ΕΝΑ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ “ΤΙΜΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΜΙΣΘΟ”
ΟΤΑΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΟΥΝ ΟΙ ΚΑΡΕΚΛΕΣ
Αγωνιώδη τηλεφωνήματα. Στην ατμόσφαιρα, υπάρχει ήδη ηλεκτρισμός. Η ώρα περνάει και οι προσελεύσεις καθυστερούν. Ο μαγικός αριθμός 14 (όχι δεν έπαιζαν τη γνωστή πρωτοχρονιάτικη 31 με τα τραπουλόχαρτα), δεν έλεγε να συμπληρωθεί με τίποτα. Πρώτη αποχώρηση. Ο Αντώνης Χάλαρης (ελάχιστοι πρόσεξαν τι είπε στην προηγούμενη συνεδρίαση για την εφαρμογή νόμου, σχετικά με τις αλλεπάλληλες, αδικαιολόγητες απουσίες). Περισσότερο θλιμμένος, παρά θυμωμένος. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Γιώργος Χάλαρης. Αυτός οργισμένος, για το φιάσκο που φαινόταν να συντελείται. Πέρασαν 45 λεπτά. Μετά μία ώρα. Τα κινητά, έχουν πάρει φωτιά.
Τελικά, έρχονται κάποιοι. Ασθμαίνοντας. Ακόμα και το ντύσιμο, δείχνει πως σηκώθηκαν βιαστικά, από τις άλλες ασχολίες τους. Ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, επιτέλους σηκώνει τα χαρτιά του και με ένα βλέμμα στην αίθουσα, βλέπει ότι έχει 14. Μαγικός αριθμός. Απαρτία. Διαβάζει, αργά τα ονόματα. Κάποιος έχει πάει στην τουαλέτα, αλλά τουλάχιστον βρίσκεται στο κτίριο. Έρχεται κι αυτός εσπευσμένα. Έχουμε λοιπόν απαρτία. Το αξίωμα του Δημοτικού Συμβούλου, είναι τιμητικό και άμισθο. Έτσι λέει ο νόμος. Ο ψηφοφόρος, μάλλον δεν έχει δικαιώματα. Αυτός τιμά με την ψήφο του, αλλά η τιμή δεν είναι ανταποδοτική. “Αρχίζει το ματς, παράτα με τώρα, γιατί είναι η ώρα, π’ αρχίζει το ματς” τραγουδούσε κάποτες ο Κηλαηδόνης.
Αλλά ποιό μάτς;. Μάλλον “Οι καρέκλες” του Ευγένιου Ιονέσκο, ξεκινούν. Αντί άλλης ανάλυσης τα λόγια του μεγάλου Ρουμάνου στη καταγωγή, αλλά Γάλλου στην κουλτούρα δραματουργού για το περίφημο έργο του:
«Στη σκηνή δεν υπάρχει τίποτα. Οι δύο γέροι έχουν παραισθήσεις, τα αόρατα πρόσωπα είναι ανύπαρκτα. Αυτοί οι αόρατοι καλεσμένοι είναι οι αγωνίες τους, η ανεκπλήρωτη εκδίκηση, η ταπείνωση, η ήττα των γέρων… Μπροστά στην προσωπική του συνείδηση, λοιπόν, ο καθένας ελπίζει ότι θα δικαιωθεί. Αλλά οι αμείλικτες τύψεις, που συμβολίζουν οι κενές καρέκλες, μεγαλώνουν, εξαπλώνονται, γεμίζουν τη σκηνή, κολλάνε τους γέρους στον τοίχο, τους σκοτώνουν…
Ο κόσμος ορισμένες στιγμές έχω την αίσθηση ότι δεν έχει νόημα, και η πραγματικότητα, σαν μη πραγματική. Αυτή την αίσθηση του μη πραγματικού, την αναζήτηση της όντος πραγματικότητας, λησμονημένης, ακατανόμαστης – έξω από την οποία δεν αισθάνομαι ότι υπάρχω – θέλησα να εκφράσω μέσα από τα πρόσωπα του έργου που πλανιούνται μέσα στην ασυναρτησία, χωρίς τίποτα προσωπικό εκτός από τις αγωνίες, τις τύψεις, τις αποτυχίες, το κενό της ζωής τους. Όντα πνιγμένα μέσα στην απουσία του νοήματος δεν μπορούν παρά να είναι γκροτέσκα, ο πόνος τους δεν μπορεί παρά να είναι μέχρι γελοιότητας τραγικός».