“ΚΑΠΕΤΑΝΙΕ, ΜΑΣ ΒΟΥΛΙΑΞΑΝ”

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΩΝ “ ΘΑΜΩΝΩΝ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΚΑΡΒΕΛΙΟΥ” ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΑΚΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΑΡΖΕΝΤΑ

 

 

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΡΖΕΝΤΑΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΠΥΡΓΟΥ-ΚΑΛΛΙΣΤΗΣ

“Μετά από πολλές ναυτικοπλοιαρχικές αφηγήσεις μου, αποφάσισα να σας αραδιάσω και κάτι που δεν θα το έκανα εάν δεν επέμεναν οι τότε συνοδοιπόροι μου και οι σημερινοί νέοι πλοιαρχο-ευέλπιδες, όπως γραφοχαράζω πολλές φορές αναφέροντας τους. Απαντώ βέβαια εις τους πνευματοσυζητήτες μου καταλλήλως με την βροντώδη τρεζοφωνή μου, επιμένοντας…. ότι αποπνέω.., αποπλέω.., χαρτοαπεικονίζω τα δρώμενα…, όχι σε ναυτοχάρτες… αλλά στην ψυχή μου…!. Απλά ας σκεπαστούμε, ας χωστούμε (θηραϊκό) για να αποφύγομε τση γρίπες…

Και επιμένω ότι πρέπει τα μανταλάκια μου να μαζέψω και να μην ξανά απλώσω τις φορεσιές μου τις ναυτικο-δημοτικο-θηραϊκές…, γιατί η υγρασία και ο σορόκος φθείρει πολλούς και πολλά… και πιότερο εμένα..! Το κατανοήσατε; Το εννοώ..! Εξάλλου γιατί να επιμένω να μπουγαδιάζω και να απλώνω τση ζωής μου τση πραμάτειες..; ΓΙΑΤΙ; «Ο εγώ», ο απειροελάχιστος θα ντουλαπιάσω τις τρεζάδες μου και τα της ζωής μου περιπέτειες… Απλά ντουλάπι ψάχνω…!

Επιθυμώ λοιπόν για τελευταία φορά να περιγράψω την περιπέτεια που έζησα – ζήσαμε, η οποία διαδραματίσθηκε στις 20 Ιουλίου του 1996… αγκυρο-πλαγιο-δετημένοι στο λιμάνι της Πάτρας με το «ΑΝΝΑ V». Καταπλεύσαμε στις 19 Ιουλίου το μεσημέρι, ημέρα Πέμπτη… Αποβίβαση επιβατών και οχημάτων, αλλά και των δικών μου ανθρώπων, που ήταν παρέα και συντροφιά μου για 15 μέρες… Απόπλους και ταξίδι στεριανό για Αθήνα, οδικώς με τα της οικογενείας και μετά προς Δάρα Μαντινείας.. μεριά για παραμονή της φαμίλιας για λίγες μέρες στην ψυχική και φυσική ομορφιά… Ενθυμούμαι καλώς ότι στο πλοίο παρέμεινε ο υποπλοίαρχος Αξιωματικός φυλακής και συνεργείο για συντήρηση της Μηχανής με τον Αρχιμηχανικό…

Φεύγοντας λέω στον καπετάν Τάσο, τον Μπόμπολα, καθηγητής τώρα στην Σχολή Πλοιάρχων Ασπροπύργου, να γράψει και το τηλέφωνο του χωριού, διότι η Vodafon δεν είχε τότε σήμα εκεί… και ευτυχώς το σημείωσε… σαν να τον βλέπω τώρα… σε μια ορατή γωνιά στο πρόχειρο Ημερολόγιο Γέφυρας, με μολύβι… Μεσάνυχτα και κάτι κτυπάει το τηλέφωνο του σπιτιού και ακούω τον Τάσο να μου λέει:

«Καπετάνιε, βουλιάξαμε…!» Δευτερόλεπτα σιωπής και η απάντηση μου στεγνή και αποφασιστική…

«Τάσο! ένα ουζάκι είπαμε παλικάρι μου…!», πιστεύοντας ότι είχαν ξεφύγει οι κρασο-κατανοίξεις κατά τη διαμονή τους στο καράβι.. Η απόκριση του βέβαια με διέψευσε αμέσως….

«Καπετάνιε, μας βούλιαξαν…!» Χωρίς δεύτερη σκέψη παίρνω τον υιό οδηγό και αναχωρώ… με το τηλέφωνο να έχει πάρει φωτιά και οι σκέψεις μου μπουρλότο…!.

Αργά αργά για πρώτη φορά στην οδική μας διαδρομή και φθάσαμε στο χώρο του θαλασσινού θυσιαστηρίου της πανέμορφης κόρης… (ΑΝΝΑ V) Παγωμένος.., απορημένος.., σκεπτικός.., κλαμένος.., αποσβολωμένος.., θωρώντας την ομορφιά μου καθισμένη στον βυθό του λιμανιού… Κάτι ήθελε να μου πει.., κάτι να ομολογήσει.., αλλά σκυφτή.., σκεπτική.., απόκριση καμία… Την απέτρεψα την ομορφιά μου.. γιατί ήταν πολύ πληγωμένη… δεν επέμενα να την ρωτήσω ίσα ίσα που ανέπνεε με ξεθωριασμένο βλέμμα και πληγωμένη όψη… γιατί αυτές τις ώρες προσπαθείς να συνέλθεις.., να σκεφτείς.. να ηρεμήσεις.. και να δράσεις… και αυτό έπραξα…

Αφού ενημερώθηκα ότι όλοι είναι καλά.. ανέβηκα με την σκάλα της πυροσβεστικής στην γέφυρα για να πάρω τα ναυτιλιακά έγγραφα.., αλλά και την σκυλίτσα μας, την συντροφιά μου-μας, την πασίγνωστη Αθηνά μας.., η οποία είχε ξαπλώσει έξω από την καμπίνα μου και πεισματικά είχε αρνηθεί να φύγει σε προηγούμενη προσπάθεια του πληρώματος.., γιατί απλά νόμιζε ότι είμαι μέσα… Ναι η καρδούλα μου… αυτό για όσους δεν αγαπούν τα ζώα…

«ΑΝΤΕ ανθρωπάκια.., νοιώστε επιτέλους πως μας νοιώθουν πως μας αφουγκράζονται.. Κλάμα αυτή.., κλάμα εγώ.., κλάμα όλοι μας…

Όμως κατεβαίνοντας μου αναφέρουν συγκρατημένα ότι λείπει ο Βαγγέλης, ο Συρίγος, ο μάγειρας από την Θηρασιά…

«Θεέ μου τι μαντάτο είναι αυτό..!» αναφώνησα, τι πληγή… Πέρασε λίγος χρόνος και μετά από επιμελή ψάξιμο ο προσωρινά αγνοούμενος ενημερώθηκα ότι ήταν έξω στην πόλη… Μετά από λίγο ακούμε τον Βαγγέλη να μπαίνει στο λιμάνι σιγοτραγουδώντας, εύχαρις, διότι ο άκρατος οίνος ήταν της ξεκούρασης εφόδιο… Ξαφνικά αντιλαμβάνεται τι έχει γίνει και το τραγούδι γίνεται κραυγή και κλάμα.. Τα υπόλοιπα στην Θηρασιά… θα σας τα περιγράψει ο ίδιος με ένα πλατύ χαμόγελο.. Μεζέ και λίγη τσικουδιά… Δεν μπορώ.., δεν αντέχω.., να μη προσωποποιήσω το μισοβυθισμένο πλοίο, ήταν μια ομορφιά, ήταν μια 4χρονη όμορφη θητεία.., ήταν μια ομορφιά.., που έδωσε παντού ζωή την τότε εποχή…

Δεν νταγιαντώ να μη υγραθούν οι οφθαλμοί μου βλέποντας το ακόμη και τώρα στις φωτογραφίες δεν δεν… Σκεπάστηκε επιμελώς η ομορφιά μου, αμέσως από το συνεργείο αντιρρύπανσης για να μη λερώσει να μη κρυώσει να μη φανεί η κατάντια της… ήταν υπερήφανη…, ήταν δυναμική.., ήταν λεβέντισσα στο θαλασσινό της διάβα.., την είχα στα χέρια μου.., την είχα υπό την ναυτική μου κηδεμονία τέσσερα χρόνια… ήταν λίγο αργή… ήταν λίγο ευτραφής.., ήταν λαίμαργη… ήθελε 60 νταλίκες και αμέτρητα ΙΧ για να χορτάσει… αυτή ήταν…!.

Και συνεχίζοντας την εξιστόρηση αποφεύγοντας την ταχυκαρδία…, σκεπτόμουν τότε άντε να περάσει η νύκτα, άντε να έρθει η ανατολή και ό ήλιος να φωτίσει… Όλοι και όλα στην εντέλεια.., όλες οι αρμόδιες αρχές στο πλευρό μας.., όλος ο κόσμος και οι συνάδελφοι μια αγκαλιά… όλοι μια κουβέντα.., μια ματιά… Άντε οι δημοσιογράφοι, άντε τα κανάλια και οι τηλεοπτικοί σταθμοί.., άντε να κάνεις δηλώσεις.. και τι να πεις.., άντε της μάνας να τηλεφωνήσεις…

«κα.. για πε μου ήντα παθε, Γιώργη μου το παπόρι…» Βέβαια της εξήγησα.. τα ανεξήγητα… αλλά ακούστε το μοναδικό…

«κα ήφηε και ο μπαμπάς να πάει στον Προφήτη Ηλία και δεν του πα να ανάψει ένα κερί για τους ανθρώπους…» Αχ ρε μανούλα.. πόσο μου λείπεις..! Με έπαιρνε τηλέφωνο και ήταν κλειστό… και ακουγόταν το ηχογραφημένο μήνυμα «Αφήστε το μήνυμα σας» και άκουγα το μηνυμα της μανούλας..

«…Κα, κόρη μου, πες του να με πάρει.. η μάνα του είμαι… ήντα παθε για δε μου λέτε…» και συνεχίζοντας την άκουγα να λέει στον πατέρα μου.. «κα Νικολό, το παιδί έχει και γυναίκα πλήρωμα..; Παίρνω, ξαναπαίρνω και πράμα…»

Ξεκίνησε, λοιπόν, ένας αγώνας μεγάλος.., μια μεγάλη έρευνα για το τι έγινε και πώς έγινε.., ανακρίσεις.., ερωτήσεις.., επιμονή και αγώνας των αρχών για την ανεύρεση στοιχείων και καταγραφή γεγονότων… Τελικά, είχε τοποθετηθεί εκρηκτικός μηχανισμός από έξω… το μόνο που γνωρίζουμε… οι εμείς του αλμυρού καρβελίου θαμώνες… πράμα άλλο δεν γνωρίζαμε και ούτε θα γνωρίσουμε… Απαγόρευση διαμονής μέσα στο πλοίο.., με όλα τα επακόλουθα.., διαμονή σε ξενοδοχείο και διατροφή εκτός και ως δώρο πάντα υπάρχει η απόλυση.., η μετάθεση σε άλλο πλοίο… Αυτά τα διαδικαστικά ήταν πολύ κουραστικά αλλά τελείωσαν.. αυτό που δεν τελείωσε και θα ήταν χρονοβόρο ήταν η απάντληση του νερού και η επανάπλευση του πλοίου.

Αφού πέρασα μερικές μέρες, αφού η ένταση μειώθηκε.., αφού η όλη κατάσταση έγινε συνήθεια καθημερινή.., αφού γραφείο μας είχε γίνει η σκιά ενός δέντρου.., αφού οι σκέψεις είχαν πλημυρίσει το μυαλό μας… και το κυριότερο η εργασιακή αβεβαιότητα και αγωνία μας είχε όλους κυριεύσει…

Αυτό είναι το της θαλάσσης μέγα εργασιακό πρόβλημα… που θαλασσοοδεύομε.., που θα αρμενίζομε μετά… Δεν θα σας ζαλίσω άλλο.., δεν σας θα κουράσω άλλο… Απλά εάν το μελετήσουν και πρέπει να το κάνουν οι νέοι μας.., ή εάν θέλει ο αγαπητός μου Τάσος ας το εξιστορήσει στους μαθητές του.., διότι υπάρχουν πολλά σημαντικά θέματα που πρέπει να γνωρίσουν και να διδαχθούν… Και ποτέ δεν πρέπει με επιπολαιότητα να διαφεντεύομε την θάλασσα… ΠΟΤΕ…! Και όταν προγραμματίζει ο άνθρωπος για το τι θα κάνει… ο Θεός γελάει… και καλά κάνει…! ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟΙ…”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *