ΑΝΑΠΟΛΩΝΤΑΣ ΤΑ ΒΑΣΑΝΟΤΑΞΙΔΑ ΤΗΣ ΑΓΟΝΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΑΚΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΑΡΖΕΝΤΑ
“Στην ψυχοθεραπεία δεν υπάρχουν συμβόλαια και υποσχέσεις…, δεν υπάρχουν όρκοι και γραφές και μοσχολίβανα… Αυτό μου ψυχοακούμπησε μια δική μου ευαίσθητη ψυχή… αρμενίζοντας και αγναντεύοντας από την Βαργιόλα του παποριού την θάλασσα και αναπολώντας τα όνειρα που έκανε την τότε εποχή της παραζάλης… Ξέγνοιαστη και ορθοαναμαλιασμένη, ήκουε ταξιδεύοντας από τις άκρες της γέφυρας τις ανάλαφρες ιαχές των κυμάτων που χαϊδολογούσαν την πλώρη παρέα με τα ερωτεύσημα δελφίνια…
«Τα ερωτεύτηκα καπετάνιε μου όλα αυτά, τα λαλακώ, τα λαχταρώ, τα θέλω…», μου ομολογούσε με πανιασμένους οφθαλμούς από συγκίνηση… «Είσαστε τυχεροί…, είσαστε προνομιούχοι…, είσαστε ευλογημένοι και πολύ δυνατοί διαλέγοντας τα καραβοαρμενίσματα γλυκέ μας καπετάνιε…» Η δασκάλα της άγονης γραμμής μιας άλλης εποχής μου τα έλεγε αυτά και μου τα λέει ακόμη από πολύ μακριά τηλεφωνικά, αναπολώντας τα βασανοτάξιδα της τότε άγονης γραμμής μια άλλης περιόδου…
Βέβαια, δεν ήταν μόνο αυτή…, ήταν πολλοί σε όλα τα νησιά…, σε όλα τα αλμυρά απάγκια…., από όλη την Ελλάδα, σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες… Ζούσαν όμορφα…, ζούσαν αξιοπρεπώς από πάσης πλευράς… είχαν σπίτια… και όχι άφορες… Είχαν φροντίδα… και εισέπρατταν αγάπη… ένοιωθαν την νησιώτη μοναδική ανθρώπινη φιλοξενία…! ΤΩΡΑ…; Άμε να βρεις σκιά…, άμε να βρεις απάγκιο… Πού…; ΠΟΥΘΕΝΑ… Γιατί…; Πολλά…, πάρα πολλά…
Αναχωρούσαμε Παρασκευή απόγευμα από Σύρο για Πειραιά και οι περισσότεροι επιβάτες ήταν οι εργαζόμενοι στις δημόσιες υπηρεσίες και όχι μόνο… Την οικογένεια, τον έρωτα, τον φίλο – φίλη να δουν Αθήνα και πάλι πίσω… Έγιναν όλοι φίλοι μου – μας… ατελείωτες συζητήσεις…, μικρά κ πεντανόστιμα ομορφομεζεδάκια εν πλω και άνοιγε η καρδιά μας και ευφραινότανε η ψυχούλα μας… Βέβαια και τα μποφόρ είχαν τις ομορφιές τους… με απίστευτες ιστοριούλες να τα παλισιώνουν, δημιουργώντας ή ζάλη… ή παραζάλη…!
«Γιώργο, έχει φουρτούνα; Με ρωτάει η Φλώρα…», μου έλεγε από το μεσημέρι ο φίλος μου ο Γιάννης… «Έλα χριστιανέ μου…! Δεν έχει παραπάνω από 9 μποφόρ…! (άπνοια) Έλα και θα απαλύνω εγώ το βάσανο σου…!» Επιστροφή από Μύκονο στην Σύρο, επιβίβαση επιβατών και άγρια διερευνητική ματιά από την Φλώρα… «Μόλα όλα…, πορεία για Πειραιά» και «ο εγώ» μετέβαινα οργιόστολος και άνετος να την επισκεφτώ… Φιλιά…, αγκαλιές…, απορίες…, ερωτήσεις… «Όλα θα πάνε καλά…! Για όνομα…» και αφού πλησιάζαμε στο στενό μεταξύ Γυάρου και Κέας, με κοίταζε και αλληθώρισε αγριεμένη…! Εγώ εξαφανιζόμουν… προς την γέφυρα.., για να ενορχηστρώσω τους χορούς και τα μπαλέτα… και η Φλώρα… «Γιώργο, τα φτερά…! (πτερύγια ευστάθειας) Θα πνιγούμε…, Θεέ μου..!»
Τριάντα χρόνια από τότε και ακόμα δεν πήρα συγχώρεση από την καλή μου φίλη…! ΑΚΟΜΑ… ΟΛΑ ΗΤΑΝ ΘΕΪΚΑ…! ΟΛΑ…!!! Ήταν μια άλλη εποχή…, ήταν μια άλλη καραβίσια…. δύσκολη μεν, αλλά δροσερή αγκαλιά από όλους μας… για όλους τους επιβαίνοντες…! Είχε ο καθένας την ιστορία του…, είχε ο καθένας να αφηγηθεί και να περιγράψει τα πριν…,τα τώρα.., τα φρέσκα…, τα αλατισμένα…, τα πολυκαιρισμένα και τα ανάλατα… αλλά ήταν όλα ζωντανές ανθρώπινες ζωγραφιές…
Αυτή ήταν η εποχή μου…, αυτή ήταν τα καράβια που αρμενίζαμε…, αυτές ήταν οι ανθρώπινες σχέσεις… Ερωτώ δεν ήταν γλυκό και ανάλαφρο το γραφολόημα μου..; Δεν ήτανε η εποχή μου… ένας πολύχρωμος ανθόκηπος…; Διαισθάνομαι.., αφουγκράζομαι… ότι θετικά θα απαντούσατε… και αυτό θυμάμαι… και ανασαίνω… αγαπημένοι μου… ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟΙ και ευλογημένοι…”.