Γρηγόρης Μαντούσης : Περί Αυθεντικότητας
“Αυθεντικότητα
Η αύξηση του τουριστικού ρεύματος τα τελευταία χρόνια, στη χώρα μας, πέραν της ευμάρειας που προσέφερε (σε μεγάλο βαθμό σε κάποιες περιοχές της χώρας μας), δημιούργησε και προβλήματα, τόσο στις υποδομές, όσο και στην κοινωνική συνοχή(αλλοτρίωση κλπ), αλλά και στην καθημερινότητα.
Αυτό το φαινόμενο παρουσιάζεται πιό έντονα στα νησιά, που εκ του λόγου ότι είναι μικρής χωρικής έκτασης, είχαν και έχουν μικρές και κλειστές κοινωνικές ομάδες, αλλά και φτωχές υποδομές. Κατά αυτό το τρόπο, άρχισε να ακούγεται όλο και πιό συχνά η λέξη ‘’υπερτουρισμός’’. Όρος ασαφής, που μάλλον αφορά μία μεγάλη συνεύρεση τουριστών σε έναν τόπο, για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κάθε έτους, περισσότερους από όσο αντέχει αυτός ή από χρονικούς και τοπικούς συνωστισμούς, που δημιουργούνται από έλλειψη ρύθμισης των τουριστικών ροών (ανοργανωσιά) ή από την έλλειψη υποδομών, που ή δεν τις θέλει η τοπική κοινωνία ή που από ανικανότητα δεν δημιουργούνται ή (και) η πολιτεία αδιαφορεί.
Μία από τις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών, έναντι του τουριστικού ρεύματος, που άρχισε να εμφανίζεται, είναι και η ανάδειξη της αυθεντικότητας του τόπου! Μία ‘’νέα μόδα ‘’, που αναπαράγει προς τους τουρίστες κυρίως, μια εικόνα αυθεντικού κόσμου, με παραδοσιακές γεύσεις και αγνά υλικά, αλλά και γηγενών ανθρώπων που ζουν παραδοσιακά, αγνά και διαφορετικά από αυτό, που έβλεπαν μέχρι τώρα οι τουρίστες. Μια αντίδραση, που κάποιοι θεωρούν ότι θα επαναφέρει στους κατοίκους, την «κανονικότητα» και τον «παλιό τρόπο ζωής»! Όμως τι είναι αυθεντικότητα ενός τόπου; Κατά τη γνώμη μου, είναι ένας απλοϊκός μύθος!
Όσον αφορά τους κατοίκους, θεωρώ ότι πρέπει να παραδεχτούμε πως σε κάθε τόπο υπάρχει μια φυσιολογική εξέλιξη σε κάθε έκφανση της ζωής. Στο πολιτισμό, στη μουσική, στη τέχνη, στο τρόπο ζωής κλπ. Η φανταστική αναπόληση είναι υποκειμενική, διαφορετική για τον καθένα. Αναπολούμε, αλλά ποιά είναι η αλήθεια; Για παράδειγμα ας αναπολήσουμε τις παλιές παραδοσιακές ταβέρνες. Ποιές; Αυτές που υπήρχαν πριν 50 χρόνια; ‘Ή αυτές που υπήρχαν πριν 100 χρόνια; Όχι βέβαια. Γιατί απλά δεν υπήρχαν καν ταβέρνες πριν 100 χρόνια! Αναπολούμε τις γεύσεις και τις πρώτες ύλες; Μα η χωριάτικη σαλάτα, πλέον φτιάχνεται με τομάτα βορειοευρωπαϊκή, γιατί η παραγωγή μας είναι ελλιπής! Η δε σαντορινιά, με τοματάκι βελανίδι! Και μήπως ξεχνάμε εμείς οι παλιότεροι, ότι η ‘’παραδοσιακή κουζίνα’’πριν πενήντα χρόνια ήταν βουτηγμένη στο λίπος και στο τηγάνι; Εξελισσόμαστε! Έγιναν καλύτερα εστιατόρια. Δοκιμάσαμε νέα υλικά και διαφορετικά πιάτα! Και βέβαια όσο και να εξελίσσεται η μαγειρική μας, μπορούμε να συνεχίσουμε να φτιάχνουμε και να πουλάμε γεμιστά και μουσακά και να τιμούμε την μεσογειακή κουζίνα μας!
