ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΑΚΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΑΡΖΕΝΤΑ
«Κα, για πε μου, για που το βαλες και που θαλασσοδέρνεσαι, γεροντοθησαυρέ μου…;»
«Κα, που να πάω γυιέ μου… ΠΟΥ…; Κα δεν μπορώ να σαλέψω με τα αρθριτικά μου, Γιώργη μου, τα γόνατα μου, τα χέρια μου, η μέση μου, τα μάτια μου και κυρίως ήχασα την τουφέκα μου…».
ΧΑΜΠΑΡΙΑΣΑΤΕ ΗΝΤΑ ΠΕ…; Και δεν θωρώ διόλου ήντα ναι γύρω μου και δεν ακούω, ούτε τσι γριάς μου… Ο ΝΕΟΣ… τσου αερισμούς όταν έχει φάει φασολάδα… «Μη τον ακούς Γιώργη μου… Κα δεν ντρέπεσαι τον άνθρωπο…;» Λέει το κερά Μαρίδι…
«Σκουντουφλώ παιδί μου…» συνεχίζει ο ευέλπης… «…και άμα βραδιάσει σμπαράρω κουτουλιές σαν τους τράους που τσακώνονται για τσι αίγες και την ερωτό απόλαυση…, ψάχνοντας για τσι πόρτες…»
Και εγώ, ο νέο παππούς, ανταπαντά… «Κα, πήαινε στο γιατρό να σε δει… να μπορείς να σαλεύεις λιάκι και να πααίνεις τουλάχιστο στην εκκλησά σου και για έναν καφέ στον καφενέ…»
«ΚΑ ΠΟΙΟ ΚΑΦΕΝΕ… ΓΙΑ ΠΕ ΜΟΥ… ΤΗΣ ΜΑΡΟΥΣΑΣ..;»
«Να πηαίνεις στο θολοϊνη σου το απόεμα, για ένα φασκόμηλο και καμιά γρολιά με λίγο παξιμάδι, γιατί μας τέλειωσε η μανιέστρα και ο τραχανάς..»
«Κα, βρε να σου πω παιδί μου, πάω και παστρεύω και περνάει η ώρα μου καμιά αμπελιά και για να γελάσεις και λιάκι, να δεις το γάδαρο με το καπίστρι στο λαιμό που του ‘χω βγάλει το στομόχι να φάει κανένα αμπελόφυλλο… και αυτός κορδώνεται, σαν και μένα ο ζηλιαρόγατος… λες και είναι το καμπαναριό τσι εκκλησιάς για να ακούω τα κουντούνια του όταν σαλέψει, προμηνύοντας μου ότι είναι η ώρα τσι σπηλιάς και τσι δροσοπεζούλας… Και ξέρεις γιάντα; Κα, νοιώθει πως δεν το θωρώ και ψάχνω με στο αμπέλι, με την κρανιά, με τον θόρυβο να το βρω να τον καβαλικέψω, να με πάει στην μάντρα του να ησυχάσει… και εγώ με την μαγκούρα μου αγάλι, αγάλι να πάω σπίτι για την τοματόσουπα, με λιάκι παξιμάδι…»
«Ε, μα αυτά σου λέω ΓΕΡΟΘΗΣΑΥΡΕ ΜΟΥ.., να πας να δεις ήντα ‘χεις στα μάτια σου, για να θωρείς τα ορτύκια και τσι ορτικομάνες που λαλακούν την παρουσία σου…»
«Γιώργη μου, κα βρε ήντα να πάω και ήντα να δει ο γιατρός…; Το γύρισε στο καλαματιανό…, ο χριστιανός, θωρώντας την Ακρόπολη και το απομεινάρι του Παρθενώνα, ήντα…;»
«Κα εγώ δεν θα σομαρώσω γάδαρο και δεν θα βάλω το καπίστρι… απλά θα βάλω το κλειδί στο αυτοκίνητο να πάμε να σε δει και να σου πει για να ‘σαι όμορφος στον γάμο σου με την αγαπημένη σου, να σε πάω μετά στο κομμωτήριο, τα νυχάκια σου και τα αποδέλοιπα, να ομορφύνεις…»
«Κα όλα αυτά σε πόσες ώρες θα τα κάμουμε, για πε μου, θα με τρεζάνεις…; Κάποτε για τα μάθια μας στην Μεσαριά επηαίναμε…, στον Τσαγκάρη… ΩΡΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ… Μετά, στον Γαβαλά για κούρεμα και για τα πατσουλιά ήθελε μια βδομάδα… Ήντα ‘μαστε λατέρνες…, λαούτα…, κλαρίνα και βιολιά…; Έλα Παναϊα μου, κα πας και νομίζεις ότι ετσαδά θρεφτήκαμε και γίναμε σαν τσι πικρό αμυγδαλιές… εεε…; Κα βρε να δεις μέτρημα στα σύκα και τσι σταφίδες, από την γριά μου, να γυρίσει η κεφαλή σου ανάποδα…»
Αχ, Παππούλη…! Και όχι παππούκο, όπως με λέει το γονίδιό μου όταν θέλει κάτι και θέλει να με καλοπιάσει… Αυτά σκέπτομαι καθρεπτιζόμενος… Οι εποχές άλλαξαν…, μετετράπησαν…, όπως και οι άνθρωποι…, οι αποστάσεις εκμηδενίστηκαν…, όπως μερικώς και η αγάπη…, οι αγκαλιές εξαφανίστηκαν…, όπως τα φλώρια και οι καρδερίνες, τα φιλιά αρμενίζουνε χωρίς πλοηγό και χάρτες, η μανέστρα έγινε μπιφτέκι κοτόπουλο με κέτσαπ ΕΥΡΩΠΗΣ και πελτέ… όχι από το ΑΒΙΣ… από οπουδήποτε..
ΑΣΤΑ ΝΑ ΠΑΝΕ… τα όνειρα ναρκώθηκαν…, δεν έσβησαν και αναμένουν ξαστεριά και ανασήκωμα… Η θωριά είναι μισή… λόγω της μουτσούνας μας… της απαραίτητης μάσκας, τα ματάκια μας…, αχ αυτά τα ματάκια και οι θωριές που απέκτησαν ακόμη περισσότερο νόημα… Μας έμειναν οι υποκλίσεις και τα ανεβοκατεβάσματα της σκοτισμένης κεφαλής μας… Όμως γροικάτε με…, δεν είμαι Προφήτης…, αλλά όλα θα έρθουνε, όλα θα μας κτυπήσουνε την πόρτα… ΜΑ ΟΛΑ…! ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ… ΑΥΤΗ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ… Όμως χρειάζεται αγάπη…, σύνεση…, νοικοκυριό…, προσοχή και επαγρύπνηση… και ουχί σαμπάνιες… γαρίδες και αστακοί… Πόσα έχω τάξει…! Κα, να έχετε το νου σας…, γυρίζουν όλα όσα έφυγαν…, αλλά αργά … πολύ αργά… και είναι ξαπρισμένα…
Οι ομορφιές που σκεπάστηκαν για την απανεμιά…, προφύλαξη και ασφάλεια… Έρχονται… ναι έρχονται αγιάλι αγιάλι.. αλλά θέλει προσοχή και σκούπισμα από τις βερβελιές και από τα αμπελόφυλλα… ΗΡΕΜΑ………”.