“ΜΕ ΙΣΑ-ΙΣΑ ΑΝΟΙΧΤΑ ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΜΑΤΑΚΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΛΑΣΠΟΝΕΡΙΣΜΕΝΑ ΜΑΛΛΑΚΙΑ”
“ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ, ΑΓΟΝΑ ΝΗΣΙΑ… ΑΛΛΑ ΜΕ ΠΛΟΥΣΙΕΣ, ΓΟΝΙΜΕΣ ΚΑΡΔΙΕΣ” ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΑΚΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΑΡΖΕΝΤΑ
“Και εν συνεχεία του ταξιδιού μας από Σύρο, Πάρο, Νάξο, Ηρακλειά, Σχινούσα καταλήξαμε στο Κουφονήσι… Οι στιγμές σε αυτά τα λιμάνια ήταν σύντομες, αλλά με πολλές εντάσεις και συναισθήματα για όλους… γεμάτες χαρές και ανυπομονησία για όσους έφταναν.. γεμάτες λύπες και αγωνία για όσους έφευγαν… μα και γεμάτες ιδρώτα για το προσωπικό του πλοίου… μη γίνει λάθος… μη χτυπήσει… μη χαθεί…, μη ξεχαστεί…
Αρμενίζοντας από Κουφονήσι για Κατάπολα, είχε ανοίξει ο κατσούφης ήλιος τα βλέφαρα του αρκετά και ο γραίγος άρχιζε να συνετίζεται…, να υπομειδιά… και να ομορφαίνει… Όμως τα βασανάκια μου γλαροκατάπιναν έναν καφέ μ’ ένα κουλούρι παριανό, για να απαλύνουν την λιγούρα και να θεραπεύσουν όσο μπορούν του ψυχο μπίχτη γραίου τις ζημιές από τση άτσαλες θεόρατες βουτιές του… Ψάχνοντας εναγωνίως τη δασκαλίτσα μας, την εντοπίσαμε στις αγκαλιές του Μορφέα, που ως θεός του ύπνου την είχε αγκαλιάσει για να την ξεκουράσει… Πολλοί την έχουμε πάθει με τον Μορφέα… που ο άτιμος ο θεός… εκεί που θες να αντέξεις και να μείνεις ξύπνιος, σε ξεγελά με τη λάγνα ματιά του και σε πλανά με τα γλυκά του λόγια… «γείρε για λίγο και έννοια σου.. εγώ θα σε ξυπνήσω εγκαίρως!» και χάνεσαι μέσα στην αγκαλιά του για μια στιγμή μόνο… αλλά ξεχασιάρης όπως είναι… χάνεις το λιμάνι.. τον προορισμό σου… και μπαίνεις σε μπελάδες…!
Κάπως έτσι την πάτησε και η Αλκυόνη… δεν την ενημέρωσε ο Μορφέας για τον ύπνο του άντρας της.. και αυτή υπέθεσε τον θάνατό του και νεφοσκεπής από τον καημό της…, αυτοκτόνησε…! Αλλά, ευτυχώς, ενημέρωσε εμάς ο ερωτίδης–λαοπλάνος να μη ξεχαστούμε πλησιάζοντας την Δονούσα να ορθώσουμε την νεαρά φίλη μας… γιατί αλλιώς θα επέστρεφε ξανά στον Πειραιά… και ποιος θα πλήρωνε…; Να προσπαθεί η κορασίδα μας να ξαλμυρίσει και να μη μπορεί να ορθο-πλωρίσει…;
Άρχισε, λοιπόν, αρμενίζοντας να φαίνεται η φωλιά της ομορφιάς των Καταπόλων και το εναρκτήριο λάκτισμα της προετοιμασίας είχε αρχίσει για να πρυμνοαράξουμε και να αποβιβαστούν τα βλαστάρια μου, οι όμορφοι βασανιστές μου… που καλοπέρασαν…, με βασάνισαν…, τους πείραξα…, τους χάρηκα…, τους απόλαυσα…, τους μόρφωσα ναυτικά λιγουλάκι… και πιότερο μου γέμισαν τους ενεργειακούς μου συσσωρευτές για αρκετό καιρό…
Μια μανούβρα καλλιτεχνική με μπόλικο Μπετόβεν στα Κατάπολα, ένα σφύριγμα παρατεταμένο στους φίλους μας στο μουράγιο και η μεγάλη έκπληξη για τους επιβάτες και τους φίλους της θαλασσινής διαδρομής μας… μας περίμενε στο λιμάνι ο καπετάν Δημήτρης, ο Σκοπελίτης με το βιολί του παιανίζοντας νησιώτικες ατόφιες ομορφιές… Πώς…; Μα προερχόμενος από ολονύκτιο γλέντι γάμου και βεβαίως δική μου επιθυμία για τον μοναδικό αποχαιρετισμό των αγαπημένων μου φίλων…
Αφού ποδοπατήσανε τον μόλο χορεύοντας μια δόση νησιώτικου άσματος, με αποχαιρέτησαν κλαίγοντας από χαρά και ευγνωμοσύνη γι’ αυτό που έζησαν και δεν ξέχασαν… Μα δε λησμόνησα και εγώ… και δεν θα το ξεχάσουν κι αυτοί ποτέ… και το κυριότερο με ψυχοβασανίζουν να το γραφομοστράρω το ταξίδι μας…, γιατί…; Μα αγωνιούν με εμένα τον σαλεμένο ήντα θα σφεντονιάσω..! Με εννοήσατε ήντα εννοώ… Να ονειρευτούν…, να θυμηθούν…,να κλάψουν από χαρά αλλά και να το απολαύσουν διαβάζοντας το στα εγγόνια τους… ΕΓΓΟΝΙΑ ΤΟΥΣ…
Διαδικασία απόπλου…, δοκιμασία αποχωρισμού…, δάκρυα…, κλάμα…, σφυρίγματα…, μαντήλια… και πεταχτά φιλιά… Απόνερα και κάπνα τα τελευταία δώρα μου και πορεία για την όμορφη Αιγιάλη, να αποβιβάσουμε ότι Αμοργιανό καλούδι είχε απομείνει, από αυτό το αξέχαστο θαλασσινό σουλάτσο της παλιοπαρέας μου… Είχε μεσημεριάσει και ο ήλιος είχε υψωθεί στις πλαγιές της Αμοργού… Η σκέψη μου και η θωριά μου μαυράραχνη και θολερή σκεπτόμενος τις ομορφιές που έχασα και άντε πάλι και… και… και πότε… Η μανούβρα μου στην Αιγιάλη σαν της ψυχής μου την μαυρίλα… άντε να αναποδίσω…, άντε ο κάβος σιγά-σιγά στην πίντα να βιράρουμε… λες και συμμετείχαν όλοι… Τί δέσιμο ψυχικό, Θεέ μου εμείς οι αλλατολαδωμένοι… μια γροθιά… μια ανάσα…, μια αγκαλιά… Ζηλεύετε…; Ελάτε να βραχείτε να αρωματιστείτε και να καλοπεράσετε… Αποβιβάσαμε…, επιβιβάσαμε…, βιράραμε…, σαλπάραμε…, σφυρίσαμε… και αποπλεύσαμε για την Δονούσα… το νησάκι με την ζεστή νησιώτικη αγκαλιά, με την αγνότητα και την αγάπη της τότε εποχής…
Η διαδρομή είναι μικρή και δύσκολή από κυματισμό… ήθελε και θέλει προσοχή… Το προσέξαμε και το φθάσαμε ασφαλώς…, το πρυμνήσαμε επιτυχώς… και τους αποβιβάσαμε ολοσχερώς κ. Πλοίαρχε, όπως έλεγε ένας θαλ/λος μου αγαπητός… Η αποβίβαση είχε βεβαίως σημαιοφόρο την ταλαιπωρημένη…, αλλά ευτυχισμένη από τις εμπειρίες και τις γνωριμίες…, παρά τις κακουχίες του κύματος, δημο-διδασκάλισσα μας…, η οποία μας αποχαιρέτησε με ίσα-ίσα ανοιχτά τα όμορφα ματάκια της και λασπονερισμένα μαλάκια της… Μια ματιά…, ένα δάκρυ και νοερά ένα βιβλίο αγκαλιά…, γεμάτο αναμνήσεις και αλμυρές ξενερισμένες ομορφιές…
Το ταξίδι μας μέχρι τον απόπλου μας για Νάξο, ήταν ένα σχολείο ανθρωπιάς και ναυτοσύνης… ήταν ένα βιβλίο γεμάτο εμπειρίες και διδάγματα για την δουλειά του ναυτικού την αλμυρή και δύσκολη…, αλλά λεβέντικη…, μοναδική… Τελειώνοντας τα διαδικαστικά, αποπλεύσαμε και αρμενίζουμε πάλι για Νάξο, Πάρο, Σύρο και Πειραιά… Αυτή ήταν η άγονη γραμμή, στα άγονα νησιά… με τις πλούσιες και γόνιμες ψυχές… μα πάνω από όλα με τις σφικτές και αληθινές αγκαλιές… Ευλογημένοι και καλοτάξιδοι…”