Ελαίας εγκώμιον και Σαντορίνη

 

 

 

 

Η Αθηνά, νίκησε τον Ποσειδώνα στη μάχη για την ονοματοδοσία στην πόλη της Αττικής γης, δωρίζοντας την ελιά. Το πως κατάφερε αυτός ο πικρός και στυφός καρπός, που βγαίνει από ασημοπράσινα κλαδιά και φύλλα, να γίνει σύμβολο, είναι απλό. Αποτελεί  συνδυασμό της φυσικής τελειότητας και της ανθρώπινης ευφυίας. Κανείς δεν μπορεί να καταναλώσει έναν, έστω ώριμο καρπό, από το δέντρο. Με μια μικρή εξαίρεση-τις θρούμπες.

Χρειάζεται το χάραγμα και το συνεχές βάφτισμα στο αλμυρό νερό, για να είναι βρώσιμος. Αλλά, όταν η ανθρώπινη περιέργεια, η ευφυΐα και η φιλέρευνη διάθεση συνδυάστηκαν, προέκυψε ένα άλλο θαύμα.  Όταν συνέθλιψαν τον καρπό, ανέβλυσε κάτι μαγικό. Το λάδι. Στιλπνό και με φωτεινές ανταύγειες, σαν ρευστό χρυσάφι. Σε όψη και σε αξία. Και αν κάποιος κάνει αναγωγή στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος, θα δει πολλά ακόμα θαυμαστά. Ιστορικές συμπτώσεις που μαρτυρούν παράξενες και γοητευτικές ταυτίσεις με τη γένεση της συστηματικής επιστήμης και φιλοσοφίας.

Ο Θαλής ο Μιλήσιος, ήταν ο πρώτος επιστήμονας της ιστορίας. Ο μεγάλος φιλόσοφος. Αυτός που προέβλεψε την έκλειψη ηλίου στις 28 Μαΐου 585 π.Χ, χωρίς να επικαλεστεί καμία θεϊκή επιφοίτηση, μαντική ικανότητα ή μαγεία. Μόνο με την παρατήρηση, την αστρονομία και τα μαθηματικά. Για να αφιερωθεί απερίσπαστος στη φιλοσοφία, ασκούσε όμως, μια άλλη δραστηριότητα. Αυτή του επιχειρηματία που αξιοποιώντας τα λιοτρίβια του, έγινε εκτός από φιλόσοφος και σπουδαίος οικονομικός παράγων.

Ας παραλειφθούν όλοι οι άλλοι, που έζησαν, αξιοποίησαν και μεγαλούργησαν με την ελιά. Μήπως δεν ήταν η «Ελιά του Πλάτωνος», ένα από τα θρυλικότερα τοπόσημα της Αθήνας;. Μήπως ο «Επικούρειος Κήπος», δεν ήταν κατάφυτος από ελιές;.

 

 

 

Στη Σαντορίνη, η αρχαιότερη ελιά

 

 

 

απολίθωμα ελιάς από τη Σαντορίνη

Ναι˙ αλλά η Σαντορίνη;. Εδώ, η ιστορία πάει πολύ πιο πίσω. Ο Ευάγγελος Βελιτζέλος, καθηγητής παλαιοβοτανικής και παλαιοντολογίας στο Τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρουσίασε στη «Philoxenia2004», ένα εντυπωσιακό  εύρημα: απολιθώματα ελιάς που χρονολογήθηκαν αξιόπιστα πως ήταν 60.000 ετών.  Βρέθηκαν από τον ίδιο και την επιστημονική του ομάδα στα ορυχεία των Φηρών, όπου πραγματοποίησε δεκαετή έρευνα. Σε μια ηφαιστειογενή πλάκα μάλιστα, ο Καθηγητής ανακάλυψε απολιθωμένα φύλλα και κουκούτσια ελιάς -εύρημα που ανατρέπει την άποψη ότι τα δένδρα την εποχή εκείνη δεν καρποφορούσαν.

 

 

Το 2003, ο Τομ Πφάιφερ, μεταπτυχιακός φοιτητής Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Άαρχους της Δανίας, ανακάλυψε στην καλντέρα της Σαντορίνης, ένα απολιθωμένο κλαδί ελιάς. Το παρέλαβε ο καθηγητής του,  Βάλτερ Φρίντριχ,  και μαζί με τον Καθηγητή Ραδιοχρονολόγησης Χάνς Χάινεμάγιερ  του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, έκαναν ραδιοχρονολόγηση (με τη μέθοδο του άνθρακα 14), και από τους  72 αυξητικούς δακτυλίους προσδιόρισαν την ηλικία του δένδρου. Με τον τρόπο αυτό κατέληξαν στην ημερομηνία 1613 π.Χ για τη μεγάλη Μινωική Έκρηξη.

 

 

Λιγοστές οι σύγχρονες αναφορές

 

 

Το παράδοξο όμως είναι, πως στη νεότερη Σαντορίνη, δεν υπήρχε ελαιοκαλλιέργεια. Ο Ιωσήφ Δεκιγάλας, στην περίφημη στατιστική του το 1841, αναφέρει ότι τα δέντρα είναι «ολίγιστα, ταύτα δε εισί ˙ροϊαί, ροδακινέαι, ελαίαι, ξυλοκερατίαι….». Δεν αναφέρει ωστόσο καθόλου, καταγεγραμμένη παραγωγή ελαιοκάρπου, ούτε φυσικά λαδιού. Είναι προφανές, πως τα «ολίγιστα» ελαιόδενδρα, ικανοποιούσαν μόνο περιορισμένες οικιακές ανάγκες. Και φυσικά, ούτε λόγος για ελαιοτριβεία, σε καμία ιστορική πηγή.

 

Στη συλλογική μνήμη του νησιού, το ελαιόλαδο παραμένει πολύτιμο προϊόν. Στις συνήθεις προμήθειες των νοικοκυριών, είχαν ως βασική ποσότητα ένα «ροσόγκι», δηλαδή 100 δράμια ή 320 γραμμάρια. Σπανιότερα χρησιμοποιούσαν το «ροϊ», χωρητικότητας μιας οκάς (1280 γραμμάρια) ενώ πολύ συχνά, σχεδόν σε παροιμιακή βάση, αναφερόταν το ένα «μποτζί λάδι». Αυτό, ήταν ένα πήλινο ή γυάλινο δοχείο, χωρητικότητας «ενός καντηλιού», όπως έλεγαν, επειδή συνήθως το έπαιρναν μαζί τους οι γριούλες, για να ανάψουν τα καντήλια στους τάφους των αγαπημένων τους προσώπων. Λιγότερο από 150 ml, δηλαδή.  Σε περιόδους μεγάλης φτώχειας ή στην κατοχή, δανείζονταν ή ζητιάνευαν ένα μποτζί οι πάμπτωχοι σαντορινιοί. Τόσο σπάνιο, πολύτιμο και ακριβό, ήταν.

Η περινούστατη και φειδωλή χρήση του λαδιού στην παλιά Σαντορίνη, αποτυπώνεται και στο λαϊκό θυμόσοφο ρητό: «κάποιο λάκκο έχει η φάβα», που καταδεικνύει ένα ύποπτο συμβάν. Απλή εξήγηση. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή, η φάβα (Lathyrus Clymenum) ως ελαιόφιλο όσπριο, «καταπίνει» πολύ λάδι. Η «πολυτελής» εκδοχή της παρασκευής της μάλιστα, θέλει αναλογία ένα κιλό φάβα με ένα κιλό (λίτρο) λαδιού. Συνήθως βέβαια, μαγειρεύεται με αναλογία 2 μέρη φάβας, προς 1 λάδι.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα αναφορά- παραπομπή, βρίσκεται στα εργοστάσια επεξεργασίας τομάτας του νησιού. Αναδιφώντας παλιά αρχεία του εργοστασίου Νομικού στη Βλυχάδα, ο παλιός επιστάτης και μόνιμος θεματοφύλακας της σπουδαίας αυτής κληρονομιάς Αντώνης Βάλβης, βρήκε τον όρο «Ελαιοδεκάτη». Ήταν η παλιομοδίτικα εξευγενισμένη, απόδοση του όρου «αξάι» που χρησιμοποιούν σε πολλές περιοχές. Δηλαδή, η αμοιβή του εργοστασίου, μύλου ή ελαιοτριβείου με το δέκα τοις εκατό του παραγόμενου προϊόντος, αντί για χρήματα. Αλλού τον χρησιμοποιούσαν και για τον πάγιο φορά συγκομιδής, που καταργήθηκε την δεκαετία του 1930.

 

 

Πολύτιμη, αλλά παραμελημένη

 

 

Η ελιά, κακότυχε στη Σαντορίνη, για ένα ακόμα λόγο. Εξαιτίας της μικρής της απόδοσης, οι αμπελουργοί, αξιοποιώντας κάθε σπιθαμή γης, προτιμούσαν να φυτεύουν συκιές στα άκρα του αμπελώνα,  επειδή εκτός από σκιά τις στιγμές της ανάπαυσης, προσέφεραν μελίρρυτους καρπούς (κάποιες ποικιλίες μάλιστα, οι δίφορες, δύο φορές) και δεν χρειάζονταν καλλιεργητική φροντίδα. Ένα άλλο, καλοπροαίρετο λάθος, ήταν η επιλογή του ευκαλύπτου για τις δενδροστοιχίες των δρόμων. Τη δεκαετία του 1950, οι τότε κρατικοί γεωπόνοι επέλεξαν το ανθεκτικό αυτό δέντρο, συνεκτιμώντας τις ξηροθερμικές ομοιότητες του νησιού με τη μακρινή Αυστραλία, αλλά και την ταχεία ανάπτυξη του ευκαλύπτου. Τι θα γινόταν, αν είχαν επιλέξει ελιές, όπως κάποιες πόλεις της Ελλάδας;.

 

Το 2003, ο οραματιστής επιστημονικός σύμβουλος περιβάλλοντος του Δήμου Θήρας, Δημήτρης Σιγάλας, ανακάλυψε στην Πελοπόννησο, ένα κτήμα που ξήλωνε τα ελαιόδεντρα. Αμέσως, ήλθε σε επαφή με τον φίλο του ιδιοκτήτη και ζήτησε να πάρει έναν αριθμό με το ρίζωμά τους στη Σαντορίνη. Αυτό και έγινε. Ορίστηκε να φυτευτούν στο άκρο του δρόμου Φηρών Πύργου, μπροστά από τη χωματερή. Υπήρξαν απρόσμενες αντιδράσεις. Τελικά φυτεύτηκαν και ο επίμονος Δημήτρης Σιγάλας, συνέχισε την παραγωγή δενδρυλλίων, διανέμοντας τελικά μέσω του Δήμου, πάνω από 110.000 και μάλιστα δωρεάν στους δημότες.

 

Κάποιοι ιδιοκτήτες γης, άρχισαν να κάνουν συστηματικές φυτεύσεις και σύμφωνα με τους μετριότερους υπολογισμούς, αυτή τη στιγμή υπάρχουν στο νησί, πάνω από 200.000 ελαιόδενδρα. Εντυπωσιακός, χωρίς άλλο, αριθμός. Για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος είναι πως η ελιά δεν κραυγάζει την παρουσία της. Δεν έχει εκείνο το οργιαστικό πράσινο που τραβά το βλέμμα, ούτε παίρνει εκείνο το θεόρατο μπόι που προκαλεί θαυμασμό, ακόμα και δέος. Είναι σεμνή και διακριτική με το γκριζοπράσινο φύλλωμά της να μοιάζει περισσότερο με χαμηλόφωνη προσευχή, παρά  με στεντόρειο τραγούδι της φύσης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως ο μέγας Πικιώνης, διάλεξε την ελιά για να κοσμήσει και οριοθετήσει την εκπληκτική διαδρομή προς τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης.

Τι έχει η ελιά και την κάνει ιδανική για τη Σαντορίνη;. Το κύριο είναι πως μορφολογικά και αισθητικά είναι συμβατή με το γεωπεριβάλλον του νησιού. Αν μάλιστα ακολουθηθεί ο βασικός κανόνας της αρχιτεκτονικής τοπίου, μπορεί να φυτευτεί παντού. Με απλά λόγια, φυτεύουμε όπου θέλουμε να κρύψουμε κάτι. Με το κατάλληλο καλλιεργητικό κλάδεμα, τα δέντρα μπορούν να κρατηθούν σε χαμηλό ύψος, δίνοντας έμφαση στον φυλλικό όγκο. Ακόμα και περιμετρικά των κήπων, μπορεί να δώσουν έναν εξαιρετικό και καλαίσθητο ανεμοφράκτη-με το κατάλληλο κλάδεμα.

Σε πολλές περιοχές μάλιστα, το ρίζωμά τους συγκρατεί την εύθρυπτη άσπα, που οι ορμητικές βροχές παρασύρουν στη θάλασσα.

 

Βασική παραδοχή. Ποτέ δεν θα μπορέσει κάποιος να βασιστεί σε εισόδημα από ελαιώνα στη Σαντορίνη. Οι αναμενόμενα μικρή ανά δέντρο ποσότητα, σε συνδυασμό με την φυσιολογική παρενιαυτοφορία (πλήρης καρποφορία την μία χρονιά, πλήρης ή μερική ακαρπία την επόμενη) δεν μπορεί να εξασφαλίσει παρά μικρές ποσότητες για «χωρική (οικογενειακή) κατανάλωση ή ένα μικρό εισοδηματικό συμπλήρωμα. Το καλό είναι πως αυτές οι ήδη χαμηλές προσδοκίες, μειώνουν τη χρήση χημικής ζιζανιοκτονίας και έντονης νιτρικής λίπανσης.

 

Σε ποιοτικό επίπεδο, το λάδι της Σαντορίνης, έχει ελεγχθεί από τον χημικό και ιδρυτικό μέλος του σωματείου «Φίλαιος» Παρασκευά Τοκουζμπαλίδη και έχει βρεθεί απόλυτα ικανοποιητικό. Αν μάλιστα, ιδρυθεί και σύγχρονο συνεταιριστικό ελαιοτριβείο στο νησί, και επιταχυνθεί ο χρόνος αποθήκευσης-μεταφοράς του καρπού πριν την ελαιόθλιψη που ίσως ανεβάζει τα οξέα, τότε μπορεί να ανταγωνιστεί τα καλύτερα ελληνικά λάδια.

 

Οπότε. Μια ελιά σε κάθε σπίτι. Ελιές σε κάθε κήπο ή μποστάνι. Λιόδεντρα σε «παλιώματα» και παρατημένες εκτάσεις. Δενδροστοιχίες σε δρόμους. Διακοσμητικές, έξω από καταστήματα ή ξενοδοχεία.

 

Ωφέλημα κύριο, δεν θα είναι το λίγο ή πολύ λάδι, αλλά η ψυχική ευεξία, όποιου ασχολείται με τη γη. Η πορεία, ενός λιόδεντρου, είναι όπως αυτή ενός παιδιού. Με μικρότερη αγωνία, φροντίδα και κόστος.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *