ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ
Μία συνηθισμένη νύχτα του περασμένου Αυγούστου. Στην αυλή του ξενοδοχείου ενός θείου μου η συζήτηση με ένα ζευγάρι μεσήλικων Νεοζηλανδών βρισκόταν στο πιο ενδιαφέρον σημείο της. Ξαφνικά, ο γνώριμος ήχος από το Mad Max2 γινόταν ολοένα και πιο ευδιάκριτος. Για 17η φορά εκείνη τη νύχτα, η γνωστή ίλη μηχανών με κομμένες εξατμίσεις και εξημμένους εφήβους κατέβαινε από το παρακείμενο χωριό. Σκορπούσε στο πέρασμά της σαδιστικά αυτή την θεάρεστη ηχορύπανση η οποία προκαλούσε σε κάθε πολιτισμένο ον ανείπωτη λύπη που ο Βασίλι Ζάιτσεφ έδρασε στο Στάλινγκραντ και όχι στην ευθεία της Περίσσας.
Οι Νεοζηλανδοί με κοίταζαν έκπληκτοι και εγώ ανταπέδιδα με το χαμόγελο του Πήτερ Σέλερς στην ταινία “Το πάρτυ” που δήλωνε γλαφυρά … “τι να σας πω κι εγώ τώρα”. Κατέβασα και την τελευταία γουλιά από το Ασύρτικό μου σκεπτόμενος τη ματαιότητα των εξηγήσεων. Αυτό ήταν ένα από τα πολλά φαινόμενα αισθητικού κενού μιας κοινωνίας που βαδίζει σε διαφορά φάσης με τον τόπο που διαχειρίζεται, μιας κοινωνίας που αγνοεί την πολιτισμική της ανεπάρκεια παρά το κοσμοπολίτικο νέφος που βρίσκεται 3 δεκαετίες τώρα.
Έχοντας συχνότερη επαφή με το νησί τα τελευταία χρόνια, παρακολουθώ ή συμμετέχω συχνότερα σε καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχει πλέον μια εντονότερη και ποιοτικότερη παρουσία εκδηλώσεων σε σχέση με την έρημο Καλαχάρι των προηγουμενων εποχών. Διάφοροι φορείς, δημόσιοι ή ιδιωτικοί, προκαλούν μια ενδιαφέρουσα ζύμωση κάθε καλοκαίρι με διευρυμένο πλέον εύρος ακροατηρίου. Όπως συμβαίνει όμως και στην υπόλοιπη επαρχία, η πραγματικότητα αυτή κρύβει κάτω από το χαλί την αποτυχία κατανόησης της έννοιας κουλτούρα και φανερώνει τη μεγάλη πλάνη να ταυτίζεται ο πολιτισμός με τις εκδηλώσεις, ακόμα και από ανθρώπους φαινομενικά μυημένους στον χώρο αυτό.
Φανταστείτε μια κουραστική μέρα που ο οργανισμός μας είναι σε κατάπτωση. Το πρώτο που θα αναζητήσει είναι κάτι γλυκό, συνήθως ζάχαρη. Να τον τονώσει εγκεφαλικά και σωματικά. Να τον ξεγελάσει στιγμιαία άσχετα αν μακροπρόθεσμα επανέλθει στο ίδιο σημείο. Αυτή είναι και η επίγευση μιας πολιτιστικής εκδήλωσης σε ένα κοινό χωρίς υποδομή. Ξεχνιέται 2 ώρες, μπαίνει σε έναν άλλο κόσμο και στο τέλος αποφορτίζεται γυρνώντας στην μιζέρια της καθημερινότητάς του. Αναπληρώνει την πολιτιστική πενία του χειμώνα καταβροχθίζοντας οτιδήποτε του προσφερθεί. Πιο πολύ για να ξορκίσει την βίαιη αποξένωση της αμείλικτης σεζόν, έχοντας περισσότερο την ανάγκη της κοινωνικοποίησης παρά την ουσία της εκδήλωσης.
Μου έρχεται αυθόρμητα στο μυαλό μία συναυλία στον φιλόδοξο χώρο του SAF με την tribute band των Pink Floyd. Νοσταλγοί 50ρηδες, και ενημερωμένοι νέοι το κοινό, προδίκαζαν ένα ενδιαφέρον μείγμα, μια έντονη νύχτα. Αντ’ αυτού, παρά την προσπάθεια της μπάντας, ένοιωθες ότι 300 ανθρωποι μόλις είχαν βγει από αίθουσα ανάνηψης μετά από εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς. Αντίθετα, εξάντλησαν όλα τα αποθέματα ενέργειας στο τέλος συνομιλώντας μεταξύ τους για την εξέλιξη της σεζόν και τη βαρετή καθημερινότητά τους.
Από που προκύπτει όμως αυτή η καχυποψία μου για τις εκδηλώσεις στη συγχρονη Σαντορίνη; Ας γίνω πιο συγκεκριμένος. Ανεξάρτητα από την ποιότητά του, ένα πολιτιστικό γεγονός είναι μια αφορμή συνάντησης της ανάδελφης πλεόν τοπικής κοινωνίας. Ως μια άλλη εκκλησία, λειτουργεί ανασχετικά στον αυτισμό της σεζόν έστω και εφήμερα. Μπορεί ενίοτε να αποτελέσει και ένα καθοριστικό ερέθισμα σε μια μειοψηφία δεκτικών θεατών και να τους μυήσει σε μια άλλη αισθητική κατεύθυνση. Έν αρχή λοιπόν έχει ένα θετικό ρόλο. Στο σημείο αυτό όμως γεννιέται και η μεγάλη πλάνη.
Ανεξάρτητα από την ποιότητά της, μία εκδήλωση δημιουργεί την ψευδαίσθηση στο κοινό και τους εμπνευστές της ότι αποτελεί μία επαρκή πολιτιστική οντότητα, έναν ομαδικό εμβολιασμό κουλτούρας. Αισθανόμενοι πληρότητα και ικανοποίηση, οι καλοπροαίρετοι, κατά τα άλλα, δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς, μηρυκάζουν κάθε χρόνο την ίδια τροφή αγνοώντας δραματικά τις προτεραιότητες της τοπικής ανθρωπογεωγραφίας. Τις πραγματικές της ανάγκες. Προσφέρουν μία “γκουρμεδιά” σε ένα κοινό που τώρα μαθαίνει να τρώει με το πηρούνι. Η Θηραϊκή κοινωνία, στην πλειοψηφία της, είναι ένα μικροαστικό σύνολο χωρίς αστική κουλτούρα που παρουσιάζει τις γνωστές παθογένειες της Ελληνικής επαρχίας.
Συντηρητισμός, έλλειψη δημιουργικότητας, απροθυμία στην καινοτομία, φοβικά σύνδρομα στη διεύρυνση των πολιτιστικών ερεθισμάτων. Και όλα αυτά παρά τον κοσμοπολιτισμό των τελευταίων δεκαετιών που λόγω ανεπάρκειας, τον διαχειρίστηκε μόνο οικονομικά και όχι πολιτισμικά. Και η απόλυτη ειρωνεία είναι ότι το γενικό προσκλητήριο σε όλο τον πλανήτη το απηύθυνε ο ίδιος ο τοπικός πληθυσμός εκτιθέμενος τελικά ανεπανόρθωτα. Καλεί επί σειρά ετών σε δείπνο σε μια υπέροχη έπαυλη ένα εκλεκτό κοινό και το υποδέχεται με τις πυζάμες.
Η προτεραιότητα λοιπόν οποιασδήποτε πολιτιστικής πρωτοβουλίας κάθε φορέα του νησιού είναι όχι το κάλεσμα του κοινού αλλά η δημιουργία κοινού. Η ομαδική μετάγγιση στον εγκέφαλο μιας άλλης οπτικής ζωής που θα έχει σημείο αναφοράς τη δεκτικότητα σε νέα ερεθίσματα και το ξύπνημα της δημιουργικότητας. Με λίγα λόγια, μια αναδρομική πάλη με δύο εχθρούς : (α) την αιώνια ανεπαρκή εκπαιδευτική βοήθεια σε αυτό τον τομέα και (β) το μοιραίο μειονέκτημα αυτού του τόπου, την έλειψη ερεθισμάτων. Μία πάλη ενάντια στη νοοτροπία του εφησυχασμού, του τσιμέντου, του νεοπλουτισμού και του χρήματος.
Η παραπάνω συνθήκη είναι μήπως μια ονειροπόλα έκθεση ιδεών; Μια θεωρητική σκοτοδίνη ίσως; Όχι, είναι μία εφικτή διαδικασία που απαιτεί την πνευματική επάρκεια των εμπνευστών και τη συνέπεια στην πράξη. Στοχευμένα workshops, σεμινάρια, δράσεις, διαδραστικά εγχειρήματα με αποδέκτη τον πιο ενεργό πυρήνα της τοπικής κοινωνίας με προτεραιότητα στη νεολαία. Οργανωμένες κοινότητες στο εξωτερικό έχουν προ πολλού εφαρμόσει αθόρυβα ανάλογες πολιτικές σφραγίζοντας τρύπες ανεπάρκειας των τοπικών κοινωνιών. Συνεχής αγώνας χρειάζεται. Οι παλιότερες γενιές της Σαντορίνης είναι δικαιολογημένο να μην έχουν ανάγκη αυτή τη φιλόδοξη απόπειρα. Η μετάγγιση μιας Αρβελέρ στη κα Φλώρα από τον Βόθωνα θα ήταν παράταιρη και παρά φύσιν. Η ανεπιτήδευτη γραφικότητά τους όχι μόνο δεν ήταν αντιαισθητική αλλά απόλυτα συμβατή με τις ιστορικές συνθήκες. Μετά όμως από δεκαετίες συνύπαρξης με την παγκόσμια κοινότητα, δεν δικαιολογείται το νέο ανθρώπινο δυναμικό να παραμένει πολιτισμικά τοξικό και να υπολείπεται μακράν από αυτό που διαχειρίζεται. Εκεί πρέπει να εστιαστεί η όποια προσπάθεια.
Πριν από 3 χρόνια, προσφάτως αποθανών νεαρός λαϊκός βάρδος τραγουδούσε σε παραλιακό μαγαζί στο νότιο τμήμα του νησιού ενώ την ίδια μέρα ένα έντεχνο σχήμα μιας άλλου ύφους τραγουδίστριας είχε συναυλία στο SAF. Η αναλογία θεατών στις δύο εκδηλώσεις ήταν αντίστοιχη με τα ποσοστά του Σοφοκλή Σχορτσανίτη στις ελεύθερες βολές. Στο μεν πρώτο έγινε προσκύνημα από το ντόπιο αναβράζον πόπολο ενώ στο δεύτερο υπήρξε μια σεμνή, μέτρια προσέλευση. Με μια πρώτη ανάγνωση του φαινομένου, ένα intellectual κοινό θα συμπέραινε την κατάπτωση της κοινωνίας, θα έριχνε θεωρητικολογώντας δάκρυα απελπισίας και θα μελαγχολούσε θανατικά με την κατάντια της Ελληνικής μας παιδείας, ανακουφισμένο όμως με την δική του ανοσία σε αυτή τη κατάσταση. Τι πρωτότυπο, θα κλάψω.
Με μια πιο ειλικρινή και διεισδυτική όμως ματιά, αυτό το φαινόμενο είναι η αυτονόητη έκφραση των εντός των τειχών δεδομένων και αντί για ανάθεμα χρειάζεται σωστή προσέγγιση. Καταλήγω λοιπόν απευθυνόμενος στους συντρόφους και συντρόφισσες εικαστικούς, καλλιτέχνες, Χερουβείμ, Σεραφείμ και λοιπούς αυτοαποκαλούμενους διανοούμενους του νησιού. Αγαπητοί εν Χριστό αδερφοί, αν δεν το γνωρίζετε σας ενημερώνω ότι βρισκόμαστε στα τελειώματα του Μεταμοντερνισμού. Ούτε στο Μπαρόκ, ούτε στο Ροκοκό. Η τέχνη προ πολλού έχει πάψει να αποτελεί τη διακοσμητική τσόντα μιας κοινωνίας και διεκδικεί με όλους τους τρόπους δυναμικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας. Σχολιάζει, κραυγάζει, κάνει ακτιβισμό, χρησιμοποιεί νέα μέσα και το βασικότερο επαναπροσδιορίζει το κοινό της. Δεν περιμένει από τους παραδοσιακούς θεσμούς να δράσουν αντί γι αυτήν.
Μία έκθεση παραπάνω ή μια συναυλία παρακάτω είναι μεν μία σεβαστή καλοδεχούμενη προσωπική πρόταση αισθητικής αλλά απευθύνεται τελικά σε αυτό το κλειστό μας club που περιφέρεται από εκδήλωση σε εκδήλωση μοιράζοντας συγχαρητήρια ο ένας στον άλλο και βαυκαλίζεται ως το ευλογημένο γένος που σπρώχνει το τάνκερ του πολιτισμού αυτού του τόπου. Αυταπάτες. Ας αναλογιστούμε επιτέλους τι κοινό θέλουμε. Ελάτε να σπάσουμε το φράγμα του ελιτισμού που φοβίζει την έλευση νέων μελών στο κάτι διαφορετικό. Να γίνουμε πάροχοι μιας άλλης αισθητικής στο αίμα αυτού του τόπου πιάνοντας την αλφαβήτα από την αρχή και όχι από το ύψιλον.
Κάποιοι ελάχιστοι έχουν καταλάβει ήδη αυτή τη προτεραιότητα και οι προσπάθειές τους είναι στη σωστή κατεύθυνση. Οι υπόλοιποι ας σπεύσουν να βγάλουν ήδη εισιτήρια για 88η φορά στον Μαχαιρίτσα και τον Κότσιρα (συμπαθείς κατά τα άλλα) πετώντας ένα εφήμερο επίδομα πολιτισμού στο κοινό τους. Τσάμπα κόπος και τσάμπα έξοδα. Αν θέλουμε να δούμε λοιπόν κάποτε ένα από τα μηχανάκια με τις κομμένες εξατμίσεις να παρεκκλίνει της πορείας του και να σταθμεύει με ενδιαφέρον έξω από το SAF, το μέγαρο Γκύζη, το Μπελλώνειο, τις γκαλερί του Πύργου, το Μπουτάρη τις Παρασκευές, το ΑΚ και την αφαλάτωση (γιατί όχι και το μπαρ Γουλάς, το θεωρώ ύψιστο πολιτιστικό κληροδότημα χωρίς διάθεση ειρωνείας), πρέπει να γίνει κατανοητή αυτή η πλάνη και να ασχοληθούμε σοβαρά με την ουσία του πολιτισμού ως ελάχιστη προσφορά για το μέλλον. Το τοπίο ήδη το καταστρέψαμε μη αναστρέψιμα, ας μη γίνει το ίδιο και με την κοινωνία αυτού του άμοιρου τόπου.
Γιώργος Νομικός”.