“ΒΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΟΡΜΗΝΙΕΣ”

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΚΟΥΒΑΛΗ

 

 

 

Ξύπνησα με την ανάμνηση του πατέρα μου σήμερα και θυμήθηκα τις ιστορίες-παραβολές του… Ξέρετε στα μέρη μου, αλλά και σε όλη πιστεύω την Ελλάδα, οι μικροκοινωνίες των χωριών, έχοντας τη δική τους Ηθική, νοοτροπία και συνήθειες, αλλά και τη δική τους ψυχολογία,έχοντας τις δικές τους Αρχές, είχαν δημιουργήσει εσωτερικά και δικό τους τρόπο για μεταφορά-μεταλαμπάδευση των Αρχών και Αξιών τους (ενδεχόμενα ή τις περισσότερες φορές, συντηρητικά) στα νεότερα μέλη τους.

Έτσι οι παππούδες και οι πατεράδες μας, όταν ήθελαν να “ορμηνέψουν” (συμβουλέψουν), εμάς τους νεότερους (τότε νεότερους -να εξηγούμεθα και να μην παρεξηγούμεθα…) μας κάθιζαν κάτω και μας έλεγαν κοφτά, ιστορίες με νόημα με παραβολικό τρόπο, χωρίς παραπέρα περιττές “ξερές” συμβουλές.

Μέσα απ αυτές μάθαμε να λειτουργούμε κοινωνικά, να σεβόμαστε τον άνθρωπο και να αγαπάμε, άλλος πολύ και άλλος λίγο… Κάποτε λοιπόν, όταν φτιάχναμε το σπίτι στο χωριό,πείραξα έμμεσα τον πατέρα μου,προτρέποντας με πειραχτικό νόημα τους μαστόρους, να κάνουν καλό το υπόγειο, γιατί εκεί “θα μείνουν άνθρωποι”…

Το ‘πιασε το υπονοούμενο ο Μπάρμπα-Γιάννης, αλλά δεν απάντησε άμεσα… Όταν όμως το μεσημέρι καθίσαμε στο τραπέζι με τους μαστόρους και αφού φάγαμε,πήρε το λόγο (ήταν και στομφώδης ο μακαρίτης…) και μας λέει:

“Θα σας πω μια ιστορία…

Ήτανε κάποτε στο χωριό ένας πατέρας, που είχε 4 αρσενικά παιδιά. Είχε όμως ο “καψερός” γεράσει πολύ και ήταν κατάκοιτος στο κρεβάτι…

Όμως από τα παιδιά κανένας δεν ήθελε να τον αναλάβει…

Έτσι μετά από κουβέντα αποφασίσανε και οι τέσσερις να τον μεταφέρουν στο ρέμα του χωριού και να τον αφήσουν εκεί να πεθάνει…

Τον φορτώσανε λοιπόν σε μιά τζιβέρα (ξύλινο φορείο για μεταφορά οικοδομικών υλικών),τον σκεπάσανε με μία κουβέρτα,πήρανε μαζί και ένα σακκί παξιμάδια,για να τα “βρέχει” ο γέρος στο ποτάμι και μην πεθάνει από την πείνα και ξεκίνησαν…

Φτάνοντας στο ρέμα,βρήκαν ένα προστατευόμενο από τον αέρα σημείο και αποφάσισαν να τον “ακουμπήσουν” εκεί…

Μόλις το φορείο “έπιασε” χώμα, ο καϋμένος ο παππούς, ανασήκωσε την κουβέρτα, κοίταξε και λέει στο μεγαλύτερο:

-Μήτσιο…

-Έλα πατέρα…

-Μη μ’ αφήνετε εδώ παιδάκι μου…

-Γιατί ρε πατέρα;

-Γιατί εδώ χάμου, Μήτσιο είχα αφήσει τον παππού Σας...

Κι εκεί ο πατέρας μου σταμάτησε και συνέχισε να πίνει το κρασάκι του…Δεν είπε τίποτε άλλο. Εμείς απλά κοιταχτήκαμε, αλλά καταλάβαμε τί ήθελε να “πεί ο ποιητής”.

“Μην το κάνεις το κακό γιατί θα σ’ εύρει” Κάπως έτσι μας ορμήνευαν οι παλιοί. Το ίδιο πιστεύω ότι γινόταν με όλους τους πατεράδες τις γενιάς μας…Πρακτικές διδασκαλίας με ουσία, τρόπο και σοφία…Πως να τους ξεχάσεις!!!”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *