ΜΙΑ ΘΕΣΠΕΣΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΓΚΥΖΗ
ΒΙΝΤΕΟ: “ΣΤΟ ‘ΠΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΞΑΝΑΛΕΩ”
Χωρίς περιττές “βιρτουαζιτέ”, “ξεσηκωτικά” κελαρύσματα, κουλτουριάρικη αποστασιοποίηση και άκαιρους αυτοσχεδιασμούς. Σαν ένα απλό παραδοσιακό πανηγύρι. Που απευθυνόταν σε νηφάλιους συμμετέχοντες. Όπου μόνο οι νότες του βιολιού και ο ήχος του λαγούτου έκαναν τους θεατές να σείονται ελαφρά στα καθίσματά τους. Και αν μπορούσαν θα σηκώνονταν να χορέψουν, όχι αυτό το τσιφτετελοειδές σκυλοψαράδικο με το οποίο βομβαρδίζουν Έλληνες και ξένους τα “παραδοσιακά” μαγαζιά και πανηγύρια, αλλά το σεμνό λικνιστό χορό που έχει μέσα του λίγο από το αυγουστιάτικο μελτεμάκι και τους ψιθυριστούς κυματισμούς της θάλασσας.
Μια βραδιά γλεντιού, χωρίς εκείνο το αφόρητο φοκλόρ που θυμίζει χαλασμένο ταραμά σε πλαστικό κεσεδάκι που καμώνεται το χαβιάρι. Καθαρό, γνήσιο, απλό, προσιτό και ταυτόχρονα πεντανόστιμο γιορταστικό δείπνο. Κι ας προέρχεται από τα αφρόψαρα τη εποχής, τα ταπεινά κατσούνια, τους φεσκοτηγανισμένους τοματοκεφτέδες. Ούτε γκουρμεδιά, ούτε φαστφουντ. Αυθεντικό, παραδοσιακό γλέντι. Κι όταν άκουγες την απλή κι απέριττη φωνή του Κοττορού να τραγουδάει, χωρίς φιοριτούρες “στο ‘πα και στο ξαναλέω, μη μου γράφεις γράμματα. Γιατί γράμματα δεν ξέρω κι αρχινώ κλάματα”, καταλάβαινες, ότι το προνόμιο της καλλιέργειας, δεν το έχουν οι “γραμματιζούμενοι”. Το διεκδικούν με περισσότερα πλεονεκτήματα, οι γνήσιοι και αψιμυθίωτοι άνθρωποι του μόχθου..
Συμπέρασμα;. Το Μέγαρο Γκύζη, κέρδισε ένα ακόμα δύσκολο έπαθλο. Κατοχύρωσε, για μια ακόμα φορά, το ρόλο του θεματοφύλακα του καλού γούστου. Και η Καθολική Επισκοπή, μπορεί να είναι σίγουρη, πως εμπιστεύτηκε στους σωστούς ανθρώπους τη συνέχεια της μακρόχρονης, αθόρυβης και πάντα ποιοτικής πολιτιστικής προσφοράς της, στη Σαντορίνη.
Save
Save