ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΑΚΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΑΡΖΕΝΤΑ
Αποφάσισε, λοιπόν, «ο εγώ» ονειροπόλος παραξενίδης να θυμηθεί, να ψάξει και να βρει τις μοναδικές και ανεξίτηλες, ανάλατες, στεριανές περιπέτειες που έζησε… προσπαθώντας απαραιτήτως να αλαφρύνει, ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΑ μιλώντας πάντα άρχοντες, την τότε εποχή μας… Όχι βέβαια την παλαιολιθική εποχή, ούτε την μετέπειτα στερημένη, μόνο οικονομικά, ζωή μας… αλλά από το 1960 και κάτι…
Την εποχή εκείνη… που με το κοντό σουρλί και ένα μπλουζί αλωνίζαμε απ’ άκρη σ’ άκρη όλο το χωριό… «Γιώργηηηηη!!!» …τσιμουδιά ο Γιώργης… Κα με γροικάς;;; «Γιώργηηηη…!!!» Ξέρετε, είχα μείνει από μπαταρία στο κινητό…! Απλά ήξερα ήντα θελε η κερά Κατερίνα… και έκλεινα τα μάτια μου… μούτρωνα και αγανακτισμένα έλεγα από μέσα μου… «όχι πάλι!» Ήξερα ο διαολόσπορος τι ήθελε… ήταν αναμενόμενο… συνηθισμένο… και σε δευτερόπλεπτα το έπαιρνα απόφαση ότι δεν μπορούσα να το αποφύγω και με βαριά καρδιά έλεγα… «Έρχομαι μάνα… έρχομαι… φαώθηκες… ήντα θές;» «Να πας στου Αγά να πάρεις λάδι και λίγο πετρέλαιο, ήκουσες; Πάρε τα μπουκάλια και το τεφτέρι και πήαινε και πες στην κερά Ευγενία και ένα κιλό μανιέστρα…».
Άντε τώρα λάδι, άντε ξίδι και πετρέλαιο… Εκεί να δεις καλούδια, κουλούρια και ομορφιές… Εκεί να δεις μυρωδιές μοναδικές, σαντορινιές… Και προς διευκόλυνση των ξαφνιασμένων κατοικοεδρευόντων εις τα ανώτερα υψηλά κλιμάκια της τότε αλλά και της σημερινής κοινωνίας… αλλά κυρίως για γνώση των νεοτέρων…, η μανιέστρα και το λάδι ήταν τα βασικά υλικά για την βραδινή μοναδική μας θηραϊκή ντοματόσουπα… όπου τις καλές μέρες μπορεί να εμπλουτιζόταν και με κανένα αυγό μέσα… την ώρα που έβραζε η σούπα… μόνο ένα για τον καθένα μας… αρκεί να είχε πολλές «ορέξεις» ο κόκορας την προηγούμενη…!!! Και πάλι καλά να λέμε… υπήρχαν και κάτι μέρες που μόνο με το βλέμμα και τις μυρωδιές από το παραθύρι των πλουσίων γεμίζαμε το στομάχι μας…!
Θυμάμαι ήταν ένα απόγευμα με καλοσύνη, τότε που μου είπε η μάνα μου… «Άμε να αρμέξεις παιδί μου τση αίγες… πάρε το συφερτί και άμε…» Πήρα και γω το συφερτί και πήγα ως καλός και άξιος νοικοκύρης…! Η μάντρα ήταν μες στον κεντρικό δρόμο προς το γήπεδο… Την ώρα που τση άρμεα, ακούω τση φωνές των φίλων μου… «Γιώργη, Γιώργη… εμείς πάμε κάτω… μην αργείς…!» Ποιο παιδί θα μπορούσε να αντισταθεί μπροστά στο αγαπημένο του παιχνίδι… παρέα με τους φίλους του; Δίχως δεύτερη σκέψη άφησα ο διάολος το συφερτί κατάχαμα γεμάτο γάλα, την στέρνα ανοικτή και την σίγλα γεμάτη νερό και το σχοινί ατάκτως ειρημένο και δρόμοοοοο για την μπάλα…!.
