“ΝΑ ΞΑΝΟΙΩ ΤΣΗ ΒΙΤΡΙΝΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΓΡΟΙΚΩ ΤΗ ΣΙΩΠΗ;”

ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΑΚΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΑΡΖΕΝΤΑ

 

 

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΡΖΕΝΤΑΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ, Τ. ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΠΥΡΓΟΥ-ΚΑΛΛΙΣΤΗΣ

Καθρεπτιζόμενος ερωτώ την ομορφιά μου… «Βρε Γιώργη μου, ΕΠΙΘΥΜΗΣΕΣ πολλά…; ΕΠΙΘΥΜΗΣΕΣ δύσκολα…;» Όχι καλέ…, για όνομα…. Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ είναι ουσιαστικό…, δεν είναι επίθετο…, δεν είναι σιροπάκι… Είναι μια κυρία απρόσιτη…, είναι ένα πλάσμα θηλυκού γένους…, μια προσωποποιημένη απροσδιόριστα ηλικιακά ύπαρξη που περιφέρεται…, συμπεριφέρεται ανέμελη…, ενίοτε χαρωπή…, χωρίς προκαταλήψεις και σχεδιασμούς…, χωρίς κουδουνισμούς και όργανα…

ΕΠΙΘΥΜΗΣΑ λοιπόν και άμεσα ονειρεύτηκα ένα ΤΑΞΙΔΙ…, για να ξεχαστώ…, να ηρεμήσω…, παίρνοντας την μεγάλη μου αγάπη αγκαλιά… KAI ΑΝΑΧΩΡΗΣΑΜΕ… ευτυχώς άνευ πλοηγού και ρυμουλκού για να χαθώ στον παφλασμό των κυμάτων… και στο αγνάντεμα των γλάρων… Λαλακώ να δω την Μαρουσώ και τον καπετάν Βασίλη στο Μικρονήσι τους…, να γευτώ και να απολαύσω τση ηλιόκαυτες μαρίδες και τση αυγομένες μένουλες… ΕΠΙΘΥΜΩ να δοκιμάσω τον χορτοκεφτέ–ψευτοκεφτέ… και να ρουφήξω λιάκι τσικουδιά στο απάγκιο της… ΝΟΣΤΑΛΓΩ…, ΕΠΙΘΥΜΩ… Δεν είναι, λοιπόν, αγαπημένοι μου η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ο προθάλαμος της απόλαυσης…; Της όμορφης… αλλά και δύσκολης ζωής μας…; Κινητήριος δύναμη της κατάκτησης των προσδοκιών μας…; ΕΙΝΑΙ…; Ανεπιφύλακτα είναι…, με σιγουριά είναι… ΟΜΩΣ… ΟΜΩΣ… ΟΜΩΣ… Όμως όλα τα προαναφερόμενα είναι αυτά που με πρόγκηξαν…, με κέντηξαν για λίγο φρέσκο δεντρολίβανο και ρίγανη βουνίσια…

Δεκέμβριος με το ΟΛΥΜΠΙΑ… λίγο πριν την πρωτοχρονιά του 1998… εάν βεβαίως δεν λανθάνω λόγω ηλικιακής ναυτικής παραφροσύνης και όχι μόνο… Ο καιρός Γαρμπής 8 μποφόρ στα Δελτία… έβραζε ο τρεζός…, θεότρεζος… αλλά έπρεπε να σαλπάρουμε, ήταν 8άρι ενισχυόμενο…, δεν είχε όμως απαγορευτικό για τις γυμναστικές…, (τα της μανούβρας νούμερα Νουρέγιεφ εννοώ…) θαλασσινές μας επιδείξεις πριν την είσοδο του Νέου έτους… και προορισμός μας; Μα τα μικρά Κυκλαδονήσια που μας ανέμεναν σαν θείο δώρο για τους ξενιτεμένους τους και τα εφόδια τους… Αναχωρήσαμε πλήρως ενημερωμένοι για την αναμενόμενη χοροεσπερίδα της βραδιάς…, και προσευχηθήκαμε να μας βοηθήσει ο Θεούλης να πάμε στις μικρές κακοτράχαλες…, αλλά, ζεστές λιμενοαλμυρές αγκαλιές των Μικρονησιών μας… και με την ελπίδα να γυρίσουμε στις φαμίλιες μας για να υποδεχθούμε το Νέο έτος…., εάν βέβαια το επέτρεπε ο γεραμπής…, διαβολεμένος νοτιοδυτικός ανεμογδάρκτης…

«Καπετάνιε μου, που πας…; Καπετάν Γιώργη…, με γροικάς…;» Ήταν μια φωνή από την πορτοσά τση Γέφυρας…, γνωστή…, μια φωνή σεβαστή και αγαπησιάρικη…, μια κραυγή φόβου της κεράς Βασιλικής… Στεκόταν με το λαμπερό της πρόσωπο και την μαντήλα στο κεφάλι, εκεί δα στην άκρια… να μην ενοχλήσει… Αμίλητος και τεχνηέντως βλοσυρός για να την τεστάρω φωνητικά και να ακούσω την συμπάθεια μου…, έκανα πως δεν την άκουσα… «Αμόλα όλα πρόσω πορεία για έξοδο από το λιμάνι…»

Ακούγοντας με αναφωνεί… «Βρε Γιώργη μου, που πας…; Που πας παλληκάρι μου…; Που μας πας παλληκάρι μου…;» και άμεσα μπουκάρισε στην γέφυρα και πλαγιοδέτησε κοντά μου η σεβάσμια κερά Βασιλική…, να της εξηγήσω…, που πάμε και εάν θα πάμε στο μικρό της απάγκιο με τον φουρτουνιασμένο ασταθέστατο Γαρμπή να καραδοκεί… «Κα, κάτσε να μου πεις πώς πέρασες στα Αθηναϊκά μας προάστια με τον κυρ-Βαγγέλη… να κεράσω έναν καφέ…; Χαμομηλάκι…; Ήντα θες…;» Τέχνασμα ψυχικής ηρεμίας και αποπροσανατολισμού για τις επερχόμενες καιρικές χορευτικές φιγούρες… «Πράμα», μου απαντά αγρεμένη… «Γιώργη μου, πε μου και άσε τα χαδέματα… θα πιάσουμε κάτω με τον παλιόκαιρο…;» Με έβλεπε χαμογελαστό… όπως πάντα όταν την έβλεπα…, όμως σκεπτικό και μουδιασμένο… η πανέξυπνη νοτιονησιώτισσα και με περόνιαζε με την διερευνητική αστραφτερή ματιά της…

Τση σμπαράρω την σφεντονιά και την ρωτώ… «Κα εσύ γιάντα μπουκάρισες στο παπόρι…, γιάντα…; Αφού ήκουες για τον καιρό…;» «Ήντα να κάνω επάνω γιε μου…, ήντα…; Να ξανοίω τση βιτρίνες και να γροικώ την σιωπή…;» Αρμενίζαμε… λοιπόν και σαλιαρίζαμε… και χοροπηδούσαμε… και κουνιόμαστε… και λαχταρούσαμε…, χανόμαστε και αεριζόμαστε… και ψαλουδιότανε η κερά… Ψηλώσαμε…, χαμηλώσαμε…, πρυμνήσαμε και πηαίναμε για ΣΥΡΟ και για τα αποδέλοιπα νησάκια…

Και ο γαρμπής όλο και φούντωνε… και τραουδούσε ότι του ερχότανε… Υπήρχαν λύσεις για προσωρινό απάγκιο… αλλά ήταν πολύωρο…, βασανιστικό…, και ανασφαλές… για επιβαίνοντες και πλοίο, γιατί θα μειώναμε ταχύτητα, θα αναστενάζαμε και θα ξεφυσούσαμε για προσωρινή παρηγοριά και ξόρκια… Εμείς, οι του παποριού ήταν μια μέρα που μας τάραζε την ρότα της δουλειάς μας…, ήταν μια από τις διαολεμένες μέρες…, ήταν οι μέρες που δεν ήτρωες φακές…, ρεβίθια και φασόλια…, ήταν οι μέρες που κουνιόσουνα και σου έμενε το χούι…, ήταν οι μέρες που ήλεες Θεέ μου γιατί τόσο παιδεμό και τόση παραζάλη… γιατί…;

Όμως αυτή ήταν η λύση της τότε εποχής για την αποφυγή τση αξίνας… και τση μαγκουριάς με ρόζους… η θάλασσα… ΜΕΤΑ ΗΡΘΕ Ο ΕΡΩΤΑΣ μαζί της… ΜΕΤΑ… με μυρωδάτα κρίνα… Οι επιβάτες όμως…; Όσοι δεν άντεχαν τραουδούσαν την Σαμιώτισσα και αδημονούσαν να ‘ρθει η λάντζα για αποβίβαση… έτσι ήταν τότε… και τώρα… να πέσει ο καταπέλτης… ΑΥΤΑ ΗΤΑΝ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΤΕ… για αυτά γραφωλοώ και αποτυπώνω στο χαρτί ανάλαφρα… για να μην ξεχνούν να μη λησμονούν οι της τότε εποχής μεταφερόμενοι ΝΗΣΙΩΤΕΣ…

Μετά την Κέα και πλησιάζοντας χοροπηδώντας τρελά την Κύθνο με προορισμό την Σύρο…, με ενημερώνουν από το μηχανοστάσιο ότι θα σταματήσουν την δεξιά κυρία μηχανή για κάποιο τεχνικό πρόβλημα… Τα μποφόρ πλησίαζαν τις 10 εντολές…! Άντε να αρμενίσεις και να σκιαχτείς…, άντε να δεις ευχέλαια…, αγιασμούς…, προσευχές… αλλά και αερισμούς λεβήτων με μυρωδάτα κατωφόρια…! Δεν προκάναμε να ευλογηθούμε και ξανά το τηλέφωνο τση μηχανής…, ξανά τα καρδιοχτύπια και οι αερισμοί… «captain George χιτώνιο στην δεξιά μηχανή και θα προσπαθήσουμε για ό,τι καλύτερο…» Με χίλια ζόρια και ατόφιες προσευχές πλησιάσαμε την Σύρο και αγάλι–αγάλι μπήκαμε στο λιμάνι και δέσαμε με ασφάλεια…

Η παραμονή μας είχε και το αίτιο και το αιτιατό… ΒΛΑΒΗ ΜΗΧΑΝΗΣ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΟ ΑΠΟΠΛΟΥ… Όλα ευλογημένα…, όλα ταιριάξανε…, όλα ευνοϊκά… Αναμονή αποκατάστασης και άρσης απαγορευτικού…, αλλά το κυριότερο… μεγάλη επιθυμία να απολαύσω την κερά Βασιλική που ανέβηκε στην Γέφυρα και αντί να ακούσω τα μοναδικά «γαλλικά» της, αναφωνεί… «ΓΙΩΡΓΗ, ΗΝΤΑ ΠΑΘΑ…! Άλλαξα κατωφόρι Γιώργη μου από το φόβο μου…!» Εάν με διαβάσει… που το κάνει πολλές φορές της απαντώ… «ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ, ΤΑΛΑΙΠΩΡΗΘΗΚΕΣ… ΝΑΙ… αλλά σε αγάπησα πιότερο… και μη ξεχνάς… είναι όλα αμοιβαία… ΗΘΙΚΗ ΑΝΤΑΜΟΙΒΗ…» με μούλιασε στα φιλιά και στις ζεστές… μοναδικές… αγκαλιές για την αίσια κατάληξη του βασανιστικού μας ταξιδιού…

Μείναμε Σύρο δυο μέρες… λόγω καιρού…, κάνοντας εκεί Πρωτοχρονιά…, αγκαλιά με την αγαπημένη μου… ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΩ ΤΟ ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ… Αυτές οι ανθρώπινες μοναδικές σχέσεις υπήρχαν τότε… ΤΩΡΑ…; Τώρα φαντασιώνεσαι και πίνεις καπουτσίνο… Πιστευτό…, αληθινό…, αληθινότατο αγαπημένοι μου… Αναμείνατε γιατί βρισκόμαστε εν πλω με θαλασσοταραχή… Εάν ξεχαστώ να συνεχίσω το ταξίδι μου-μας…, κτυπήστε το φιλιστρίνι μου… χωρίς ντροπή…, είναι μακρύ…, μοναδικό…, διδακτικό και όμορφο το αρμένισμα με φίλους… ΦΙΛΙΑ ΠΟΛΛΑ… Και να μη ξεχνάτε τίποτα… ποτέ…, ποτέ…. μα ποτέ… Γιατί…; ΜΑ ΞΕΧΝΑΩ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΕΘΑΙΝΩ… Σας αγαπώ αληθινά και δεν ΥΠΕΡΒΑΛΩ διόλου…”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *