Η ΑΥΛΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ-ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ
Σπάτσια και κοντούτο. Μια από τις καλύτερες τηλεοπτικές εκπομπές που έχω κάνει. Δεν οφειλόταν σε μένα η ποιότητά της, αλλά στον χαρισματικό ξεναγό. Τον Δάσκαλο Τάσο Μελιχούρτη, που με οδηγούσε στα στενάκια του Κοντοχωριού και μπροστά στην κάμερα, εξηγούσε τα πάντα, με έναν εκπληκτικά άμεσο και ταυτόχρονα βαθυστόχαστο τρόπο. Μια παρέκβαση μόνο: Είχα επιμείνει να ξεκινήσουμε από το Νεκροταφείο του Κοντοχωριού. Απόρησε κι ο ίδιος. Επέμεινα. Το αποτέλεσμα;. Εκείνη την εκπομπή, ζήτησαν πολλές φορές να την ξαναπροβάλουμε στην τοπική τηλεόραση. Μια φορά μάλιστα, μαζεύτηκαν οι Κοντοχωριανοί στη «Στέγη Κοντοχωρίου» για να την δουν όλοι μαζί. Ο Μελιχούρτης και ο συνεργάτης μου εικονολήπτης, ο Ρίζος, απογείωσαν μια απλή τηλεοπτική ξενάγηση.
Αλλά, πάμε στις λέξεις. Κάποια στιγμή ρωτώ, για την έλλειψη του νερού και τις στέρνες. Η αφήγηση του Δάσκαλου αριστουργηματική (σκέφτομαι πόσο τυχερά, ήταν τα παιδιά που πέρασαν από τα θρανία του!). Τον ρωτώ για τα υπόσκαφα και εκείνα τα σπίτια που δεν είχαν μεγάλη στέγη, ώστε τα βρόχινα νερά να οδηγούνται στη δεξαμενή-στέρνα. «Αυτά είχαν το σπάτσιο», απαντά. Τη λέξη την είχα ξανακούσει, αλλά όχι στη Σαντορίνη και θυμόμουν αμυδρά. Τώρα που γράφω, ξέρω που την είχα δει πρώτη φορά γιατί έψαξα πολύ. Είναι σε ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη. Αλλά εκεί δίνει μια άλλη ερμηνεία.
Ξαναπάω στην ερμηνεία του Τάσου Μελιχούρτη, αφού κάνω την παρέκβαση, ότι στα ιταλικά -το έψαξα κι αυτό- σημαίνει επιφάνεια-χώρος. Αλλά, εδώ τη Σαντορίνη, έχει διττή σημασία. Ρωτώντας μηχανικούς και εργολάβους, μου είπαν πως είναι τα επικλινή όρια, τα πρανή μιας ιδιοκτησίας. Η δεύτερη, ενδιαφέρουσα ερμηνεία, είναι η συμφωνία μίσθωσης (συνήθως με την αντιπροσφορά ειδών ή εργασίας) ενός τέτοιου πρανούς, ώστε τα βρόχινα νερά να οδεύουν στη στέρνα του ενοικιαστή. Έτσι εξασφαλιζόταν πόσιμο νερό ή για τη λάτρα του σπιτιού. Οι πιο έμπειροι έβαζαν στη στέρνα και μερικές ηφαιστειακές πέτρες για εμπλουτισμό με ιχνοστοιχεία, λίγο ασβέστη για απολύμανση και αργότερα – δεν το έχω ελέγξει επαρκώς- και κάμποση χλωρίνη για τη χλωρίωσή του.
Αλλά τι γινόταν, όταν οι βροχές της χρονιάς, ήταν λίγες;. Τότε άνοιγαν τα κουντούτα ή κοντούτα. Εδώ, υπάρχει μια ακόμα ιδιαιτερότητα. Όσοι περπατήσουν σε κεντρικούς εσωτερικούς δρόμους χωριών, θα δουν μια «περιττή» ιδιορρυθμία. Αντί η είσοδος των σπιτιών να είναι στο ίδιο ύψος με το δρόμο, υπάρχει ένα σκαλοπατάκι κι ένα μικρό πανωσήκωμα σαν μικρό εμπόδιο. Ιδιορρυθμία;. Καμία. Όποιο χωριό κι αν δεις, ο κεντρικός (παλιός) δρόμος, λέγεται ποταμός. Ακριβώς γιατί σε μια έντονη βροχόπτωση, μετατρεπόταν σε ορμητικό χείμαρρο. Έτσι, οι νοικοκύρηδες και οι μαστόροι, ύψωναν λίγο την είσοδο για να μην κατακλύσουν τα νερά, το σπίτι. Αλλά έφτιαχναν κι ένα κοντούτο. Μια υδρορροή δηλαδή, που οδηγούσε κατευθείαν στη στέρνα. Όταν λοιπόν σωνόταν το νερό, στην πρώτη βροχή, άνοιγαν το κοντούτο για να την ξαναγεμίσουν, επειδή τα σπάτσια δεν επαρκούσαν. Αλλά το νερό από τα κοντούτα, ήταν αμφίβολης ποιότητας, γιατί κουβάλαγε και όλες τις ακαθαρσίες του δρόμου. Πράγμα που σήμαινε πως ο νοικοκύρης ή η νοικοκυρά, έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί, όταν αντλούσαν νερό από τη στέρνα με τη σίγλα (μικρός κουβάς δεμένος με σκοινί).
Βεγγέρα. Η αλήθεια, είναι πως δεν σκόπευα να καταγράψω αυτή τη λέξη. Είναι ιταλικής προέλευσης (κι αν πάμε πιο πίσω Προβηγκιανής, Λατινικής, με Ινδοευρωπαϊκή ρίζα). Η Κυρία Νίνα, δεν χόρταινε να μου μιλά για τις παλιές Βεγγέρες. Όπως και η αείμνηστη Μαργαρίτα Πελεκάνου, όταν βρισκόμασταν. Επίσης μια αγαπημένη φίλη. Τις εσπερίδες, στα σπίτια, όπου με ένα γλυκό του κουταλιού και λίγο Βινσάντο που κέρναγαν, περνούσαν τα βράδια τους, μιλώντας, λέγοντας αστεία, ακούγοντας μουσικές και καμμιά φορά, κάποιος νέος ερωτοχτυπιόταν βλέποντας μια κοπέλα, που πριν δεν είχε τη δυνατότητα να δει από τόσο κοντά. Σεμνά και σιωπηλά, όμως. Μόνο οι ματιές (μαθιές) φλέγονταν. Και για λίγο. Κι από αυτή την ξενόφερτη, αλλά τόσο διαδεδομένη λέξη, βγήκαν και ρήματα. «Βεγγερίζω». «Που θα Βεγγερίσουμε;».
Διαβάζω στο Wikileξικό: βεγγέρα < ιταλική (ιδιωματικό) vegghera < veggiare < vegliare < παλαιά προβηγκιανή γλώσσα velhar < λατινική vigilare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος vigilo < vigil < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *weǵ- (αγρυπνώ)
βεγγέρα θηλυκό
- βραδινή συγκέντρωση σε σπίτι όπου ο οικοδεσπότης καλεί φίλους και συγγενείς και η οποία συνήθως κρατάει μέχρι αργά
- βραδινή οικογενειακή επίσκεψη σε συγγενικό ή φιλικό σπίτι που λάμβανε μορφή μικρής γιορτής, όπου προσφέρονταν διάφορα γλυκά, ξηροί καρποί, (όπως σύκα, καρύδια), ελιές, γλυνερό, λουκάνικα και τυριά, που συνοδεύονταν με ρακί ή κρασί
- εσπερίδα
- σουαρέ
- η βεγγέρα ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στα χωριά των Κυκλάδων νήσων και αποτελούσε τη σημαντικότερη εκδήλωση στη συνοχή των μικρών κοινωνιών, πριν δε την ηλεκτροδότηση, που ήταν σε χρήση τα λαδοφάναρα, ήταν περισσότερο παραδοσιακή.
- η λέξη βεγγέρα συντάσσεται με το ρήμα κάνω, υπονοώντας πάντα επίσκεψη με όλη την οικογένεια.
Τα σχέδιά μου, τα άλλαξε ο Μόμπυ Ντικ, του Μέλβιλ, που μετά από 30 χρόνια, διαβάζω ξανά σε άλλη μετάφραση και με πολυτονικό σύστημα (Εκδόσεις Gutenberg, μετάφραση Α.Κ Χριστοδούλου).
Σελίδα, 382. « Τι είναι όμως η Βεγκέρα; (με γκ το γράφει) μπορείς να λιώσεις το δείχτη σου πάνω κάτω στις στήλες των λεξικών και ποτέ να μη βρεις τη λέξη», γράφει ο μέγας Χέρμαν Μέλβιλ. Και παρακάτω προτείνει το δικό του λεξικογραφικό λήμμα : «ΒΕΓΚΕΡΑ. ΟΝΟΜΑ. Φιλική συνάντηση δύο (ή περισσότερων) φαλαινοθηρικών, σε έναν ψαρότοπο κατά κανόνα, οπότε μετά την ανταλλαγή χαιρετισμών, τα πληρώματα από τις βάρκες ανταλλάσσουν μεταξύ τους επισκέψεις. Στο μεταξύ οι δύο καπεταναίοι, μένουν σε ένα από τα δύο πλοία και οι υποπλοίαρχοι στο άλλο».
Συμπέρασμα;. Ο Μέλβιλ δεν είχε βρεθεί ποτέ στις Κυκλάδες.
Βεντέμα. Άλλη πασίγνωστη λέξη. Στη Σαντορίνη, συνυφασμένη με τον τρύγο. Μεγάλη δραστηριότητα, ακόμα μεγαλύτερη γιορτή. Υπάρχουν και τραγούδια. «Μόλις ξεβεντεμίσουμε και πλύνω τα κοφίνια, θα πάρω την αγάπη μου, να πάμε στην Αθήνα».
Αλλά δεν σημαίνει μόνο τον τρύγο, αυτή η Βενετσιάνικης προέλευσης λέξη. Κυρίως, αποδίδεται ως συγκομιδή και κατ΄ επέκταση αφθονία. Και στη Σαντορίνη, η μόνη εποχή αφθονίας, ήταν μόνο τότε που το Ασύρτικο, το Αθήρι και η Μαντηλαριά, έμπαιναν στα κοφίνια από την αλυγαριά και όδευαν στα Οινοποιεία.
Όμως, εκτός από τη μουσικότητά της, αυτή η λέξη, μου κίνησε το ενδιαφέρον, επειδή τη βρήκα σε μια εξαιρετική κρητική ιστοσελίδα: www.e-thrapsano.gr . Το Θραψανό, είναι ένα χωριό κοντά στο Ηράκλειο, που είχε ξακουστούς αγγειοπλάστες. Μόλις άνοιγε ο καιρός, οι μάστορες με την κομπανία τους πήγαιναν για τη Βεντέμα. Την περιοδεία όπου ή θα πούλαγαν τα ήδη φτιαγμένα σκεύη ή θα κατασκεύαζαν επιτόπου σε κάθε χωριό καινούρια.
Υπάρχει μάλιστα και μια ξεκαρδιστική ιστορία-παράδοση που καταγράφει με μοναδικό τρόπο στην καλή ιστοσελίδα ο Εμμανουήλ Σκλιβάκης.
«Στο Θραψανό, το χωριό μας, υπάρχει μια παμπάλαιη παράδοση στην αγγειοπλαστική που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Και όχι μόνο που έφτιαχναν σταμνιά, πιθάρια, τσικάλια και άλλα πήλινα χρειαζούμενα, αλλά εγύριζαν και τα πουλούσαν μόνοι τους.
Λένε πως άμα ξεκινούσε το πρωί ο Θραψανιώτης για τη στραθιά, εφόρτωνε τα σταμνιά στο γάιδαρο και έκανε πρώτα το γύρο της γειτονιάς και ξαναπερνούσε πάλι από την πόρτα του σπιτιού του, που τονε περίμενε εκεί η γυναίκα του και λέγανε περίπου τα εξής:
-Πόσο τα πουλείς, κουμπάρε, τα σταμνιά;
-Δέκα φράγκα, κουμπάρισσα, της έλεγε.
-Δεν κάνει μόνο εννιά;
-Όχι, δέκα θέλω.
Ο διάλογος αυτός είχε το λόγο του, γιατί έφευγε μετά ο Θραψανιώτης για τη βόλτα και ολημέρα έκανε τον ίδιο διάλογο σε όποιο χωριό και να πήγαινε. Τα παζάρια τότε ήταν πολύ συνηθισμένα.
– Πόσο τα δίδεις, κουμπάρε, τα σταμνιά; του λέγανε.
– Δέκα φράγκα.
– Να σου δώσω οχτώ να πάρω ένα;
Λέει: «Όχι. Ντα εννιά μου δώκανε στην πόρτα μου απόξω και δεν τα ‘δωκα». Και εννοούσε το διάλογο με τη γυναίκα του. Και ορκιζότανε στο Χριστό και στην Παναγία.
Αυτό το έκανε, για να μην ορκίζεται ψεύτικα. Γιατί ολημέρα έπαιρνε χίλιους δυο όρκους, ίσαμε να ξεπουλήσει. Κι ο Κρητικός τότε, αλλά και τώρα δε θέλει για κανένα λόγο να μπαίνει στον όρκο, πολύ περισσότερο άμα ο όρκος είναι ψεύτικος.
Με τον παραπάνω όμως τρόπο ο Θραψανιώτης ήταν εντάξει και με τους ανθρώπους και με τον εαυτό του».