Άντε να δουλέψει ο εγκέφαλος, άντε να θυμηθώ ήντ’ άφησα και ήντα καμα…! Άντε να πεις στην αδελφή μου που με έψαχνε πανικοβλημένη ότι ζω… και δεν είχα μετρήσει το βάθος της στέρνας ανάποδα όπως νόμιζε… Έπαιζα αμέριμνος το παιχνίδι μου… λες και όλα μου τα προβλήματα τα είχα λυμένα… και αφού είχε νυχτώσει και αναγκαστικά τελειώσαμε και εμείς το παιχνίδι, βάλαμε πλώρη για την επιστροφή στο σπίτι… γεμάτοι ενθουσιασμό που καταφέραμε και νικήσαμε τους αντιπάλους…
Στον γυρισμό θυμήθηκα το γάλα… και έτρεξα ενθουσιασμένος για να το πάω στη μάνα μου να δείξω πόσο υπάκουος και νοικοκύρης ήμουνα… Αλλά για κακή μου τύχη, δεν θυμήθηκα ότι με περίμενε και ο Νικολός με την κρανιά…! Κα, δε μου λέτε… χρειάζεται να μάθετε το μάθημα που πήρα; Όχι εεε… Κα βρε για δες επιμονή… κα βρε για δες πείσμα… Απλά σας ενημερώνω ότι ακόμη πιάνω τα παΐδια μου και πονώ…! Ε και;;;; Ο νεοαπείθαρχος… Το ξανάκανα…; Αμέ πως…!!!
Και πόσα άλλα θελήματα να θυμηθώ… πόσες διαδρομές να ξαναπερπατήσω… για να σας θυμήσω, έστω για μια στιγμή, την κούραση που νιώθαμε στα πόδια μας… Κα δε ήφερα τση αίγες από την Μαρτινού, που ήταν μπαστουρωμένες από το πρωί για χορταράκια… Το αποτέλεσμα;;; Εεεε δεν τρώγεστε… Ήβλεπα ένα χρόνο την Μαρτινού (τοποθεσία στην πλαγιά του βουνού) στον ύπνο μου… Απορημένοι φίλοι γροικάτε ήντα θα πω… δεν ξέρω ήντα δύναμη ήταν αυτή, δεν ξέρω πως γινόμαστε αερικό… ναι αερικό… Από την πλατεία στην πλαγιά του βουνού, για τα χωράφια και από εκεί για το ΑΒΙΣ (εργοστάσιο τοματοπολτού) στην παραλία τση Γωνιάς με το δισάκι στον ώμο, μεταφέροντας την πετσέτα του Νικολού… Ή να σας περιγράψω το ωραιότερο… καλοκαίρι… φορτωμένοι με σύκα στο κοφίνι από τον Πύργο για το μοναδικό, εάν δεν λανθάνω, ξενοδοχείο του Καραμολέγκου…, για την υψηλή πελατεία της εποχής μου…!
Καλούδια για την εύνοια των αφεντικών τότε το καλοκαίρι και το κατσίκι τον χειμώνα… και μείς την γραία κότα σούπα… Δεν σας άκουσα τι είπατε; Δεν ενθυμείστε; Για ψάχτε του δισακιού σας τις σχισμές… κα άντε μη ντρέπεστε καθόλου… Αυτή ήταν η εποχή τότε, με αυτή αρμενίζαμε… Όμως εύχομαι και προσεύχομαι αληθινά και καθημερινά να πηγαίνει λεωφορείο στο Ακρωτήρι και στην Οία και όχι κάθε Σάββατο… Θυμάσαι; Και βεβαίως το κάρβουνο και τα πανιά για ταξίδι… Υπερβολές;;; Είπα προσεύχομαι ο αμαρτωλός…
Βέβαια αυτό που θα περιγράψω είναι ευτράπελο, είναι… τί είναι δεν ξέρω πως να το διατυπώσω για να αποφύγω την δυσφορία του φιλοθεάμονος κοινού μου… Κα να το γράψω Νικολό; Θα ρωτούσα τον πατέρα μου… Τι θα μου απαντούσε; «Κα βρε έλα δα Γιώργη, ντροπής πράματα, θα γελάει ο κόσμος…» Αυτό θέλω Άγγελε μου αυτό…!!! Ξεκινάμε λοιπόν, με τους τετράτροχους συνεργάτες (γαϊδούρια) του πατέρα μου φορτωμένα με χάρτινα σακιά λίπασμα για να προετοιμάσομε το χωράφι για σπορά, τον βοήθησα, το ρίξαμε, τελειώσαμε… έλα όμως που επειγόντως έπρεπε να αποβάλω τα στερεά μου απόβλητα… Ήντα να κάμω ο άνθρωπος; Απάγκιασα να αποφύγω τα όμματα των παροικούντων της περιοχής… Συνοδό μου είχα την χάρτινη άδεια σακούλα του λιπάσματος… και ήντα έκαμε ο Κολωνακιώτης, έκοψα ένα χαρτί… όχι της softex… και καθάρισα την πρύμη μου…
Αχ Θεέ μου, εκμηδενίστηκε η απόσταση…, έχασα τον χρόνο…, με έχασε ο πατέρας μου και τα γαϊδούρια…, σταμάτησα να μιλάω σε όλη την διαδρομή και πέτυχα να τρελάνω την μάνα μου… Είδε την πρύμη μου που είχε γίνει μια κοκκινοσκουφίτσα… «Αχ ήντα πάθε το παιδί μου…!» Και να φωνή και κακό… και άντε να της εξηγήσεις… Η συνέχεια…; Νομίζω ότι την φαντάζεστε από μόνοι σας… Νερό παγωμένο και… υπομονή για την ανακούφιση…!
Τι χρόνια και εκείνα… πόσα και πόσα δεν μου έρχονται στο μυαλό…! Αμέτρητες ιστοριούλες και με νοσταλγία πια θυμάσαι… και μόνο με αγάπη θες να μοιραστείς… όπως εκείνη την ιστορία με τα αυγά και την ομελέτα… Το ίδιο δρομολόγιο κάθε μέρα… η ίδια πορεία… Παραλία Καμάρι για τους μοσχαναθρεμένους… όταν ερχόταν η ώρα… με πλησίαζε η μάνα μου και με τη γλυκιά φωνή της προσπαθούσε να με καλοπιάσει… «Κα βρε σερνικάκι μου…, έχω ετοιμάσει ένα σφουγγάτο που τους αρέσει και μερικά αυγά να τα πάρουν μαζί τους στην Αθήνα… κα άμε παιδί μου να χαρείς, ήντα να κάμομε Γιώργη μου έχομε τση μάντρες… ήντα να κάμομε παιδί μου…».
Αχ πόση γλύκα το Κατερίνι μου ξόδευε τότε… για να με πείσει… όχι τόσο για να πάω μέχρι εκεί… αλλά για να δεχτώ την αδικία… εμείς με τα μετρημένα και τα φτωχικά… προσφέραμε σε εκείνους με τα αμέτρητα και τα πλουσιοπάροχα…! Άντε να δεις εγκεφαλικά μποφόρια…, άντε να ακούσεις ιδιώνυμες προσευχές και βεβαίως ποινικώς κολάσιμες… Το δισάκι στον ώμο λοιπόν… ο Θεός να το πει δισάκι… σ’ ένα συφερτί τα αυγά και σ’ ένα άλλο το σφουγγάτο… όμως ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΠΑΩ…
Κα γροικάτε ήντα πα, δεν ήθελα να πάω ο μικρός τρεζοεπαναστάτης της φακής…! Και άρχισα να σχεδιάζω ήντα να κάμω για να εκδικηθώ την ευμάρεια των αποδεκτών και απαραιτήτως την δουλική αναπόφευκτη επιμονή της κερά Κατερίνας… Γιατί;;; Κα για να ζήσομε..! Ναι, για να ζήσομε..! Κατηφορίζοντας λοιπόν την Μέσα Γωνιά, με τα τροφικά σύνεργα στον ώμο και βεβαίως χωρίς οδοδείκτες…(τα GPS ήταν αποπροσανατολισμένα ακόμη!), πήρα βάσει προγράμματος… μια απότομη τούμπα… «ο εγώ» μαζί με το δισάκι… Πάνε τα ωμά αυγά…, πάει και το σφουγγάτο…! Βέβαια είχε ήδη τεχνηέντως καταναλωθεί μερικώς λόγω πείνας… και το εναπομείναν στραπατσαρίστηκε σκηνοθετικά… ΓΙΑΤΙ; Κα για να διαπιστώσουν και απαραιτήτως να πειστούν οι αποδέκτες των αυγών και του σφουγγάτου ότι το παραμυθάκι μου ήταν αληθινό… Δηλαδή να καταφέρω να πείσω τους αποδέκτες αλλά και την κυρά Κατερίνα, ότι μου έκανε επίθεση ένα σκυλί πεινασμένο… και… και… ΩΡΑΙΟ…;
Ήταν μια αντίδραση την εποχή εκείνη…, επική…, χωρίς να γνωρίζω τις συνέπειες και χωρίς, το κυριότερο, το γιατί το έκανε και με έστειλε τον μυροφόρο, η μανούλα μου… Συνηθισμένη κίνηση τότε…! Τώρα απλά δεν γίνεται κάτι τέτοιο… και εάν επιθυμείς να μεταβείς εκεί… προβληματίζεσαι μόνο… για το ποιο αμάξι να πάρεις…! Βλέπεις τώρα πια δεν έχομε μόνο ένα… Είδες πως αλλάζουν οι καιροί… Βρε πως περνούν τα χρόνια…, εποχές με απίστευτα γεγονότα…, με απίστευτους ανθρώπους… και το κυριότερο, σκέψεις και πράξεις αληθινές…, αντρικές… και απαραιτήτως ανθρώπινες…! Γιατί τα γράφω αυτά… μα πολύ απλά να νεανίσουν οι σκέψεις των παλιών και να διδάσκονται οι νέοι… Να συσκέπτονται με τον καθρέπτη τους…, να συνομιλούν μαζί του ανελλιπώς…
ΓΙΑΤΙ;;; Μα πολύ απλά… γιατί τώρα πια δεν υπάρχει η κοινωνικότητα της εποχής μου… εξηφανίσθη… Επιβάλλεται να διορθώσουν ότι μπορούν…, έστω να προσπαθήσουν… εάν βεβαίως κρίνουν ότι έχουν λάθος πάρει πορεία…! Αλλά αλήθεια…, ξέρουν από χάρτες…, ξέρουν από ασφαλείς πορείες…; Δεν γνωρίζω τι και πως… Δεν γνωρίζω γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε…! Ξέρω όμως αγαπημένοι μου ότι ξεχάσαμε να αγαπάμε.., ξεχάσαμε να μιλάμε.., Σταματήσαμε να γελάμε… Σταματήσαμε να αντιμετωπίζουμε την αδικία κατάματα και την επευφημία κατά πρόσωπο…! Οι περισσότεροι διαλέγουμε ρόλους και κρυβόμαστε πίσω από προσωπεία… ΓΙΑΤΙ;;; Μα γιατί τώρα πια όλοι ομιλούν μέσω Messenger…!
ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ…