Ο Κωστής. Ένας ήρως της “Γειτονιάς των Καταφρονεμένων”. Εκείνης της απεχθούς φλεγμονής στο κέντρο του Καμαρίου. Των στάβλων.
Και με περιφάνια να μου δείχνει παρωχημένες, vintage διαφημίσεις και ένα “Χρόνια Πολλά” από ΝΕΟΝ που ποτέ δεν άναψε. Και ένα, “κάτσε μέχρι να έρθει το Λεωφορείο, για να βγω κι εγώ στους δρόμους πάλι”. Στο γραφείο του, που όταν το αγιάζι περιόνιαζε, κομμάτιαζε τα χαλκοσύρματα και διέλυε για ανακύκλωση τις παλιές συσκευές, που ερχόταν από το σπίτι να τις πάρει. Για κάνα 20λεπτο και μετά δρόμο!. Γιατί τα πάντα γι αυτόν, ήταν δρόμος.
Τώρα;. Τραγική χαλκομανία σε ένα δρόμο που καθάρισε, μπογιάτισε, ασβέστωσε και περίμενε τις εθνικές επετείους ή τις γιορτές για να δουν τη δουλειά του. Μόνος και αβοήθητος, σχεδόν πάντα. Χωρίς ένα “Γιατί εγώ”. Μόνο, “αν όχι εγώ, τότε ποιός”;.