ΑΝΕΜΟΑΛΜΥΡΟΣΚΙΡΤΗΜΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΑΚΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΑΡΖΕΝΤΑ
“Κα δεν κατέχω αν σας κούρασα.., δεν κατέχω αν με σιχτιρείτε… δεν ξέρω ήντα να κάμω…, να συνεχίσω το ταξίδι μου ή να μην ανηφορίσω στα βόρεια θαλασσινά προάστια.. Έτσι ένοιωσα… έτσι σας αραδιάζω επαέ… ήντα λέτε..; Και επειδή είναι δύσκολη έως αδύνατη η απάντηση σας…, ανηφορίζω… σας το ταξα άλλωστε… έξαλλου ανάλατο…, αλμυρό…, αυτό σερβίρω μάτια μου…
Και πήαμε αργά και διερευνητικά στον θαλασσινά μυρωδάτο και ιχθυοαλιευτικά χώρο της Σκύρου… Αγκυροβολήσαμε απόγευμα με την δροσιά και τη μυρωδιά του δειλινού…, την ομορφιά των χρωμάτων που σιγά- σιγά αφήνουν το φως του ήλιου και δίνουν τη σκυτάλη στα άστρα… Και αφού ετοιμάσαμε τις μικρές μας ομορφιές… όπως το ταχύπλοο και το φουσκωτό ιπποκόμο μας… με εντολή του άρχοντα επισκεφτήκαμε την στεριά για να εντοπίσομε το κατάλληλο εδεσματοοινολογικομάγαζο για τους χρυσούς επιβάτες μας.
Ο αλιευτείς μαγαζάτορας από εμάς.., ήταν πρόσχαρος και ευτραφής… Μας έδειξε τον τεράστιο χώρο που είχε καθηλώσει και μαντρώσει τους ατίθασους αστακούς… ένα θέαμα μοναδικό για μας… και δη για μένα που η γόπα και η μαρίδα ήταν η οικονομικά προσιτή για της εποχής μου τα θαλασσινά καλούδια… Αυτά και μόνο γιατί τ’ άλλα ήταν για άλλους… Αχ βρε κερά Μαριά με την πλάστικα σου… Θεέ μου τι αναμνήσεις… τι δύσκολες ομορφιές… Δεν σουλατσάραμε καθόλου στο νησί.., μια και μόνο τους κοιλιακούς τους ήθελαν να ταλαιπωρήσουν οι λόρδοι μας και εμείς τα αποκαΐδια των αστακών να αξιοποιήσομε…
Με εννοήσατε ανεπρόκοπες αγάπες μου… Βέβαια εγώ ο νεαρός και ο Αγάπιος, ο ναύτης, είχαμε και τα απρόοπτα μας… Φεύγοντας μετά την επίσκεψη μας το πρωί και στην προσπάθεια μας να μπούμε στη βάρκα, ο Αγάπιος παραπάτησε και έπεσε άγαρμπα… σαν καρπούζι… Εκεί να δεις ομορφιές…, εκεί να δεις τραγούδια… Γιατί…; Γιατί κάποιος από την προβλήτα φώναξε… «..παιδιά ένα μαχαίρι…!» Τί ήθελε να πει ο εξυπνούλης…, τι…; Παρομοίασε τον φίλο μας για μοσχάρι…
Θέλετε τη συνέχεια…; Δεν λέγεται…, δεν ακούγεται…, δεν γράφεται…
Χάρηκαν λοιπόν, φίλοι μου λατρεμένοι.., χόρτασαν.., γέλασαν.., χόρεψαν.. και επιβιβάστηκαν στο πλωτό μας ανάκτορο και απόλαυσαν τα πάντα… Δεν σας άκουσα…; Απολάμβαναν ευχάριστα αγκομαχώντας οι Άγγλοι λόρδοι μας μες στην όμορφη, μοναδική, μυρωδάτη, αχνή και απαλή μουσική της καμπίνας τους… Επιπλέον διευκρινήσεις αποτελούν ποινικοναυτικό ατόπημα… Με εννοήσατε ή να κραυγάσω…;
Προυνό προυνό, αποπλεύσαμε για τον Παράδεισο της Σκιάθου… Κάποια ώρα θολερή και αγάλι αγάλι αγκυροβολήσαμε στις κουκουναριές… «Θεέ μου πόση ομορφιά χάρισες σε αυτό τον τόπο…, στη φύση…!» Αυτό αναφώνησα και αυτό αναφωνώ όταν ονειρεύομαι θαλασσινά… Τα πεύκα με την θάλασσα αγκαλίτσα… το πράσινο με το γαλάζιο μια σφιχταγκαλιά… Έκαναν οι επισκέπτες μας το μπανάκι τους σ’ έναν απόμερο κολπίσκο, το χάρηκαν και αποπλεύσαμε για το απάγκιο μας στο λιμάνι της Σκιάθου. Δέσαμε σε μια γωνιά στην προκυμαία…, δίπλα από το Ε/Γ ΚΥΚΝΟΣ, με πλοίαρχο τον θρυλικό καπετάν Κούλη… την ναυτική ομορφιά της εποχής… Κουβέντα…, γέλια…, γαστρονομικές απολαύσεις και οίνοποσία… όσο επιτρεπόταν! .
Περιπέτειες μοναδικές… απρογραμμάτιστες… αναμένοντας ν’ ανοίξει ο σινεμάς…, να δούμε ένα έργο… Για να περάσει η ώρα και μια και απέναντι υπήρχε ένα καφενείο… στρογκυλοκαθήσαμε και αρχίσαμε τα οινο-ψαχουλέματα με μπακαλιάρο και κεφτέ… Άρχισε το έργο…, μπουκάραμε να δούμε… Τι να δούμε…! Διπλή η πόρτα…, θεόρατο το κάθισμα…, γήπεδο η εικόνα… Πρωτόγνωρα συναισθήματα… Αποπλεύσαμε έχοντας ατελείωτα μποφόρ…από την οινοποσία… Όμως με την βοήθεια της ομορφιάς μας, αραξοβολιάσαμε εις τον ναυτοκρεβάτο μας ονειροεπικοινωνήσαμε με ότι λαλακούσαμε…
Δρομωνίζοντας τα πεπραγμένα της μέχρι τότε ναυτοπεριπέτειας μας-μου…, διεπιστώθει ότι ήταν και παραμένει μέχρι και σήμερα στο ναυτοδίσακο μου, ο μπούσουλας της πρώτης τάξης του ναυτοδιδασκαλείου μου… Θυμάμαι ότι συνεχώς παρατηρούσα… ροφούσα την κάθε λέξη των αξιωματικών… του καπετάνιου… Αποτύπωνα τις ατελείωτες ομορφιές της φύσης στα μέρη που επισκεφτήκαμε…
Μα περισότερο από όλα… άρχισα να ερωτεύομαι την αλμύρα της θάλασσας… Ανεμοαλμυροσκιρτήματα άρχισαν να χαράζουν διαδρομές πάνω στην καρδιακή χώρα… το αεράκι της την ώρα που ξεπροβάλλουν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου στο ξημέρωμα… τις κουβέντες με τα γλαρόνια που δεν άφηναν ούτε μια στιγμή το αφρώδες στίγμα μας… Και κάπου βαθιά μέσα μου… κάποια στιγμή… για πρώτη φορά… ονειρεύτηκα το μέλλον μου… Να μείνω δίπλα στη θάλασσα… ή μήπως να φύγω μακριά της…;
Αποχαιρετήσαμε την πριγκηπέσσα των Σποράδων και πορευτήκαμε για την όμορφη και ξεγνοιασάρα Σκόπελο… Πλαγιοδετήσαμε…, διανυκτερεύσαμε…, οι ναυτοσύντροφοι μας απόλαυσαν…, τουλούμιασαν ευχάριστα… 17 μέρες ξεγνοιασιάς και θαλάσσιου όμορφου φυσικού και τροφικού κάλλους… ανείπωτης…, αχαλίνωτης…, τρεζής ζωής… Όχι από μας αλλά, για τους συνταξιδιώτες μας…, τους λόρδους… Εάν όλα αυτά δεν είναι ένα σχολειό πλωτό… τότε ήντα ναι…; Δεν επιθυμώ να πλατειάσω, γιατί ο ανήκουστος…, θεάρεστος τελευταία κριτής μου…, ως είθισται, δεν ξέρω ήντα θα επικαλεστεί ετούτη τη φορά για να με προγκίσει… ήδομαι νέε μου γλυκέ…αναμένω την αντίδρασή σου..!
Αναχωρήσαμε για την καταπράσινη και ανόθευτη Αλόννησο… πλησιάσαμε…, την οφθαλμοαπολαύσαμε… ακουμπήσαμε λιγουλάκι την μπάντα μας…, ρουφήξανε ένα μέγιστο καφέ και αποδράσαμε ήρεμα και αργά για το δρομολόγιο της επιστροφής… Όλα αυτά που γραφοχάραξα δεν είναι αποκυήματα της βλακομουτσουνιάς μου, όπως διατείνεται ένα ανώνυμο πλάσμα, μέσω αγνώστου τηλεφώνου…, που δυστυχώς, γι αυτόν και ευτυχώς για μένα, είναι γνωστό μου άτομο… κουκλί μοναδικό, δευτερόπρυμνο και πολυτάραχο… Πόσο να αντέξω, πόσο…; Σας το δρομόνησα και το ξεφούρνισα…
Πορευτήκαμε αργά για να απολαύσουν οι λόρδοι μας και εμείς οι μπαρκαρούτσοι, τις εσωτερικές ομορφιές της Εύβοιας, από την μέσα πάντα μεριά… Πρώτος σταθμός ο Αη Γιώργης… φουντάραμε και ξάνηαν…, προγραμμάτιζαν… με αποτέλεσμα την άμεση απόβαση και το πολύωρο άραγμα στο μοναδικό θαλάσσιο χταποδιάρικο μαγαζί… Οι λόρδοι μας και εμείς οι πλοηγοί… γλεντοκοπήσανε και γεύτηκαν πολλά, ενώ εμείς τσιμπολοήσαμε ανεκτά για να υπάρχει φως για την επιστροφή…
Το απόεμα βιράραμε και απαγκιάσαμε για λίγο στην Αιδηψό, με σκοπό να δουν και να ερευνήσουν τα ζεστά νερά της εκεί ομορφιάς… Ήταν ο προτελευταίος μας σταθμός…, ήταν το τελευταίο μας ζεστό απάγκιο…, ήταν το καταστάλαγμα της όμορφης και πολυήμερης διαδρομής μας… Ήταν για μένα ένα σχολειό μοναδικό στα πρώτα μου σκιρτήματα… Αποπλέομε με πορεία την γέφυρα της Χαλκίδας… να μας υποδεχθεί, να μας ανοίξει, να την χαιρετήσομε και να πορευτούμε για το μόνιμο καταφύγιο της μικρής γλυκιάς μοναδικής αρχόντισσας… Εννοώ εάν με εννοήσατε για την μικρή μας νεράιδα… το Ναϊάς…
Καταπλεύσαμε στον όρμο της Βουλιαγμένης και ηρεμήσαμε… Αναλογίστηκα «ο εγώ» πολλά πάρα πολλά… Κατάλαβα ότι η γνώση και τα αγαθά κόποις κτώνται και δη τα αλμυρά… Τα υποδέλοιπα θα τα γραφολοήσω εάν μου το επιτρέψει ο καψερός και ηλίθιος κριτής μου… ΣΑΣ ΑΓΑΠΩ… ΟΣΟΙ ΜΕ ΑΓΑΠΑΤΕ…