“ΚΑΤΣΕ ΡΕ ΓΙΑΝΝΗ ΝΑ ΣΙΟΚΑΛΕΥΤΟΥΜΕ”

ΣΙΓΑ ΠΟΥ ΘΑ ΑΣΧΟΛΗΘΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΡΟΝΟΙΟ!!!

 

 

 

“Η Διαμάντω Θεοδοσοπούλου (Μούταινα), η εκ μητρός γιαγιά μου και η Φανιώ Λιλή (Τσιάταινα), σε στιγμές χαλάρωσης…

 

Οι γυναίκες αυτές ήταν η προσωποποίηση της πραότητας.Τι είχανε “τραβήξει” οι καημένες… Χωράφια, παιδιά, σπίτι…Η γνωστή τυραννία της εποχής. Παρ όλα αυτά, ψύχραιμες, ήρεμες και καρτερικές,πέρασαν αθόρυβα και καλοσυνάτα τη ζωή τους, αφήνοντάς μας, μια γεύση γλυκύτητας στη θύμησή τους…

 

Βασίλης Κούβαλης

Βλέποντας τη φωτογραφία τους και εν μέσω καραντιναίου εγκλεισμού, σκέφτηκα και αναρωτήθηκα: Τί θα σκεφτόταν και θα έλεγαν οι γυναίκες αυτές. στο τέλος τις δεκαετίας του 60, που τραβήχτηκε η φωτογραφία, άν αντιμετώπιζαν ένα κορονοιό. Και επειδή τις ήξερα, πιστεύω, ότι μάλλον δεν θα τις απασχολούσε το θέμα ιδιαίτερα.

 

Σε πρώτο πλάνο στη ζωή τους και την λειτουργία τους, ήταν τα του οίκου τους και η αντιμετώπιση της καθημερινότητάς τους. Φαντάζομαι λοιπόν το σενάριο της συνάντησης…

 

Πρωί-πρωί, κατά τις 8,30, “σκάει μύτη” η Φανιώ, μ ένα χειροκόφινο στο καλύβι της γιαγιάς… –“Πούσαι, μωρή Διαμάντω?”, της φωνάζει… -“Καλώς τη Φανιώ”, απλοϊέται η γιαγιά.”Έλα μέσα να ψήσουμε καφέ…” Μπαίνει μέσα η Φανιώ, κρατώντας το κοφίνι,γεμάτο με άγρια χόρτα… -“Που γκεζεράς,αχάραγα μωρή?” Τη ρωτάει η Διαμάντω… -“Βγήκα, να μάσω καμιά χεριά λάχανα,αλλά το παταλιακό έχει γλάρα και με τρύπησε πρωί-πρωί”, λέει η Φανιώ. – “Εμ τι να σου κάνω,δεν άφηνες να περγειάνει πρώτα και να πάς μετά?” -“Προκένω λές?με τις δουλειές, που έχω? Αδειάζω και καθόλου? Βγήκα,που λές πρωί-πρωί κατά τις πλεύρες τις Τσιαγκαιϊκες και σκαπέτησα μέχρι το Πυργάκι,,,βρήκα λάχανα!” -“Για να ιδώ,τι μάζεψες”,ρωτάει η Διαμάντω…”Μωρή εσύ δεν άφηκες τίποτα για μάς…” -“Μη χολιακώνεσαι Διαμάντω, έχει λάχανα, έβρεξε και φύτρωσαν.Είναι γιομάτος ο τόπος.Μάζεψα, καυκαλίθρες, φαρμακουλίδες, ματσουκάκια”, απάντησε η Φανιώ.”Θα τους κάνω και καμμιά μπατάκα τηγανητή και”οξω από την πόρτα”…Εσύ τι θα μαγερέψεις σήμερα?” –“Εχει “κείνος ο γέρος” (ο σύζυγος ντέ!!!) φέρει κάτι σινάπια να βράσω (τα έτρωγε πολύ ο παπούς!).

 

 

Κι αυτός ο άνθρωπος,δεν προλαβαίνουν τα σινάπια να “πάρουν” ένα χούχλο,τα τρώει ωμά… Τι να του κάνω”. Απαντάει η γιαγιά Διαμάντω.”Έλα ο καφές ειναι έτοιμος…” Μετά απ αυτά οι γιαγιάδες “χτυπήσανε” τα καφεδάκια τους (50% καφές και 50% ρεβύθι) κι άρχισαν να ρωτάει η μία την άλλη τα οικογενειακά τους…

 

Τί κάνει η Μαρία, η Βαγγελιώ, ο Πέτρος, τι παιδιά έχουν , πως πάνε οι δουλείες τους και τα τοιαύτα, ήταν οι ερωτήσεις τις Διαμάντως, Τι κάνουν οι Αμερικάνοι (τα παιδιά της Διαμάντως) ρώταγε η Φανιώ… Και αφού είπανε και είπανε,ο Τσιρουτόγιαννης, μπήκε μέσα με τη φωτογραφική μηχανή,μια kodak instamatc,και επεχείρησε να τις φωτογραφίσει. -“Κάτσε ρε Γιάννη να σιοκαλευτούμε”, τον προτρέπουν οι γιαγιάδες, “μη μας δούνε στην Αμερική,άφτιαγες…” Και αφού ισιώσανε λίγο τα τσεμπέρια τους, πήραν την πόζα,μοντέλου και βγήκε η φωτογραφία, που βλέπετε.. Τελειώνοντας αυτή η διαδικασία, η Φανιώ,άρχισε να αναστατώνεται. -“Πώ,πω,πω,χασομέρησα Διαμάντω,Θα “μάσει τα όρνια” κείνος ο άλλος (έτερος προσδιορισμός του συζύγου Νίκου).Πάω γιατί πρέπει να μαγερέψω…” -“Να πάς και νάρχεσαι κάπου κάπου να λακριντεύουμε” , είπε η Διαμάντω και την ξέβγαλε στην αυλή… Η συνέχεια στα κονάκια τους. Σ αυτή την ιστορία φαντασίας,προσπάθησα να “ρίξω” στο σενάριο, το κορονοιό και την επιδημία του, αλλά δεν μου βγαίνει.

 

Δε νομίζω, ότι θα απασχολούσε τις κυρίες μας το ζήτημα…Οι σπλές ανάγκες τις καθημερινότητας και η κάλυψή τους, είχαν μεγαλύτερη σημασία για τις γιαγιάδες, από τη στιγμή, που ήταν καλά στην υγεία τους και δεν είχαν τηλεόραση στα σπίτια τους. Δεν νομίζω λοιπόν ότι θα μιλούσαν ποτέ για Τσιόδρες και Χαρδαλιάδες…ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *