες και τις συμπεριφορές των Θεών. Μόλις έφυγε ο Ερμής, που είχε φέρει την Πανδώρα, που του έδωσε οδηγίες και συμβουλές για το κουτί, ο Επιμυθέας άρχισε να κάνει διάφορες σκέψεις. Αρχίζοντας από το όνομα της όμορφης κόρης που σήμαινε πως είχε όλα τα δώρα, ό,τι  καλό και ευγενικό υπήρχε στην πλάση, σκέφθηκε ότι ήταν υπερβολική η απαγόρευση του ανοίγματος του κουτιού. Τι να είχε άραγε μέσα το κουτί της πανέμορφης Πανδώρας; Το πολύ-πολύ όμορφα πράγματα σαν την κυρά τους. Η περιέργεια τον έτρωγε και κρυφά-κρυφά το πήρε, το μετέφερε σε μια γωνιά και σπάζοντας τις κλειδαριές  άνοιξε το καπάκι του του κουτιού. Ήταν η στιγμή που ξεχύθηκαν απότομα από μέσα όλες μαζί οι συμφορές και οι φρικτές μορφές των κακών που αρχίσανε χωρίς να χάνουν καιρό να βασανίζουν τους ανθρώπους. Το κουτί άδειασε βίαια και πετάχτηκε μόνο του στην άλλη άκρη. Ο Επιμηθέας τρόμαξε και έτρεξε να το μαζέψει. Ήταν πια άδειο, αλλά στο βάθος κάτι γυάλιζε στο φως που έπεφτε από το άνοιγμα του. Μια γλυκιά  κοριτσίστικη τραγουδιστή φωνή ακούστηκε.

«Είμαι η Ελπίδα. Το έσκασα από τους κακούς συγγενείς και κρύβομαι στο βάθος του κουτιού της Πανδώρας. Ξέρω πως μόνο εμένα έχουν πια οι άνθρωποι και χαίρομαι που ο Επιμυθέας το μετάνιωσε.  Η Πανδώρα που δεν ήξερε μάλλον και αυτή  τι έκρυβε το κουτί της με βοηθά να κρύβομαι και να βοηθώ τους ανθρώπους όταν οι δυσκολίες τους στενοχωρούνε και τους απελπίζουν. Έτσι έγινε λοιπόν και με τα Παραμύθια. Τα δύο παιδιά που με βρήκαν και όλου του κόσμου τα παιδιά σιγά-σιγά, ξαναβλέπουν τα βιβλία που είχαμε κρύψει με τα Τελώνια και τους γέρους Γραφιάδες του Σουκ της Βαγδάτης. Μην στενοχωριόσαστε, εγώ είμαι εδώ και δεν θα αφήσω να περάσει η κακιά μυρωδιά της εγκατάλειψης από τις χαραμάδες της ψυχής των παιδιών του Κόσμου».

Έτσι μίλησε η Ελπίδα από το βάθος του άδειου κουτιού της Πανδώρας. Ήτανε συγκινητική η στιγμή για  τα δυό παιδιά και τους Παραμυθάδες, όσους δεν είχαν φύγει όταν φάνηκε πως δεν πήγαινε καλά η σύναξη των Παραμυθιών. Τα φώτα ζωηρέψανε, κάποια άλλα παιδιά και κάποιοι μεγάλοι φανήκανε στην πόρτα του Σπιτιού των Παραμυθιών και τα πρώτα καινούργια βιβλία μπήκανε στα ράφια που είχαν αρχίσει να τα ξεσκονίζουν με μανία τα Τελώνια της Αγοράς. Η Ελπίδα είχε κάνει τα μαγικά της. Η Ζωή έχοντας βρει κάποιες από τις άκρες των κουβαριών της Αισιοδοξίας , έδειχνε ξανανιωμένη.

Μην νομίζετε βέβαια ότι όλα φτιαχτήκανε αμέσως  και ότι  ξαναβρήκε την ζωηράδα της η μισοκοιμισμένη γειτονιά των Ανθρώπων. Η Ελπίδα δεν κάνει θαύματα ούτε τα μαγικά της διορθώνουν όσα στραβά μαζευτήκανε σιγά-σιγά για το χατίρι των πιο πλούσιων που νομίζουνε πως όλος ο κόσμος πουλιέται και αγοράζεται. Εκεί, στα πόδια της Ελπίδας γύρω από το κουτί της Πανδώρας,, οι Άρχοντες που δεν έχουν Αρχοντιά και οι «Άριστοι» που νομίζουν πως τα ξέρουν όλα, νιώθουν ακόμη μια φορά πως το χέρι της Ελπίδας του Κόσμου, άρχισε να γίνεται πιο βαρύ τιμωρώντας τους  για τις ψεύτικες  ζωές τους.

*…και εδώ φαίνεται πως τελειώνει το παραμύθι των Παραμυθιών,

(τελειώνουν όμως έτσι τα Παραμύθια;)

*Κάποιοι όμως μιλήσανε…..

…….Για το ρεπορτάζ που δεν έγινε,

……Για την Καταστροφή που δεν μπόρεσε να τα καταπιεί όλα,

……Για το άσχημο χαμόγελο  που πάγωσε στα χείλη της          Απελπισίας …..που και αυτή μάλλον έπαψε να είναι μοιραία!

 

ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ!”.

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *