Οι απορρίψεις “smart” έργων ως μέσο άσκησης τυφλής αντιπαλότητας

Santorini

 

 

 

Santorini “Τα λεγόμενα Smart Projects, δηλαδή Smart Cities, Smart Islands και τα συναφή, δέον όπως αντιμετωπίζονται με κάποιο σκεπτικισμό. Αλλά… η εποχή περιέχει καλπασμό της τεχνολογίας. Ακόμα και 10χρονα παιδιά παίζουν στα δάχτυλα ένα SmartPhone, κι ας λέει μια υπερτιμημένη νεοσυντηρητική επιστήμων, πως «Πριν 40 χρόνια οι μαθητές δημοτικού ήξεραν περισσότερα από τους αποφοίτους λυκείου σήμερα». Δεν ισχύει με τίποτα!. Οι δεξιότητες ενός παιδιού σήμερα, υπερβαίνει κατά πολύ το γνωσιολογικό υπόβαθρο που υπήρχε πριν 40 χρόνια. Σε τι υστερούν;. Μα στην ικανότητα ή διάθεση των εκπαιδευτών να εκτρέψουν αυτή την ψηφιακή άνεση σε ερευνητική -και άρα επωφελή- κατεύθυνση, αντί το κύριο  μέλημα των παιδιών να είναι τα περίπλοκα παιχνίδια, τα Chat, Tik Tok, και Instagramm.

 

Ο Δήμος Θήρας επί Αντώνη Σιγάλα, κατάφερε και ενέταξε στο πρόγραμμα “Αντώνης Τρίτσης” ένα σχέδιο ψηφιακού μετασχηματισμού. Οι επιφυλάξεις για την τελική λειτουργικότητά του, δεδομένες. Αλλά, είναι το μέλλον. Ο Δήμαρχος Τρικκαίων (Τρικάλων) τα κατάφερε και αναδείχθηκε εξωκοινοβουλευτικός Υπουργός εξαιτίας της ενάργειάς του σε τέτοια ζητήματα. Γιατί όχι και η Σαντορίνη;.

 

Δεν είναι εύκολο πρόγραμμα. Χωρίς διοικητική εγρήγορση, μπορεί να καταλήξει στον ψηφιακό “κάδο ανακύκλωσης” (για όσου δουλεύουν με υπολογιστή). Στην πρόσφατη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου ακούστηκαν λογικοφανείς, εξηγήσεις για την απόρριψη της χρηματοδότησης, που είχε ήδη εγκριθεί, ενεργοποιηθεί και ξεκινήσει. Συνοδευόμενες από μια αστήρικτη “τράμπα”. Δηλαδή απορρίπτουμε αυτό, για να κάνουμε αθλητικό κέντρο στο Βουρβούλο. Ευπρόσδεκτο, χρήσιμο και ίσως κρίσιμο το  έργο του Βουρβούλου. Αλλά ποιος εγγυάται, πως αυτή η ανταλλαγή θα γίνει δεκτή;. Γιατί όχι και τα δύο;. Το ένα εν εξελίξει και το άλλο σε άδηλη προετοιμασία.

 

Ήταν μια κακή μέρα για τη Δημοτική Πλειοψηφία. Μπήκε σε μια αδιέξοδη επιλογή. Το “ή το ένα ή το άλλο” δεν το απέδειξε κανείς. Ίσως μάλιστα διαφάνηκε η πιθανότητα “ούτε το ένα, ούτε το άλλο”.

 

Και το σαμποτάζ σαν έννοια΄, κατά μια  επισφαλή ερμηνεία προέρχεται από  την πρακτική των κλωστουφαντουργών (μάλλον του Μάντσεστερ) που έριχναν τα sabot (ξύλινα τσόκαρα) στα γρανάζια των μηχανών, επειδή φοβούνταν πως θα τους κλάψουν τη δουλειά (που τελικά την περιόρισαν).

Την “καμένη γή” τη δημιουργούν αμυντικά οι υποχωρούντες (για όσους ξέρουν ιστορία), δεν την προκαλούν οι επελαύνοντες. Επειδή τους δικούς τους πόρους και τη δική τους επιμελητεία θα διαλύσουν οι φλόγες.

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *