ΜΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ-ΔΙΑΦΥΓΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΚΡΙΖΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ
Πάνω στην ώρα, σκάει μύτη ένας συμφοιτητής (μην πω πόσα χρόνια γνωριζόμαστε και καρφωθώ). Καθόμαστε μαζί για καφέ και μετά τα νέα μας, αρχίζουμε τα παλιά μας.
Τότε που έμενα στο παλιό Σεράι της Θεσσαλονίκης . Σαχτούρη 19 στην Παλιά Λαχαναγορά. Ερείπιο όμως. Με 4.500 δραχμές νοίκι για 104 τετραγωνικά. Οπότε κατανοητό, το πως ήταν. Αλλά πανέμορφο. Αλλά επίσης δεν ζεσταινόταν με τίποτα. Μέναμε εγώ κι ο Χρήστος. Η Χρύσα από πάνω. Μια οικογένεια Ρομά από τη Θράκη κάτω. Κι ένα ζευγάρι ηλικιωμένοι απέναντι.
Από ανέσεις;. Βράστα. Ούτε θερμοσίφωνo. Τουαλέτα (λέμε τώρα!) μεγέθους τηλεφωνικού θαλάμου και μια κουζινίτσα με μια γκαζιέρα. Πολυτέλειες!.
Ο συμφοιτητής λοιπόν, μου θύμισε σήμερα, πως έγινε περιστασιακός συγκάτοικος.
“Δε θυμάσαι ρε που βρεθήκαμε στο Σταθμό Λαρίσσης και σου είπα πως δεν έχω σπίτι κι εσύ μου είπες γιατί σκας;. Έχω άδεια δωμάτια πάρτα μπογαλάκια σου κι έλα. Τσάμπα”. Ήρθε. Νοικοκυρά!. Το σπίτι πεντακάθαρο κάθε μέρα. Δεν του το είχα. Χαρλεάς (από τους πραγματικούς, όχι τους γιαλαντζί), ροκάς, και της πιάτσας, αλλά μέχρι καφέ μου έφτιαχνε το πρωί που ξυπνάγαμε. “Φτιάχνω καφέ ρε σύ, θέλεις;”. “Μμμμμ …”εγώ. Άρα ήθελα.
Το άλλο χαρακτηριστικό από το Σεράι, ήταν ότι δεν είχε κλειδί. Δηλαδή είχε, αλλά όλοι ήξεραν το κόλπο, τράβαγαν το κάτω μάνταλο, σήκωναν το ζειμπερέκι και έμπαιναν. Με τον Χρήστο- τον επίσημο συγκάτοικο- πηγαίνοντας στο σπίτι δεν στοιχηματίζαμε αν θα βρούμε κάποιον, αλλά πόσους θα βρούμε. Φτάσαμε κάποτε να φιλοξενούμε 13 (δέκα τρεις).
Το παράξενο;. Το σπίτι ήταν πάντα πεντακάθαρο. Όλοι σκούπιζαν, σφουγγάριζαν και φρόντιζαν να αφήσουν τα περισσευούμενα φακελάκια του νεσκαφέ στην κουζίνα. Κάναμε και πρόβες στο μεσαίο δωμάτιο. Μέχρι βόλεϊ παίζαμε. Και ούτε οι παππούδες απέναντι δεν διαμαρτυρήθηκαν ποτέ. Μας χάζευαν και γέλαγαν. Θυμίζω στο φίλο την ιστορία με το γκαζάκι. “Γράφτη ρε”, μου λέει. Καλύτερη ψυχοθεραπεία, δεν θα είχα απόψε. Την γράφω και είναι αληθινή, μέχρι κεραίας.
Μακρύς πρόλογος, οπότε τώρα στο προκείμενο. Φεύγουμε με το Χρήστο για Χριστούγεννα στην Αθήνα. Γυρνάμε πίσω και πάνω στη μίζερη κουζινίτσα, βρίσκουμε ένα ολοκαίνουργιο γκαζάκι. Κάποιος θα το ξέχασε, επειδή είχε τελειώσει η μπουκάλα του αερίου (γκαζιέρα, είπαμε).
Αλλά μας τρώει η περιέργεια. “Ποιός το ξέχασε;”. Γυρνοβολάμε τους “συνήθεις υπόπτους”.
“Βρε μην και ξέχασες ένα γκαζάκι στο Σεράι;”.
“Μπαααα… έλειπα διακοπές”.
Το μυστήριο παρέμεινε άλυτο.
Επειδή όμως με το Χρήστο μας συνέδεε η κοινή αντίληψη του χιούμορ. Παράδειγμα: Μέναμε ακόμα στη Σταυρούπολη Στάση Ευκλείδη-Ψυχιατρείο. Περπατάμε στο δρόμο. Μας σταματάει ένας κύριος. “Μήπως ξέρετε που είναι η οδός Πλαστήρα (στον αριθμό 5 μέναμε εμείς τότε)” μας ρωτάει.
“Ναι, ξέρουμε “ του απαντάμε και συνεχίζουμε το δρόμο μας. Ο τύπος μάλλον έπαθε καρδιακό.
Επιστροφή στο γκαζάκι. Σύσκεψη με το Χρήστο. “Τίνος είναι το γκαζάκι;”. Απόφαση ομόφωνη: “Μας το έφερε ο Αη Βασίλης”. Νέος γύρος ενημερώσεων προς τους περιστασιακούς συγκατοίκους-εισβολείς. “Ο Αη Βασίλης, μας έφερε ένα γκαζάκι. Αλλά άμα τελειώνει η φιάλη, πάρτε και καμμία”.
Το μυστήριο παρέμενε και έγινε κάτι σαν “αστικός μύθος”. Πολλοί με ρωτούσαν αν λύσαμε το μυστήριο με το γκαζάκι. “Ναι, ο Αη Βασίλης, το έφερε”.
Περνάνε 2-3 χρόνια. Ο Χρήστος έχει φύγει κι εγώ δουλεύω στο “Κύτταρο”, ένα ξακουστό τότε μαγαζί απέναντι από το Λευκό Πύργο, ως σερβιτόρος.
Μια μέρα, έρχεται ένας παλιός συμφοιτητής. Γνωστός, αλλά όχι του κύκλου που είχε την πρόσβαση στο σεράι. Αφηγούμαι ξανά-εις ανάμνησιν- την ιστορία με το γκαζάκι.
Τον βλέπω να συνοφρυώνεται. Ομολογεί. : “Είχα ακούσει ότι το σπίτι σας δεν είχε κλειδί και η κοπελιά μου, είχε γυναικολογικό πρόβλημα και έπρεπε να κάνει κάποιες πλύσεις. Στα σπίτια μας, δεν μπορούσαμε να πάμε, οπότε σκεφτήκαμε το δικό σας. Μετά είχατε γυρίσει και δεν τολμούσαμε να έρθουμε για το γκαζάκι γιατί φανταστήκαμε πως θα μας μαλώνατε που μπήκαμε στο σπίτι σας”.
Θύμωσα. Πολύ. “Βρε βλάκα, δεν καταλαβαίνεις, πως μόλις τώρα μας κατέστρεψες το όνειρο του Αη Βασίλη”.
Γελάγαμε για ώρα. Την κοπέλα, τελικά την παντρεύτηκε. Αλλά το γκαζάκι, δεν το είχε φέρει ο Αη Βασίλης.
Απογοήτευση.