Θα ήταν όλα αυτά, αρκετά για το πολύπαθο Καμάρι;. Από ότι φαίνεται, όχι. Κάποιοι σκέφτηκαν. «Τι στο καλό;. Εδώ υπάρχει μια θάλασσα μεγάλη. Γιατί να την κατοικούν μόνο τα ψάρια και οι αχινοί;. Και η παραλία;. Μήπως παραγέμισε, άμμο και βότσαλα;». Σε μια χώρα που λιγουρεύεται την «ανάπτυξη» τα πάντα είναι προς πώληση. Έτοιμα να καταπατηθούν. Για να είναι παραγωγικά. Όχι σε σταφύλια, κατσούνια και τομάτες, αλλά σε κοκτέιλ, mix-grill και «Come in sir, nice food, good prices». Και για να είναι δελεαστικότερο το προϊόν, δωρεάν ομπρέλα και ξαπλώστρα. Δωρεάν, φυσικά δε σημαίνει τσάμπα, αλλά ως προσφορά με το πακέτο ενός μίνιμουμ περιδρομιάσματος.
Έπειτα, νέα φαεινή σκέψη. Γιατί να βάζεις ομπρέλες, που πιάνουν τσάμπα ζωτικό χώρο και να μην προεκτείνεις το στεγασμένο χώρο, με την άνεσή σου;. Βγήκαν λοιπόν οι πρώτες πλατφόρμες προέκτασης. Κανείς δε μίλησε. Μετά, η προέκταση…προεκτάθηκε. Τώρα, στο πρώτο επίπεδο, προστέθηκε και …ισόγειο. Δηλαδή, ολόκληρες ξυλοκατασκευές πάνω στην «αντιπαραγωγική» άμμο. Ανάπτυξη!. «Τη λιγουρεύεστε;». Φυσικά!.
Το Καμάρι. Ένα χωριό, χωρίς ταυτότητα και με βεβηλωμένη την κοινωνική του μνήμη, έγινε εύκολα χωριό λιγούρηδων. Κάτω από το οικιστικό υπόδειγμα του Κωνσταντίνου Δεκαβάλλα, μια αμοιβάδα. Μια πόλη αμφίβια, που σε λίγο θα αποκτήσει και τουριστικά νούφαρα, όπου εκπαιδευμένοι σερβιτόροι «με τη θέλησή τους και για να πάρουν περισσότερα φιλοδωρήματα» θα κολυμπούν για να σερβίρουν Γκρηκ Μουζάκα και Μοχίτο, στους βαριεστημένους Αγγλοσάξονες, Σκανδιναβούς ή Τεύτονες.
Και μετά, ο δουλοπρεπής ταβερνιάρης, που έβαλε αγκινάρα στο μουσακά και τον έκανε γκουρμέ, ο κολυμβητής σερβιτόρος με το παγωμένο χαμόγελο και τα λιμασμένα μάτια, θα βγάζουν το άχτι τους, κάθε χειμώνα στις Ταϊλάνδες ή τις Ινδονησίες, επειδή εκεί υπάρχουν περισσότερο λιγούρηδες ομότεχνοι.
Γιατί όλα κι όλα!. Έφτασε ή ώρα, η Ανάπτυξη να μάθει κολύμπι.