Μήπως στη μουσική, δεν καταργήσαμε την τσαμπούνα και προσθέσαμε ηλεκτρονικό ήχο; Μήπως χορεύουμε με τη βράκα μας ή με τα σύγχρονα καθημερινά ρούχα μας; Καλές οι παραδοσιακές στολές, για να μας θυμίζουν την ιστορία μας, αλλά στα μάτια των τουριστών, θα είναι πάντα φολκλόρ! Ούτε να ξηλώσουμε τους δρόμους μπορούμε και να πηγαίνουμε με τα υποζύγια στις δουλειές μας (μια όμορφη νοσταλγική εικόνα από παλιές φωτογραφίες), γιατί η εξέλιξη δεν κάνει εύκολα πισωγύρισμα, αλλά και γιατί θα έχουμε ‘’ολοκληρωτικό πόλεμο’’ από τις φιλοζωικές! Και μήπως τελικά να ρωτήσουμε κανέναν υπέργηρο αγρότη, εργάτη γης ή εργάτη λατομείων, ποιές ήταν παλιά οι συνθήκες εργασίας και ζωής;
Νοσταλγούν εκείνες τις συνθήκες, που αξημέρωτα πήγαιναν για δουλειά και με το σκοτάδι επέστρεφαν στο σπίτι τους και το φαγητό τους ήταν λίγη κριθαροκουλούρα και πελτές; Η εξέλιξη είναι εδώ, όπως γίνεται από απαρχής της ανθρωπότητας. Με τα καλά και τα κακά της! Όσον αφορά δε τον τουρισμό, θεωρώ ότι δεν υπάρχει περίπτωση να δείξεις την αυθεντικότητα ενός τόπου, σε έναν επισκέπτη εντός του χρονικού ορίου των λίγων ημερών, που διαρκεί η παραμονή του . Ότι και να δει στα καλντερίμια των οικισμών, δεν μπορεί να αντιληφθεί τον τρόπο ζωής των κατοίκων! Δεν μπορεί να κατανοήσει τη μουσική κουλτούρα και τους χορούς. Αν μάλιστα ενθουσιασμένος δοκιμάσει να μπει στο χορό, απλά σαν κατσίκα θα χοροπηδάει! Όσα εξαιρετικά ντόπια πιάτα και να δοκιμάσει, με την επιστροφή στην πατρίδα του, καμμιά γεύση δεν θα θυμάται! Εικόνες. Αναμνήσεις. Αυτά μόνο θα πάρει μαζί του!
Εν τέλει αυθεντικότητα είναι η απόπειρα να ζήσουμε σύμφωνα με τις ανάγκες της εσωτερικής μας ύπαρξης και όχι σύμφωνα με τις απαιτήσεις της κοινωνίας. Η πειρατεία στην αρχαιότητα ήταν αποδεκτή, με την έννοια του νόμιμου και του ηθικού. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τη θεωρήσουμε ως αυθεντική! Το να αγαπάμε την παράδοση, γιατί εκεί είναι οι ρίζες μας, δεν σημαίνει ότι αποτελεί αυθεντικότητα η προσήλωση σ’ αυτή. Απλά ο κόσμος γύρω μας αλλάζει! Όπως πάντα άλλαζε! Ενα από τα χειρότερα και συνάμα πιο ενδιαφέροντα φαινόμενα της εποχής του υπερτουρισμού είναι, κατά τη γνώμη μου, ο φετιχισμός της «αυθεντικότητας». Μια παρενέργεια της έκρηξης του παγκόσμιου τουρισμού των τελευταίων δεκαετιών.
Οι απανταχού κλώνοι του Αντονι Μπουρντέν (όχι τόσο και ο ίδιος) αναπαράγουν συστηματικά τον μύθο ότι σε κάθε δημοφιλή τουριστικό προορισμό υπάρχει κρυμμένη, πίσω από τα μαγαζάκια με τα σουβενίρ και τα Mcdonalds, ένας κρυφός, «αυθεντικός» κόσμος γεμάτος αληθινούς ανθρώπους, ντόπιες γεύσεις και αγνά υλικά. Μια ολόκληρη βιομηχανία χτίστηκε πάνω σε αυτόν τον μύθο, που προωθεί τη φαντασίωση ότι ο σωστός ο ταξιδιώτης, ο αγνός, ο βέρος, μπορεί να πάει σε μια άλλη χώρα και να ζήσει «όπως οι ντόπιοι» (για τη μία εβδομάδα που έχει άδεια για τη δουλειά). Οτι μπορεί να γνωρίσει την «πραγματική» τάδε χώρα, που είναι άλλη από αυτή που γνωρίζουν οι απλοί, μαζικοί τουρίστες, τα πρόβατα της παγκοσμιοποίησης, οι οποίοι βεβαίως είναι ηθικά και πολιτισμικά χειρότεροι. Στις πιο ακραίες εκδοχές του ένας μύθος επίμονος, αποικιοκρατικής χροιάς, και με μεγάλες συνέπειες. Γιατί βέβαια είναι εντελώς αδύνατο να γνωρίσεις στ’ αλήθεια ένα ξένο μέρος μέσα σε λίγες ημέρες, σε όσα εστιατόρια «όπου τρώνε οι ντόπιοι» κι αν φας, σε όσα σοκάκια χωρίς AirBnB κι αν περπατήσεις. Και, κυρίως, επειδή χτίζει μια επίπεδη, δυσδιάστατη φαντασίωση για να περιγράψει ολόκληρους λαούς και πολιτισμούς. Υποβαθμίζουμε μακρινές, εξωτικές γωνιές του πλανήτη σε μια απλοϊκή, φολκλόρ, υποτυπώδη εικόνα. Περιγράφουμε λαούς γεμάτους γριές με τσεμπέρια και αγαθούς γέρους με γκλίτσες και φορτώνουμε με tips και «μυστικά» αποικιοκράτες με λεφτά όσα και τύψεις, και τους ξαμολάμε στα στενοσόκακα να βρουν το «αυθεντικό».
Στην πραγματικότητα, όμως, «αυθεντική» χώρα δεν υπάρχει πουθενά. «Αυθεντική Σέριφος», «αυθεντική Σίφνος», «αυθεντικό Ναύπλιο» δεν υπάρχουν και δεν υπήρξαν ποτέ. Ενα κατασκεύασμα είναι αυτή η εικόνα, διαφορετική στο μυαλό του καθενός που τη νοσταλγεί. Ο κόσμος αλλάζει συνέχεια. Δεν αλλοιώνεται από κάποιο φαντασιακό δεδομένο status quo σε κάτι άλλο, λιγότερο καλό –δεν υπάρχει status quo.
Η Σέριφος του 1950 ήταν ένα πράγμα, η Σέριφος του 1980 ένα τελείως διαφορετικό, του 2000 εντελώς άλλο. Σήμερα όποιος επισκέπτεται τις όμορφες εσχατιές της χώρας μας βλέπει τις συνέπειες του υπερτουρισμού, μεν, αλλά βλέπει και τη φυσιολογική εξέλιξη σε κάθε πολιτισμική έκφανση κάθε τόπου, στη μουσική, στην τέχνη, σε οτιδήποτε παράγει. Και, ναι, καινούργια, διαφορετικά εστιατόρια σε μέρη όπου παλιά υπήρχαν μόνο ενός τύπου παλιές, πανομοιότυπες μεταξύ τους ταβέρνες, και όπου πιο παλιά ακόμα (ακόμα πιο «αυθεντικά»), δεν υπήρχε τίποτε. Ο τουρισμός έρχεται και αλλάζει έναν τόπο, αναπόφευκτα, και τώρα αυτός ο νέος, αλλαγμένος τόπος είναι ο «αυθεντικός», ο μόνος που υπάρχει. Δεν χάλασε κάτι. Δεν χάνεται τίποτε. Απλά ο κόσμος αλλάζει, όπως άλλαζε πάντα. Η παγιωμένη εικόνα ενός σταθερού, ιδανικού παρελθόντος υπάρχει μόνο στη φαντασία. Η βασική πηγή της φαντασίωσης περί «αυθεντικότητας», βεβαίως, δεν είναι οι Αντονι Μπουρντέν. Είμαστε εμείς. Οι ίδιοι οι ντόπιοι.
Που νομίζουμε ότι κάτι χάνεται, αλλάζει, γίνεται χειρότερο από «παλιά». Η πιο χαρακτηριστική έκφραση είναι στο θέμα της κουζίνας, με αυτό το (κατά την ταπεινότατη, πάλι, γνώμη μου, ανυπόφορο) άμορφο Make Greek Cuisine Great Again (MGCGA) κίνημα. Την πιο ωραία, γλαφυρή και ξεκαρδιστική περιγραφή του μύθου της πραγματικής παραδοσιακής ελληνικής εκδοχής της «μεσογειακής διατροφής» τη βρήκα στο μικρό βιβλιαράκι «Στ’ Αμπέλια» του Σταύρου Ζουμπουλάκη, όπου, μεταξύ άλλων, περιγράφει τι τρώγανε στ’ αλήθεια στο παραδοσιακό, μυθικό, ατόφιο ελληνικό χωριό τη δεκαετία του ’50 και του ’60. Οχι μόνο ελίτσες και φρέσκιες ντομάτες, αλλά τα πάντα τηγανισμένα, τίγκα μέσα στα λάδια. Η αληθινή, παραδοσιακή, χωριάτικη διατροφή της δικής μου παιδικής ηλικίας, μερικές δεκαετίες αργότερα, ήταν και φρέσκα λαχανικά και φρούτα απ’ το χωράφι, ναι, αλλά κυρίως λίπη, ψωμιά, λάδια και όσο περισσότερο κρέας μπορούσε να καθησυχάσει το κατοχικό σύνδρομο των κηδεμόνων μας. Στην πραγματικότητα, δεν είμαστε ένας από τους λαούς με τα μεγαλύτερα ποσοστά παχυσαρκίας στην Ευρώπη επειδή «ξεχάσαμε» τη δική μας εκδοχή της μεσογειακής διατροφής, αλλά εξαιτίας της. Εχω την εντύπωση ότι η εγχώρια γκρίνια για τα «σεβίτσε» των ελληνικών τουριστικών προορισμών και την απώλεια της «αυθεντικότητας» είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό η ίδια γκρίνια με όποιον ισχυρίζεται ότι παλιά είχαμε καλύτερη μουσική, καλύτερους πολιτικούς, καλύτερη τηλεόραση ή καλύτερους ανθρώπους. Είναι ένα καλά τεκμηριωμένο φαινόμενο, με μια πολύ καλά κατανοητή εξήγηση.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη την έρευνα που ρώτησαν «πότε στ’ αλήθεια ήταν καλύτερα τα πράγματα» και όλοι μα όλοι απάντησαν ότι όλα ήταν καλύτερα όταν οι ίδιοι οι ερωτηθέντες ήταν μεταξύ 8 και 18 χρονών. Δεν ήταν απαραίτητα τίποτε καλύτερο παλιά. Απλά εμείς ήμασταν νέοι. Ασφαλώς, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μια μερίδα γεμιστά και μια χωριάτικη σαλάτα είναι ένα εξαιρετικό καλοκαιρινό γεύμα, από τα καλύτερα, πιο γευστικά και χορταστικά πράγματα που μπορεί να φάει κανείς –οπουδήποτε στον κόσμο. Αλλά σήμερα δεν υπάρχει κανένα νησί, απολύτως κανένας τουριστικός προορισμός στην Ελλάδα που να μην είναι γεμάτος και με ταβέρνες που σερβίρουν χωριάτικη σαλάτα, γεμιστά, τηγανητές πατάτες και καλαμαράκια. Ποτέ δεν τα χάσαμε αυτά. Στο κάτω κάτω, τα περισσότερα πράγματα τα κάνουμε λάθος σ’ αυτή τη χώρα αλλά δύο τουλάχιστον τα κάνουμε καλά: καφετέριες κι εστιατόρια.
Στην πραγματικότητα, η εμφάνιση εστιατορίων που σερβίρουν κι άλλα πράγματα σε πρόθυμους ντόπιους κι επισκέπτες, δεν είναι απώλεια. Είναι προσθήκη. Ενα πράγμα που προτείνω ένθερμα σε οποιονδήποτε πολίτη της Αθήνας έχει το χρόνο, την ευχέρεια και τη διάθεση –και κυρίως σε όσες και όσους έχουν μικρά παιδιά– είναι να αφιερώσει μια ημέρα για να ζήσει την πόλη όπως τη ζουν οι τουρίστες. Διαλέξτε ένα Σάββατο και πηγαίνετε μόνο στα τουριστικά μέρη. Πάρτε μαζί σας μια τσαντούλα με νερό, γυαλιά ηλίου και ό,τι άλλο θα παίρνατε μαζί αν βγαίνατε για βόλτα στη Βαρκελώνη ή τη Λισαβόνα, πάρτε και το διαβατήριο στην τσέπη αν θέλετε, για να ολοκληρωθεί η ψευδαίσθηση, και βγείτε. Πηγαίνετε σε ένα μουσείο ή σε έναν αρχαιολογικό χώρο. Ανοίξτε το Google Maps ή όποιο άλλο app προτιμάτε και διαλέξτε το μέρος όπου θα φάτε από τις βαθμολογίες των χρηστών. Χαζέψτε στα μαγαζάκια με τα σουβενίρ, τις χάντρες ή τα μπλουζάκια, μπείτε στα παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι. Καθίστε για καφέ σε μια καφετέρια με εξωφρενικό διάκοσμο, φάτε παγωτό από τα παγωτατζίδικα της Αδριανού (που μοιάζουν βγαλμένα από περιοδικά design και αρχιτεκτονικής και πουλάνε κάθε είδους παγωμένα πράγματα, κάποια εκ των οποίων μπορεί να μην ξέρατε ότι υπάρχουν).
Μην κάνετε τίποτε «αυθεντικό». Σας το εγγυώμαι, σας το υπογράφω: θα περάσετε τέλεια. Θα είναι μια ωραιότατη ημέρα. Θα ανυπομονείτε να το ξανακάνετε. Και μπορεί, όπως εγώ, να καταλάβετε ότι τα ταξίδια, οι διακοπές και ο ελεύθερος χρόνος μας είναι κάτι υπερβολικά πολύτιμο για να το φορτώνουμε με αχρείαστους κανόνες και ψυχαναγκαστικούς μύθους”.










