Η ΜΗΤΕΡΑ ΣΑΣ, ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΤΟ ΠΡΩΙ!
ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΑΚΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΑΡΖΕΝΤΑ
Συνεχίζοντας το μουσικό χορευτικό οργανό-πνιχτικό ταξιδάκι μας-μου, όπως ξεμπουκάραμε από τη Νιό και ξανοίγαμε τα φώτα τσι απάνω μεριάς και τσι Θηρασιάς…, τα λιγουλάκια…, ξαναμπατάρισα στον καναπέ για μια ανάσα και κανένα όμορφο όνειρο να δω…
Χόρευε και ξαναχόρευε το ΟΛΥΜΠΙΟ ΜΈΛΑΘΡΟΝ (ΟΛΥΜΠΙΑ ΕΞΠΡΕΣ) νανουρίζοντας με… και ναι…, απροσδόκητα με κοίμισε ευπρεπώς μια σταλιά χωρίς ροχαλητά…, αερισμούς κουρτινών και εξαερισμούς λεβήτων…! Δεν είδα όνειρο διόλου, δεν είδα βιολοντσέλα, είδα τον υποπλοίαρχο μόνο να μου φέρνει το τηλέφωνο και να μου ψιθυρίζει… Η ΜΗΤΕΡΑ ΣΑΣ… τέσσερις και κάτι το πρωί…!
Θεέ μου για όνομα, να δεις κάτι έγινε…! «Λέγε μαμά…, λέγε…» «Βρε Γιώργη μου με γροικάς…; Κα, που είσαστε, ρωτάει ο μπαμπάς (μαεστρία), Κα για πε μου, κοιμήθηκες καθόλου σερνικάκι μου…; Ήντα φάες…;» «Μαμά, λέγε ήντα θες…, πε μου…» «Κα, ήφιαξα μια ομελέτα χθες για σένα, ήντα να την κάμω τώρα..; Εμείς νηστεύομε και σου την έφερνα με λίγο χλωρουδάκι…» Και γιατί όλος αυτός ο διάλογος…; Απλά έμαθε ότι πάμε Αστυπάλαια και δεν θα με έβλεπε… Η μάνα είναι μία μοναδική αγάπη…, μια λατρεία… και θέλει προσοχή και χάδι…, να μη την ξεχνάμε…, να την χαϊδεύομαι…, να την ζουπάμε στην αγκαλιά μας… ΟΣΟ ΖΕΙ ΑΣΤΕΡΙΑ ΜΟΥ… Η ΜΑΝΑ ΜΑΣ – ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΟΥ…
Με πήρε ολίγον ο νυμφίος μέχρι να μπουκάρομε στην απανεμιά των πάτριων εδαφών… ΖΗΛΙΑΡΗΔΕΣ… Έγερση, καφέ, ματιές και ομορφιές νυχτιάτικα… οn Standby στην πατρίδα μας -μου και μανούβρες για πρυμνοδέτηση… Δέσαμε και στην βαργιόλα, θωρώντας και αναμένοντας την από επιβίβαση για να εξανεμιστούμε για άλλα απάγκια για άλλες αγκαλιές… ΑΝΑΦΗ, ΑΣΤΥΠΑΛΙΑ… Ναι καλά θωρούσα μες στην μαυρο-καταχνιά κουνιόταν ένα άσπρο μαντηλάκι…. «Υποπλοίαρχε, ερωτώ μέσω V.H.F. στο δικό μας channel…, έρωτες…; Έρωτες…;» ΖΗΛΕΨΑ Ο ΜΕΣΗΛΙΞ…!
Χαμογελάει διακριτικά με ελαχίστη χρονό-καθυστέρηση ο νέος ακριβοθώρητος ανήρ…. «κ. Πλοίαρχε, η μητέρα σας είναι…!» ΑΧΝΙΣΤΑ… άντε να κρατηθείς, άντε να μη δακρύσεις και τον Θεό να μην ευχαριστήσεις… Γιάντα τα δάκρυα…; Κα άμε να βρεις τώρα αυτά τα δάκρυα χαράς…, την ματιά της…, το φιλί της…, την αγκαλιά της…, την θωριά της…, την αγάπη της… και την μαεριά της (τα γιαμπράκια της)… Βολίδα κάτω ένα φιλί ζεστό…, το συφερτί με το σφουγγάτο, ένα χάδι και το καθιερωμένο σφιχταγκάλιασμα της με την μαντήλα στο κεφάλι… «Η Παναγιά μαζί σου Γιώργη μου…»
ΕΑΝ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΙ ΕΙΝΑΙ… έντονη εγκεφαλική διαταραχή μου εντέλει… ΤΟΤΕ ΕΕΕ;… να την απαγάγω τεχνηέντως και να την ναυτολογήσω για το αποδέλοιπο ταξίδι της αγόνου, να την χαρώ, να χαρεί και να δει πολλά που ποτέ δεν έχει ζήσει… Μαμά δεν έρχεσαι μια τσάρκα να χαρείς…; Αχ και να βλέπατε ματιές…, χαμόγελα και κόρδωμα…!
04.30 αποπλεύσαμε από ΘΗΡΑ για ΑΝΑΦΗ, με άμεση επιδίωξη να καλημερίσω τον Πράκτορα μας, τον σημερινό Δήμαρχο, μέσω V.H.F…. «Ιάκωβε αποπλεύσαμε και ερχόμαστε στις Μπαχάμες σου…» «Καλή άφιξη captain…» «Ο καιρός δουλεύεται…;» Θα τα καταφέρναμε άραγε να δέσουμε και να δουλέψουμε…; Διότι ο πλοηγός είχε άδεια και τα ρυμουλκά ήταν σε επισκευή… ΑΣΤΕΙΕΥΟΜΑΙ ΟΜΟΡΦΙΕΣ ΜΟΥ… Δεν υπήρχε τότε ούτε σωστός μόλος για απόεπιβίβαση επιβατών και μόνιμα κατοικούντων αυτού με δυσμενείς καιρικές συνθήκες…
Αφού αναχωρήσαμε έχοντας τον ψυχικό μου ανιχνευτή μαζί μου, θα σας αναφέρω το παρλαμέντο μας… «Κα για πε μου τώρα ήντα θα κάνει ο Νικολός, που θα μάθει ότι θα κάνεις την καπετάνισσα μέχρι το απόεμα…» Χαμογελώντας αινιγματικά μου αμολά την κρανιδιά λέγοντας μου… «Κα μαζί τα σκηνοθετήσαμε… να’ ρθω, να σε χαρώ, να δω το σπίτι σου (καμπίνα μου) μπας και θέλει πράμα για συμμάζεμα…»
Μπαίνοντας στην Γέφυρα κέρωσε η ομορφονιά μου… «Βρε ήντα ΄ναι όλα τούτα παιδί μου, κα δεν μπερδεύεσαι με τσι ντανάλιες και τσι φωταψίες στα κουμπιά και ήντα θέλει ετούτος δω και μας κλουθεί (ακολουθεί).., ήντα θέλει…;» ήταν ο καμαρότος μου…! «Κα μπας και χρειαστείς τίοτις γι’ αυτό…» «ΚΑΙ ΗΝΤΑ ΜΕ ΚΟΥΛΗ…;» Πριν πάει στο αραξοβόλι της, είδε και τον φάρο του Ακρωτηρίου μένοντας αλύγιστη και θωρώντας με να παρλάρει… «κα βρε Γιώργη μου δεν μπερδεύεσαι με αυτά τα πυροφάνια…;»
Βλέποντας και την περιοχή τσι Βλυχάδας, προσπάθησε να εναγκαλιστεί τον Νυμφίο και ο εγώ ολίγο καναπεδάτος για νυχτερινό επιδόρπιο ξεκούρασης… Μέχρι εδώ δεν είναι μόνο το ταξίδι…, αλλά κυρίως είναι το ψυχογράφημα της ΜΑΝΑΣ και δη του αλμυρού ταξιδιώτη… Θα συνεχίσουμε αναστενάρηδες μου την γραφό κατάνυξη μας μέχρι την επιστροφή μας στον Αθηνιό εξιστορώντας ξεδισακιάζοντας τις μυρωδάτες μου θύμησες… ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ ΔΙΟΛΟΥ ΚΑΙ ΤΙΟΤΙΣ…